29.12.06
REUNION ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
(για το βιβλίο του Τάσου Χατζητάτση «Μονόξυλο στο ποτάμι»)
Αν εξαιρέσουμε τους πεζογράφους που εμφανίστηκαν την τελευταία πενταετία ―ή εκεί γύρω―, είναι (δηλαδή ήταν) σχεδόν κανόνας επί δεκαετίες να αρχίζει κανείς να γράφει στο τέλος της εφηβείας του ή αμέσως μετά, να δημοσιεύει λίγο αργότερα τα πρώτα του κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά και σχετικά σύντομα να εμφανίζεται με βιβλίο.
Ο Τάσος Χατζητάτσης δεν πειθάρχησε απολύτως σ’ αυτόν τον, τρόπον τινά, κανόνα. Γεννημένος τό 1945, οδοντίατρος το επάγγελμα, πρωτοεμφανίζεται με πεζά του κείμενα στο περιοδικό «Ο Χάρτης» μόλις το 1984, δηλαδή σε ηλικία 39 χρονώ. Κι ενώ θα περίμενε κανείς αυτή την καθυστερημένη εμφάνιση να τη διαδεχτεί μια κάποια πρεμούρα για λογοτεχνική καταξίωση, ο Χατζητάτσης εκδίδει το πρώτο του βιβλίο δεκατρία ολόκληρα χρόνια αργότερα, μόλις το 1997. Είναι οι «Έντεκα σικελικοί εσπερινοί», μια συλλογή πεζογραφημάτων που βγήκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (τύποις μόνον εκδόσεις, καθώς οι συγγραφείς πληρώνουν οι ίδιοι το κόστος των βιβλίων τους, ενώ το περιοδικό «Εντευκτήριο» εισφέρει με την εκδοτική επιμέλεια, τη διακίνηση και την αδάπανη προβολή τους μέσω δελτίων Τύπου). Το βιβλίο εκείνο προκαλεί αίσθηση και πολύ εγκωμιαστικές κριτικές και αποφέρει στον συγγραφέα του το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω».
Παρόλη την αναγνώριση και τη φήμη που συνεπάγονται οι κριτικές και η βράβευσή του, ο Χατζητάτσης επιμένει να βγάλει στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου και το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Στη σφενδόνη», το 2000, που κι αυτό βρίσκει ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Ευτυχώς, με το τρίτο του βιβλίο ανά χείρας, το αφήγημα «Σα σπασμένα φτερά», ο συγγραφέας μας πείθεται να το εμπιστευτεί στις Εκδόσεις Πόλις, που μέχρι τότε είχαν στο ενεργητικό τους ιδιαίτερα επιλεγμένους τίτλους ξένης κυρίως πεζογραφίας, κι από τις οποίες τώρα κυκλοφορεί και το τέταρτο στη σειρά βιβλίο του.
Ο Χατζητάτσης μας έχει δείξει με τα προηγούμενα έργα του, και το επιβεβαιώνει και με το «Μονόξυλο στο ποτάμι», ότι αφενός γνωρίζει τις αφηγηματικές του δυνατότητες, αφετέρου επιμένει να διερευνά τα όρια της γραφής: για μία ακόμη φορά λοιπόν προτιμά να μην δώσει ένα “τυπικό” μυθιστόρημα αλλά μία σπονδυλωτή αφήγηση για τη ζωή μιας παρέας ανδρών, με αφορμή μια αναμνηστική φωτογραφία από τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Άρτιος χειριστής της μικρής πεζογραφικής φόρμας, ο Χατζητάτσης μας δίνει και πάλι ένα αφήγημα που μοιάζει με ψηφιδωτό και παραπέμπει στην τεχνική του κινηματογράφου· οι ατομικές ιστορίες διασταυρώνονται, η ιστορία του ενός προσώπου εισβάλλει στην ιστορία των άλλων, η μία αφήγηση τροποποιεί ελαφρά τις υπόλοιπες ή και τις προεκτείνει, τις φωτίζει επίσης από άλλη οπτική γωνία, αφήνοντας τον αναγνώστη ―όπως γινόταν και στα «Σπασμένα φτερά»― να συμπληρώσει τα σκόπιμα μικρά κενά με τις δικές του εμπειρίες, ευαισθησίες ή και υποθέσεις.
Η φωνή που αφηγείται δεν είναι μία, αλλά πολλές. Έχουμε και εδώ μονολόγους πολλαπλών αφηγητών, και μάλιστα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, συνθήκη που επιτρέπει ποικίλες εστιάσεις, διαφορετικές οπτικές γωνίες, παρεκκλίνουσες εκδοχές αλλά και αλλοιώσεις που επέρχονται στη μνήμη με τον χρόνο, τον δαμαστή των πάντων. Αυτές οι φωνές είναι συνήθως διαφοροποιημένες με ευκρίνεια. Και δεν ακολουθούν όλες τον ίδιο δρόμο. Το κείμενο παίζει από το ιστορικό χρονικό στο ημερολόγιο και από τη μεταγραφή προσωπικής μαρτυρίας στην αργκό των νέων.
Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στις ιστορίες του Χατζητάτση, σε όλα τα μέχρι τώρα βιβλία του, δεν μετέχουν ως πρωταγωνιστές στην Ιστορία (με το γιώτα κεφαλαίο) αλλά υφίστανται τις συνέπειές της και έχουν στα πρόσωπα και στα κορμιά τους τις ρυτίδες και τα σημάδια που προκαλεί η μεγάλη Ιστορία στη ζωή των απλών ανθρώπων, σημαδεύοντάς τες ανεξίτηλα. Συγγενείς αγωνιστών του ΕΑΜ που τους παίρνει κι αυτούς αμπάριζα το φακέλωμα, γιοί φαντάτων που χάθηκαν στην Κορέα, κόρες δωσιλόγων, παιδιά και εγγόνια ξερριζωμένων της Ιωνίας, γόνοι προσφύγων του Εμφυλίου...
Εδώ βρίσκει την έκφρασή της η γενιά που γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή και που οι προσδοκίες της δεν σκόνταψαν ―όπως των γονιών τους― πάνω στον Εμφύλιο και στα πέτρινα χρόνια που τον ακολούθησαν αλλά βούλιαξαν στην κινούμενη άμμο της καθημερινής ρουτίνας, «ζωές που πήγανε στον βρόντο». Με τα λόγια του συγγραφέα: Μεσόκοποι, αλυσοδεμένοι με σπίτια, αυτοκίνητα και σιωπές, και δίπλα οι γυναίκες μας, ισόβιες συμβίες.
Οι άνθρωποι που επιβαίνουν στο «Μονόξυλο στο ποτάμι» δεν έχουν πάνω τους τίποτε το ηρωικό, το ξεχωριστό· μάλιστα, οι αδυναμίες τους και οι αντιφάσεις τους φαίνεται να είναι κατεξοχήν τα στοιχεία στα οποία επιλέγει να ζουμάρει ο συγγραφέας, με διάχυτη και σε αυτό το βιβλίο την πίκρα για το προσωπικό και το συλλογικό ανεκπλήρωτο της ζωής.
Στην πεζογραφία του Χατζητάτση η ανεξάντλητη πηγή από την οποία αντλείται υλικό δεν είναι η επινόηση αλλά η μνήμη, τόσο η ατομική όσο και η συλλογική. Αυτή η θεμελιώδης επιλογή (μνήμη αντί επινόησης) του επιτρέπει να προχωρεί με σταθερά, προσεκτικά, κάθε άλλο παρά επιδεικτικά βήματα μέσα στο εκτεταμένο ναρκοπέδιο που είναι η σύγχρονη πεζογραφία· ναρκοπέδιο που απειλεί τόσο αυτούς που την παράγουν όσο και αυτούς που την καταναλώνουν.
Μιλώντας για τη μνήμη, δεν εννοώ ότι ο Χατζητάτσης αυτοβιογραφείται, κάθε άλλο μάλιστα. Αναφέρομαι στη δημιουργική (και επινοητική φυσικά) επεξεργασία της μνήμης, που χρησιμοποιεί όλα τα συσσωρευμένα δικά της και τα οικειοποιημένα ξένα βιώματα, συνθέτοντας ιστορίες που δεν μιμούνται ούτε αναπλάθουν αλλά υπερβαίνουν τη ζωή. Δανείζομαι πάλι λόγια του συγγραφέα: Ο αφηγητής [...] αντιγράφει συμβάντα. Δέντρα, ανθρώπους, αισθήματα. [...] Το υλικό των λέξεων με το οποίο θα αναπαραστήσει τα πράγματα, θα τα κάνει να υπάρξουν πέρα από τις πραγματικές τους διαστάσεις. Η Μαρία υπάρχει, αλλά δεν θα ταυτίζεται με καμιά Μαρία που υπήρξε ή θα υπάρξει στον κόσμο. Ο αφηγητής κτίζει τον κόσμο του με λέξεις. Κατασκευάζει την ανάγνωση. Ο αόριστος θα γίνει ενεστώτας των αντικατοπτρισμών, αλλά ποτέ μέλλοντας. Είναι ένας θεός άχρηστος, δεν μπορεί να κάνει κανένα θαύμα. Ούτε στα ψέματα.
Με το τέταρτο αυτό βιβλίο του ο Τάσος Χατζητάτσης αναδεικνύεται στον πιο “πολιτικό” από τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης· δεν μου διαφεύγει η περίπτωση του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, μόνο που αυτόν τον έχουμε καταχωρήσει (καλώς ή κακώς) στους ποιητές ―ή στους εκ της ποιήσεως πεζογράφους― της Θεσσαλονίκης. Και κάτι ακόμη: κυρίως με το «Μονόξυλο στο ποτάμι», η εσωτερική μετανάστευση βρίσκει (μετά τον Μπακόλα) την έκφρασή της στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης: Βελβεντό, Πτολεμαϊδα, Αμύνταιο, Καϊμάκτσαλαν, πόλεις και χωριά της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας μνημονεύονται και δημιουργούν τις ευρύτερες συντεταγμένες της αφήγησης.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ξενιτειά (για σπουδές κυρίως, κατεξοχήν στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας) αλλά και με την προσφυγιά, από τους πρόσφυγες του Εμφυλίου στα Βαλκάνια και στην Τασκένδη μέχρι τους πρόσφυγες της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας.
Όπως συχνά συμβαίνει στα καλά βιβλία, οι αφηγήσεις που συνθέτουν το «Μονόξυλο στο ποτάμι» δεν ποντάρουν σε κάποιον εντυπωσιακό και ευρηματικό μύθο ― το αντίθετο θα έλεγα. Αυτό που δίνει ιδιαίτερη υπόσταση στις αφηγήσεις είναι ο άμεσος, αποδραματοποιημένος αλλά δραστικός λόγος. Ο Χατζητάτσης μιλάει χαμηλόφωνα, σχεδόν υπαινικτικά, χωρίς κανέναν μελοδραματισμό για ζωές τσαλακωμένες και για τσαλαπατημένους ανθρώπους. Αντιγράφω:
Η Νάντια Γκ. γεννήθηκε το 1978 στην Κουταϊδα της Γεωργίας, πενήντα χιλιόμετρα δυτικά της Τυφλίδας. Ο αδελφός της, στρατιώτης στον πόλεμο του Καυκάσου, πνίγηκε στις όχθες του Ινγκούρι. Τη Νάντια την απέβαλαν από το Λύκειο σαν κόρη «εχθρού του λαού της Γεωργίας». Το φιλί του πατέρα αίμα στο μάγουλο. Διέσχισε σε καρότσα φορτηγού τη Ρουμανία. Ο φορτηγατζής τη βίαζε τα βράδια. Στα σύνορα την πούλησε στους Βούλγαρους. Πέρασε όλη τη Βουλγαρία με το τρένο. Μέχρι το Σαντάνσκι. Οι “καναλτζήδες” από το Πετρίτσι την πέρασαν από την άλλη πλευρά. Δύο μερόνυχτα στα παγωμένα μονοπάτια, με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Έκανε αρχή χωρίς διαβατήριο, χωρίς γλώσσα, χωρίς τίποτα στην Καρδίτσα.
Ο πυκνός και μεστός, οικονομημένος λόγος του Χατζητάτση πλουτίζει την πεζογραφία μας με ένα σημαντικό αφήγημα, που συνδυάζει σεβασμό στον πόνο τον οποίο συνεπάγεται η ζωή, ανησυχία για το μέλλον που διαγράφεται σιβυλλικό και πικρία για τα στοιχήματα που δεν κερδήθηκαν.
Γιώργος Κορδομενίδης
23.12.06
Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών
στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Α, ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών
Μίλτος Σαχτούρης
στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Α, ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών
Μίλτος Σαχτούρης
29.11.06
Ιστορίες φτιαγμένες απ’ το τίποτα
David Sedaris
Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2006
294 σελ.
Ενώ άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να μειώσουν ή υποβαθμίσουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των κειμένων τους, για να τα αναδείξουν ως προϊόντα ενός ‘δημιουργικού’, ‘ευρηματικού’ μυαλού, ο Ντέιβιντ Σεντάρις επιμένει τόσο μέσα στα ίδια τα κείμενά του όσο και στις συνεντεύξεις του ότι τις ιστορίες που αφηγείται τις έχει ζήσει ο ίδιος, και δεν τις επινόησε. Ακόμη κι αν δεν δεχτούμε πάντως την κατηγορηματική του διαβεβαίωση ότι τα πρόσωπα που περιγράφει στο βιβλίο του «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» (τίτλος πρωτοτύπου: «Dress Your Family in Corduroy and Denim») είναι τα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς του και τ’ αδέλφια του δηλαδή, είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας την άποψη διακεκριμένου θεωρητικού του αυτοβιογραφικού λόγου: «Αυτοβιογραφία δεν έχουμε όταν κάποιος λέει την αλήθεια, αλλά όταν λέει ότι λέει την αλήθεια».
Γεννημένος το 1957 στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από πατέρα Ελληνα δεύτερης γενιάς (γιο μεταναστών) και μητέρα Αμερικανίδα, ο Σεντάρις, λέει το βιογραφικό του, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, οικιακός βοηθός, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Art Institute of Chicago προτού γίνει συγγραφέας και ραδιοφωνικός σχολιαστής.
Κείμενό του πρωτοδιαβάσαμε στα ελληνικά στην «Ανθολογία αμερικανικού χιουμοριστικού διηγήματος» (εκδ. Ποταμός, 2001). Τώρα το ταλέντο του φανερώνεται με άνεση σε ένα βιβλίο με 22 ιστορίες - φέτες ζωής μιας αμερικανικής οικογένειας. «Σχεδόν φυσιολογικής» κατά τον ελληνικό τίτλο; No way! Αντίθετα, πρόκειται για μια απόλυτα εκκεντρική οικογένεια, σε βαθμό που ο αναγνώστης να μένει με την εντύπωση ότι ο αφηγητής απλώς παραδοξολογεί, αυτοσαρκάζεται αλλά και σαρκάζει τους οικείους του ― η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα κάνει με ευαισθησία και τρυφερότητα, ώστε να αισθανόμαστε αλληλέγγυοι τόσο προς τον ίδιο (το “φυσιολογικότερο”, τρόπον τινα, μέλος της οικογένειάς του) όσο και προς τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του, τέσσερα κορίτσια και ένα ακόμη αγόρι.
Πάντως είναι ύπουλος ο αφηγητής του Σεντάρις. Μας παρουσιάζει τους δικούς του στην αρχή σαν συνηθισμένους, «σχεδόν φυσιολογικούς» ανθρώπους, που, όπως όλοι μας λίγο πολύ, έχουν και κάποιες αδυναμίες, φαινομενικά μικροελαττώματα που κάτω από την επιφάνειά τους κρύβουν βαθιές αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Ο πατέρας: σφιχτός έως τσιγκούνης που δεν αγοράζει τίποτε αν δεν είναι σε προσφορά, μηχανικός στην ΙΒΜ στο επάγγελμα, γιος Ελλήνων μεταναστών, χριστιανός ορθόδοξος που εκκλησιάζεται τακτικά, ένας ονειροπόλος που πάντα υποσχόταν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να καταφέρει. Η μητέρα: μια γυναίκα με διαπεραστική φωνή, που κοιμάται οπουδήποτε μέσα στο σπίτι (όχι μόνο τη νύχτα) και βλέπει μανιωδώς τηλεόραση· κι όταν κάποια στιγμή θέλει να μείνει για λίγο ήσυχη και μόνη, δεν διστάζει να κλειδώσει τα παιδιά της έξω από το σπίτι, στο κρύο και στα χιόνια! Η μεγαλύτερη αδελφή του αφηγητή παρακολουθεί συστηματικά τις ειδήσεις, θυμάται όμως μόνο τους τίτλους, τους οποίους επικαλείται με ποικίλες αφορμές, σχετικές ή άσχετες. Ενώ η Τίφανι, η μικρότερη, για να αποβάλει από πάνω της τη ρετσινιά της παθολογικής ψεύτρας που είχε ως παιδί, ως ενήλικη εκστομίζει τις πιο σκληρές, ανάρμοστες αλήθειες.
Με υλικά “από το τίποτε” μιας καθημερινότητας που είναι οικεία αλλά και ταυτόχρονα ξενίζει, ο Σεντάρις αφηγείται με τρόπο καυστικό και θωπευτικό μαζί τις ιδιαιτερότητες μιας οικογενειακής ζωής που θα μπορούσε να είναι η δική μας αν δεν την είχαμε σκεπάσει, άλλος λίγο άλλος πολύ, με εφευρήματα “κανονικότητας” και μεγάλες δόσεις “κατανόησης” για όσα, ως δικά μας, είναι σύκα και δεν ακούγονται, ενώ ως αλλότρια, είναι καρύδια και βροντάνε.
Η Μυρσίνη Γκανά γύρισε σε σπαρταριστά ελληνικά τη χυμώδη αφήγησή του.
Γιώργος Κορδομενίδης
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
David Sedaris
Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2006
294 σελ.
Ενώ άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να μειώσουν ή υποβαθμίσουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των κειμένων τους, για να τα αναδείξουν ως προϊόντα ενός ‘δημιουργικού’, ‘ευρηματικού’ μυαλού, ο Ντέιβιντ Σεντάρις επιμένει τόσο μέσα στα ίδια τα κείμενά του όσο και στις συνεντεύξεις του ότι τις ιστορίες που αφηγείται τις έχει ζήσει ο ίδιος, και δεν τις επινόησε. Ακόμη κι αν δεν δεχτούμε πάντως την κατηγορηματική του διαβεβαίωση ότι τα πρόσωπα που περιγράφει στο βιβλίο του «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» (τίτλος πρωτοτύπου: «Dress Your Family in Corduroy and Denim») είναι τα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς του και τ’ αδέλφια του δηλαδή, είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας την άποψη διακεκριμένου θεωρητικού του αυτοβιογραφικού λόγου: «Αυτοβιογραφία δεν έχουμε όταν κάποιος λέει την αλήθεια, αλλά όταν λέει ότι λέει την αλήθεια».
Γεννημένος το 1957 στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από πατέρα Ελληνα δεύτερης γενιάς (γιο μεταναστών) και μητέρα Αμερικανίδα, ο Σεντάρις, λέει το βιογραφικό του, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, οικιακός βοηθός, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Art Institute of Chicago προτού γίνει συγγραφέας και ραδιοφωνικός σχολιαστής.
Κείμενό του πρωτοδιαβάσαμε στα ελληνικά στην «Ανθολογία αμερικανικού χιουμοριστικού διηγήματος» (εκδ. Ποταμός, 2001). Τώρα το ταλέντο του φανερώνεται με άνεση σε ένα βιβλίο με 22 ιστορίες - φέτες ζωής μιας αμερικανικής οικογένειας. «Σχεδόν φυσιολογικής» κατά τον ελληνικό τίτλο; No way! Αντίθετα, πρόκειται για μια απόλυτα εκκεντρική οικογένεια, σε βαθμό που ο αναγνώστης να μένει με την εντύπωση ότι ο αφηγητής απλώς παραδοξολογεί, αυτοσαρκάζεται αλλά και σαρκάζει τους οικείους του ― η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα κάνει με ευαισθησία και τρυφερότητα, ώστε να αισθανόμαστε αλληλέγγυοι τόσο προς τον ίδιο (το “φυσιολογικότερο”, τρόπον τινα, μέλος της οικογένειάς του) όσο και προς τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του, τέσσερα κορίτσια και ένα ακόμη αγόρι.
Πάντως είναι ύπουλος ο αφηγητής του Σεντάρις. Μας παρουσιάζει τους δικούς του στην αρχή σαν συνηθισμένους, «σχεδόν φυσιολογικούς» ανθρώπους, που, όπως όλοι μας λίγο πολύ, έχουν και κάποιες αδυναμίες, φαινομενικά μικροελαττώματα που κάτω από την επιφάνειά τους κρύβουν βαθιές αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Ο πατέρας: σφιχτός έως τσιγκούνης που δεν αγοράζει τίποτε αν δεν είναι σε προσφορά, μηχανικός στην ΙΒΜ στο επάγγελμα, γιος Ελλήνων μεταναστών, χριστιανός ορθόδοξος που εκκλησιάζεται τακτικά, ένας ονειροπόλος που πάντα υποσχόταν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να καταφέρει. Η μητέρα: μια γυναίκα με διαπεραστική φωνή, που κοιμάται οπουδήποτε μέσα στο σπίτι (όχι μόνο τη νύχτα) και βλέπει μανιωδώς τηλεόραση· κι όταν κάποια στιγμή θέλει να μείνει για λίγο ήσυχη και μόνη, δεν διστάζει να κλειδώσει τα παιδιά της έξω από το σπίτι, στο κρύο και στα χιόνια! Η μεγαλύτερη αδελφή του αφηγητή παρακολουθεί συστηματικά τις ειδήσεις, θυμάται όμως μόνο τους τίτλους, τους οποίους επικαλείται με ποικίλες αφορμές, σχετικές ή άσχετες. Ενώ η Τίφανι, η μικρότερη, για να αποβάλει από πάνω της τη ρετσινιά της παθολογικής ψεύτρας που είχε ως παιδί, ως ενήλικη εκστομίζει τις πιο σκληρές, ανάρμοστες αλήθειες.
Με υλικά “από το τίποτε” μιας καθημερινότητας που είναι οικεία αλλά και ταυτόχρονα ξενίζει, ο Σεντάρις αφηγείται με τρόπο καυστικό και θωπευτικό μαζί τις ιδιαιτερότητες μιας οικογενειακής ζωής που θα μπορούσε να είναι η δική μας αν δεν την είχαμε σκεπάσει, άλλος λίγο άλλος πολύ, με εφευρήματα “κανονικότητας” και μεγάλες δόσεις “κατανόησης” για όσα, ως δικά μας, είναι σύκα και δεν ακούγονται, ενώ ως αλλότρια, είναι καρύδια και βροντάνε.
Η Μυρσίνη Γκανά γύρισε σε σπαρταριστά ελληνικά τη χυμώδη αφήγησή του.
Γιώργος Κορδομενίδης
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
28.10.06
ΠΟΛΙΤΙΚόΣ ΜΥΩΠΙΚόΣ ΑΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜόΣ
[...]
Σ' αυτές τις εκλογές εμφανίστηκε μια σαφής πολιτική πρόταση. Στη Θεσσαλονίκη. O Γιάννης Mπουτάρης είπε ότι η πόλη πρέπει να ξαναβρεί τον κοσμοπολιτισμό της. Ότι η επί χρόνια κυριαρχία του ακραίου συντηρητισμού και λαϊκισμού καταστρέφει κάθε οδό ανάπτυξης. Ότι αυτή η σύγκρουση απαιτεί μια νέα ευρύτερη σύνθεση δυνάμεων που ξεπερνάει τους κομματικούς διαχωρισμούς. Ότι δεν είναι υπόθεση ενός κόμματος. Δεν το είπε, αλλά όπως φάνηκε στο δεύτερο γύρο, αφορούσε ακόμα και τους ψηφοφόρους της N. Δημοκρατίας. Tο KKE τον κατηγόρησε ως αστό επιχειρηματία. O Συνασπισμός τον κατήγγειλε ως αστική τάξη και ΠAΣOK. Tο ΠAΣOK διέγραψε τα μέλη του που συμμετείχαν στο συνδυασμό του.
Στην πολιτική-παιχνίδι, τη μεγαλύτερη σημασία απ' όλα έχει να διατηρούν οι παίκτες τις δυνάμεις τους, να ελέγχουν το παιχνίδι, να μένουν στο μηδενικό άθροισμα, να κερδίζουν και να χάνουν «επικοινωνιακά». Πάντα οι ίδιοι. Xωρίς καινούργιους παίκτες στο παιχνίδι.
[από το εκδοτικό σημείωμα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, 26 Οκτ. 2006]
[...]
Σ' αυτές τις εκλογές εμφανίστηκε μια σαφής πολιτική πρόταση. Στη Θεσσαλονίκη. O Γιάννης Mπουτάρης είπε ότι η πόλη πρέπει να ξαναβρεί τον κοσμοπολιτισμό της. Ότι η επί χρόνια κυριαρχία του ακραίου συντηρητισμού και λαϊκισμού καταστρέφει κάθε οδό ανάπτυξης. Ότι αυτή η σύγκρουση απαιτεί μια νέα ευρύτερη σύνθεση δυνάμεων που ξεπερνάει τους κομματικούς διαχωρισμούς. Ότι δεν είναι υπόθεση ενός κόμματος. Δεν το είπε, αλλά όπως φάνηκε στο δεύτερο γύρο, αφορούσε ακόμα και τους ψηφοφόρους της N. Δημοκρατίας. Tο KKE τον κατηγόρησε ως αστό επιχειρηματία. O Συνασπισμός τον κατήγγειλε ως αστική τάξη και ΠAΣOK. Tο ΠAΣOK διέγραψε τα μέλη του που συμμετείχαν στο συνδυασμό του.
Στην πολιτική-παιχνίδι, τη μεγαλύτερη σημασία απ' όλα έχει να διατηρούν οι παίκτες τις δυνάμεις τους, να ελέγχουν το παιχνίδι, να μένουν στο μηδενικό άθροισμα, να κερδίζουν και να χάνουν «επικοινωνιακά». Πάντα οι ίδιοι. Xωρίς καινούργιους παίκτες στο παιχνίδι.
[από το εκδοτικό σημείωμα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, 26 Οκτ. 2006]
27.10.06
Η ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ ΤΟΥ ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ
Ορχάν Παμούκ
Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις
Μετάφραση: Στέλλα Βρετού
Αθήνα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 2005, 589 σελ.
Ελάχιστες πόλεις στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου έχουν τη διαχρονική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης. Οχι μόνο ειδικοί ερευνητές αλλά και μυθιστοριογράφοι εμπνέονται και ασχολούνται με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας αυτών των εμβληματικών πόλεων και των ανθρώπων που τις έζησαν κατά καιρούς.
Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την πληθώρα των ονομάτων που της προσέδωσαν ποικίλοι λαοί σε διάφορες γλώσσες και σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές: Ιστανμπούλ, Ισλαμπόλ, Σταμπούλ, Κούστα, Τσάριγκραντ, Ρουμίιγα αλ Κούμπρα· κι ακόμα: Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Πόλη του Προσκυνήματος, Οίκος του Χαλιφάτου, Θρόνος του Σουλτανάτου, Πύλη της Ευτυχίας, Οφθαλμός του Κόσμου, Καταφύγιο της Οικουμένης ― με μια λέξη: Πόλη!
Σ’ αυτήν την Πόλη ανέλαβε να μας ξεναγήσει, από τη δική του σκοπιά, το διακεκριμένο τέκνο της, ο πεζογράφος Ορχάν Παμούκ (γενν. 1952, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2006), με ένα ογκώδες βιβλίο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας και οδοιπορικού σε μια πόλη-αντικείμενο πόθου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δεν πρόκειται μόνο για το πορτραίτο μιας επίζηλης πόλης όπως το φιλοτέχνησε ένας χαρισματικός αφηγητής, συναιρώντας το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά και μια χρονογραφία των δεκαετιών 1960-1980 και μαζί ένα δοκίμιο που αποδίδει στον χώρο την πνευματική, σχεδόν μεταφυσική του υπόσταση. Γιατί η Πόλη του Παμούκ είναι μια πόλη σε παρακμή, βαθιά μελαγχολική: «Όταν ο Φλομπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν από τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της. Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.»
Προσωπικός και βιωματικός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που επιλέγει ο Παμούκ προκειμένου να μιλήσει για τη δική του Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη (η ονομασία “παίζει” ανάλογα με τα συμφραζόμενα), όπως την έβλεπε να αλλάζει καθώς ο ίδιος μεγάλωνε. Ξεκινά από το πατρικό του σπίτι, την «Πολυκατοικία Παμούκ» («Οι δικοί μου […] το 1951 είχαν χτίσει τη “μοντέρνα” πολυκατοικία, που στον τέταρτο όροφό της μένουμε τώρα εμείς, γράφοντας, όπως ήταν τότε της μόδας, με πολύ καμάρι, πάνω από την εξώπορτα Πολυκατοικία Παμούκ»), μιλά μετά για τη συνοικία Νισάντας όπου βρισκόταν αυτή η πολυκατοικία, σιγά σιγά προχωρεί στην υπόλοιπη Ιστανμπούλ όπως τη γνώρισε καθώς μεγάλωνε: «Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στο Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι […] Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό […] απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό συναίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας.»
Ιδιαίτερη θέση στην Ιστανμπούλ του Παμούκ έχει ο Βόσπρος, που είναι «ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της πηγάζουν από τον Βόσπορο», γράφει σ’ αυτό το βιβλίο των αναμνήσεων, που είναι μια πρόωρη απογραφή της προσωπικής του ζωής αλλά και καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της γενέτειράς του. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ» ―θα πει αλλού― «είναι και δική μου μοίρα· είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι».
Παρότι γράφει για τη σύγχρονή του Κωνσταντινούπολη, ο Παμούκ δεν παραβλέπει τα βυζαντινά “παράσημα” της πόλης και τη συγκατοίκηση των Τούρκων με τους προκομμένους μεν πλην κατατρεγμένους Ρωμιούς. Η ματιά του πάνω στον ελληνισμό της Πόλης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: «Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. […] Η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες […] και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. […] Οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου.» Και λίγο πιο κάτω: «Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες ν’ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη
την πόλη.»
Η Ιστανμπούλ του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, όπου συνυπάρχουν οι αναμνήσεις και οι ονειροπολήσεις, οι πραγματικές και οι φαντασιακές διαδρομές ενός ευαίσθητου καταγραφέα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα της πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε για μισόν αιώνα, για την οποία τώρα γράφει με τα εφόδια του συγγραφέα που απομύζησε την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Φραντς Κάφκα και διαμορφώθηκε από αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά του πρότυπα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό η Ιστανμπούλ δεν είναι μόνο η πόλη του Παμούκ αλλά και η πόλη όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές περιηγητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και σκηνοθετών· κι είναι ακόμη τα κρυμμένα και φανερά συναισθήματα, οι μυστικές φωνές, το βυζαντινό παρελθόν και η οθωμανική αυτοκρατορία και η σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα, είναι η εμμονή ενός ανθρώπου για τον τόπο του που τον νιώθει να απειλείται.
Την αφήγηση πλουτίζουν καρτ-ποστάλ, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες αλλά και φωτογραφίες από το άλμπουμ της οικογένειας Παμούκ.
Ορχάν Παμούκ
Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις
Μετάφραση: Στέλλα Βρετού
Αθήνα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 2005, 589 σελ.
Ελάχιστες πόλεις στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου έχουν τη διαχρονική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης. Οχι μόνο ειδικοί ερευνητές αλλά και μυθιστοριογράφοι εμπνέονται και ασχολούνται με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας αυτών των εμβληματικών πόλεων και των ανθρώπων που τις έζησαν κατά καιρούς.
Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την πληθώρα των ονομάτων που της προσέδωσαν ποικίλοι λαοί σε διάφορες γλώσσες και σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές: Ιστανμπούλ, Ισλαμπόλ, Σταμπούλ, Κούστα, Τσάριγκραντ, Ρουμίιγα αλ Κούμπρα· κι ακόμα: Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Πόλη του Προσκυνήματος, Οίκος του Χαλιφάτου, Θρόνος του Σουλτανάτου, Πύλη της Ευτυχίας, Οφθαλμός του Κόσμου, Καταφύγιο της Οικουμένης ― με μια λέξη: Πόλη!
Σ’ αυτήν την Πόλη ανέλαβε να μας ξεναγήσει, από τη δική του σκοπιά, το διακεκριμένο τέκνο της, ο πεζογράφος Ορχάν Παμούκ (γενν. 1952, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2006), με ένα ογκώδες βιβλίο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας και οδοιπορικού σε μια πόλη-αντικείμενο πόθου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δεν πρόκειται μόνο για το πορτραίτο μιας επίζηλης πόλης όπως το φιλοτέχνησε ένας χαρισματικός αφηγητής, συναιρώντας το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά και μια χρονογραφία των δεκαετιών 1960-1980 και μαζί ένα δοκίμιο που αποδίδει στον χώρο την πνευματική, σχεδόν μεταφυσική του υπόσταση. Γιατί η Πόλη του Παμούκ είναι μια πόλη σε παρακμή, βαθιά μελαγχολική: «Όταν ο Φλομπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν από τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της. Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.»
Προσωπικός και βιωματικός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που επιλέγει ο Παμούκ προκειμένου να μιλήσει για τη δική του Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη (η ονομασία “παίζει” ανάλογα με τα συμφραζόμενα), όπως την έβλεπε να αλλάζει καθώς ο ίδιος μεγάλωνε. Ξεκινά από το πατρικό του σπίτι, την «Πολυκατοικία Παμούκ» («Οι δικοί μου […] το 1951 είχαν χτίσει τη “μοντέρνα” πολυκατοικία, που στον τέταρτο όροφό της μένουμε τώρα εμείς, γράφοντας, όπως ήταν τότε της μόδας, με πολύ καμάρι, πάνω από την εξώπορτα Πολυκατοικία Παμούκ»), μιλά μετά για τη συνοικία Νισάντας όπου βρισκόταν αυτή η πολυκατοικία, σιγά σιγά προχωρεί στην υπόλοιπη Ιστανμπούλ όπως τη γνώρισε καθώς μεγάλωνε: «Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στο Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι […] Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό […] απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό συναίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας.»
Ιδιαίτερη θέση στην Ιστανμπούλ του Παμούκ έχει ο Βόσπρος, που είναι «ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της πηγάζουν από τον Βόσπορο», γράφει σ’ αυτό το βιβλίο των αναμνήσεων, που είναι μια πρόωρη απογραφή της προσωπικής του ζωής αλλά και καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της γενέτειράς του. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ» ―θα πει αλλού― «είναι και δική μου μοίρα· είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι».
Παρότι γράφει για τη σύγχρονή του Κωνσταντινούπολη, ο Παμούκ δεν παραβλέπει τα βυζαντινά “παράσημα” της πόλης και τη συγκατοίκηση των Τούρκων με τους προκομμένους μεν πλην κατατρεγμένους Ρωμιούς. Η ματιά του πάνω στον ελληνισμό της Πόλης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: «Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. […] Η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες […] και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. […] Οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου.» Και λίγο πιο κάτω: «Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες ν’ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη
την πόλη.»
Η Ιστανμπούλ του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, όπου συνυπάρχουν οι αναμνήσεις και οι ονειροπολήσεις, οι πραγματικές και οι φαντασιακές διαδρομές ενός ευαίσθητου καταγραφέα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα της πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε για μισόν αιώνα, για την οποία τώρα γράφει με τα εφόδια του συγγραφέα που απομύζησε την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Φραντς Κάφκα και διαμορφώθηκε από αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά του πρότυπα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό η Ιστανμπούλ δεν είναι μόνο η πόλη του Παμούκ αλλά και η πόλη όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές περιηγητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και σκηνοθετών· κι είναι ακόμη τα κρυμμένα και φανερά συναισθήματα, οι μυστικές φωνές, το βυζαντινό παρελθόν και η οθωμανική αυτοκρατορία και η σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα, είναι η εμμονή ενός ανθρώπου για τον τόπο του που τον νιώθει να απειλείται.
Την αφήγηση πλουτίζουν καρτ-ποστάλ, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες αλλά και φωτογραφίες από το άλμπουμ της οικογένειας Παμούκ.
26.9.06
ΖΑΝ ΖΕΝΕ ΚΑΙ ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ,
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
«Στον κόσμο υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ παρά ένας και μόνον άνθρωπος. Είναι ολόκληρος μέσα στον καθένα από μας, άρα είναι εμείς οι ίδιοι. Καθένας είναι ο άλλος και οι άλλοι. [...] Μόνο που ένα φαινόμενο που ούτε το όνομά του καν δεν γνωρίζω, μοιάζει να διαιρεί στο άπειρο αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο, τον κομματιάζει φαινομενικά μές στο τυχαίο και μες στη μορφή, και καθιστά ξένο σε μας τους ίδιους καθένα απ’ τα κομμάτια.» (Ζαν Ζενέ, «Ό,τι απόμεινε από έναν Ρέμπραντ σχισμένο σε μικρά τετράγωνα εντελώς κανονικά και πεταμένο στη χέστρα», μετ. Δαμιανού Κωνσταντινίδη.) Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του μεγάλου αιρετικού του 20ού αιώνα, Ζαν Ζενέ, και μ’ αυτή την αφορμή το νέο τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 74, Σεπτέμβριος 2006, 176 σελ., 10 ευρώ) δημοσιεύει αυτό το αμετάφραστο έως τώρα “διπλό” δοκίμιό του, για τον ρόλο του βλέμματος στη “συνάντηση” των ανθρώπων αφενός, και για τη διαφάνεια στη ζωγραφική του Ρέμπραντ αφετέρου.
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται δέκα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου.
«Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία
πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Άραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;»
αναρωτιέται σε ένα από αυτά ο Πατρίκιος, επικυρώνοντας την παρατήρηση που κάνει σε άρθρο του, στο ίδιο τεύχος, ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «σε μια ηλικία που όλοι σχεδόν οι ποιητές της γενιάς του είχαν σταματήσει να γράφουν, ο Πατρίκιος μας έδινε και μας δίνει ποίηση πρώτης γραμμής με τη φρεσκάδα τής ανεξίτηλα χαραγμένης στο παρόν μνήμης [...]».
Το φθινοπωρινό «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη νέα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου, του Χριστόφορου Λιοντάκη, του Σάκη Σερέφα, του Γιώργου Χρονά (και άρθρο του Θανάση Κουτλή για τα πρόσωπα στην ποίηση του Χρονά), του Δημήτρη Λεοντζάκου, του Οκτάβιο Πας (μετ. Αργύρη Χιόνη), του αρχαίου λυρικού ποιητή Βίωνα (μετ. Δήμητρας Κωτούλα), του Αντώνη Ρίζου.
Επίσης, πεζά του Βολφντίντριχ Σνούρρε (μετ. Φοίβου Ι. Πιομπίνου), της Νόρας Πυλόρωφ-Προκοπίου, του Γιώργου Καρτέρη, του Κώστα Ακρίβου, του Άκη Δήμου, του Παναγιώτη Γούτα.
Ο Γεώργιος Ράλλης και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους, ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Χρίστος Τσολάκης γράφει για τον Γεώργιο Ράλλη ως υπουργό Παιδείας που πραγματοποίησε την γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και καθιέρωσε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα στην παιδεία. Σύντομα σημειώματα αναφέρονται στους προσφάτως εκδημήσαντες Ναγκίμπ Μαχφούζ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Γιάννη Ζουγανέλη και Ροζέ Μιλλιέξ.
Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Ελευθεράκη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Βασίλη Γκουρογιάννη και τον Γιάννη Κοντό), Μαρία Στασινοπούλου (για την Ντόρα Ρωζέττη), Θανάσης Θ. Νιάρχος (για τον Μάνο Ελευθερίου), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (για τη Νατάσα Κεσμέτη), Γιώργος Κορδομενίδης (για την Έλενα Χουζούρη), Λίνα Πανταλέων (για τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη), Φίλιππος Φιλίππου (για τον Μάικλ Χάαγκ), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τον Ντίνο Σιώτη), Βάνα Χαραλαμπίδου (για την Γιασμίν Γκατά), Ελένη Χοντολίδου (για τον Γκασμέντ Καπλάνι), Σταυρούλα Γ. Τσούπρου (για το περιοδικό Κ).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Κώστας Πλαστήρας και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.
Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν ζωγραφιές του Ξενοφώντα Μπήτσια, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τις οποίες ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Ο Μπήτσικας είναι βιρτουόζος και λόγιος μαζί. Η καταπλήσσουσα ευχέρεια του χεριού του σαγηνεύει τον θεατή δια μιας, ωστόσο ο ζωγράφος δεν φαίνεται να σαγηνεύεται το ίδιο: “τραβάει” πίσω τη δεξιοτεχνία, το ταλέντο, και βάζει μπροστά τη φαντασία και τον στοχασμό. [...] Μια ζωγραφική ρωμαλέα και αμφιβάλλουσα, που ερεθίζει τις αισθήσεις και τον νου... Ο Μπήτσικας μπορεί να λογαριάζεται στους ανανεωτές της ζωγραφικής μας». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia (ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ), δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Χάρη Κωτσίδη «Ομφάλιοι τόποι», με φωτογραφίες που εικονίζουν μικροτοπία του δάσους και των αγρών, που ταλαντεύονται μεταξύ εξημερωμένου και άγριου. Όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «ο Κωτσίδης αντιλαμβάνεται τη φωτογραφία ως υπαρξιακή αναζήτηση μέσα από την αναγνώριση του εαυτού στη φύση. […] Οι φωτογραφίες του, ως έντεχνες αφαιρέσεις από την υλική πραγματικότητα, υπαινίσσονται τη μυστηριακή συνθήκη του συμπαντικού, κοσμικού ρυθμού και την απόπειρα του φωτογράφου να εναρμονιστεί μ’ αυτόν».
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
«Στον κόσμο υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ παρά ένας και μόνον άνθρωπος. Είναι ολόκληρος μέσα στον καθένα από μας, άρα είναι εμείς οι ίδιοι. Καθένας είναι ο άλλος και οι άλλοι. [...] Μόνο που ένα φαινόμενο που ούτε το όνομά του καν δεν γνωρίζω, μοιάζει να διαιρεί στο άπειρο αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο, τον κομματιάζει φαινομενικά μές στο τυχαίο και μες στη μορφή, και καθιστά ξένο σε μας τους ίδιους καθένα απ’ τα κομμάτια.» (Ζαν Ζενέ, «Ό,τι απόμεινε από έναν Ρέμπραντ σχισμένο σε μικρά τετράγωνα εντελώς κανονικά και πεταμένο στη χέστρα», μετ. Δαμιανού Κωνσταντινίδη.) Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του μεγάλου αιρετικού του 20ού αιώνα, Ζαν Ζενέ, και μ’ αυτή την αφορμή το νέο τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 74, Σεπτέμβριος 2006, 176 σελ., 10 ευρώ) δημοσιεύει αυτό το αμετάφραστο έως τώρα “διπλό” δοκίμιό του, για τον ρόλο του βλέμματος στη “συνάντηση” των ανθρώπων αφενός, και για τη διαφάνεια στη ζωγραφική του Ρέμπραντ αφετέρου.
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται δέκα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου.
«Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία
πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Άραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;»
αναρωτιέται σε ένα από αυτά ο Πατρίκιος, επικυρώνοντας την παρατήρηση που κάνει σε άρθρο του, στο ίδιο τεύχος, ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «σε μια ηλικία που όλοι σχεδόν οι ποιητές της γενιάς του είχαν σταματήσει να γράφουν, ο Πατρίκιος μας έδινε και μας δίνει ποίηση πρώτης γραμμής με τη φρεσκάδα τής ανεξίτηλα χαραγμένης στο παρόν μνήμης [...]».
Το φθινοπωρινό «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη νέα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου, του Χριστόφορου Λιοντάκη, του Σάκη Σερέφα, του Γιώργου Χρονά (και άρθρο του Θανάση Κουτλή για τα πρόσωπα στην ποίηση του Χρονά), του Δημήτρη Λεοντζάκου, του Οκτάβιο Πας (μετ. Αργύρη Χιόνη), του αρχαίου λυρικού ποιητή Βίωνα (μετ. Δήμητρας Κωτούλα), του Αντώνη Ρίζου.
Επίσης, πεζά του Βολφντίντριχ Σνούρρε (μετ. Φοίβου Ι. Πιομπίνου), της Νόρας Πυλόρωφ-Προκοπίου, του Γιώργου Καρτέρη, του Κώστα Ακρίβου, του Άκη Δήμου, του Παναγιώτη Γούτα.
Ο Γεώργιος Ράλλης και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους, ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Χρίστος Τσολάκης γράφει για τον Γεώργιο Ράλλη ως υπουργό Παιδείας που πραγματοποίησε την γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και καθιέρωσε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα στην παιδεία. Σύντομα σημειώματα αναφέρονται στους προσφάτως εκδημήσαντες Ναγκίμπ Μαχφούζ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Γιάννη Ζουγανέλη και Ροζέ Μιλλιέξ.
Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Ελευθεράκη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Βασίλη Γκουρογιάννη και τον Γιάννη Κοντό), Μαρία Στασινοπούλου (για την Ντόρα Ρωζέττη), Θανάσης Θ. Νιάρχος (για τον Μάνο Ελευθερίου), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (για τη Νατάσα Κεσμέτη), Γιώργος Κορδομενίδης (για την Έλενα Χουζούρη), Λίνα Πανταλέων (για τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη), Φίλιππος Φιλίππου (για τον Μάικλ Χάαγκ), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τον Ντίνο Σιώτη), Βάνα Χαραλαμπίδου (για την Γιασμίν Γκατά), Ελένη Χοντολίδου (για τον Γκασμέντ Καπλάνι), Σταυρούλα Γ. Τσούπρου (για το περιοδικό Κ).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Κώστας Πλαστήρας και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.
Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν ζωγραφιές του Ξενοφώντα Μπήτσια, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τις οποίες ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Ο Μπήτσικας είναι βιρτουόζος και λόγιος μαζί. Η καταπλήσσουσα ευχέρεια του χεριού του σαγηνεύει τον θεατή δια μιας, ωστόσο ο ζωγράφος δεν φαίνεται να σαγηνεύεται το ίδιο: “τραβάει” πίσω τη δεξιοτεχνία, το ταλέντο, και βάζει μπροστά τη φαντασία και τον στοχασμό. [...] Μια ζωγραφική ρωμαλέα και αμφιβάλλουσα, που ερεθίζει τις αισθήσεις και τον νου... Ο Μπήτσικας μπορεί να λογαριάζεται στους ανανεωτές της ζωγραφικής μας». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia (ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ), δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Χάρη Κωτσίδη «Ομφάλιοι τόποι», με φωτογραφίες που εικονίζουν μικροτοπία του δάσους και των αγρών, που ταλαντεύονται μεταξύ εξημερωμένου και άγριου. Όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «ο Κωτσίδης αντιλαμβάνεται τη φωτογραφία ως υπαρξιακή αναζήτηση μέσα από την αναγνώριση του εαυτού στη φύση. […] Οι φωτογραφίες του, ως έντεχνες αφαιρέσεις από την υλική πραγματικότητα, υπαινίσσονται τη μυστηριακή συνθήκη του συμπαντικού, κοσμικού ρυθμού και την απόπειρα του φωτογράφου να εναρμονιστεί μ’ αυτόν».
31.8.06
NAGUIB MAHFOUZ
(1911-2006)
«Υφίσταται [σήμερα] ένας κίνδυνος, άγνωστος στην εποχή τη δική μου, που θα μπορούσε να επισκιάσει το μέλλον μας: ο υλικός και πνευματικός τρόμος που θρησκευόμενοι θερμοκέφαλοι με λανθασμένες τοποθετήσεις επιδιώκουν να ενσπείρουν στο όνομα του Ισλάμ. Πρόκειται για ομάδες που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην ιδέα του ειρηνικού Ισλάμ και κηρύττουν την έλλειψη ανοχής και το μίσος. Αυτά τα όργανα μιας Μαφίας, τυφλωμένης για εξουσία και καλυπτόμενης πίσω από τη θρησκεία, δυσφημούν το Ισλάμ ― και ακόμα χειρότερα: παραμορφώνουν την εικόνα του.
» Οι μουσουλμάνοι που παίρνουν στα σοβαρά τη θρησκεία τους, ήσαν ―και είναι― υποχρεωμένοι και από το Κοράνι να έρθουν σε επαφή και να αφομοιώσουν γνώσεις απ’ όλο τον κόσμο· το αληθινό Ισλάμ προσφέρει άνοιγμα στον κόσμο. Να θυμίσω ότι κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ο ισλαμικός κόσμος γνώριζε πνευματική και πολιτιστική άνθηση, στην οποία δικαίως κάνουμε μέχρι σήμερα αναφορές.»
Είναι ένα μικρό απόσπασμα από τις θαρραλέες δηλώσεις του Αιγύπτιου συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ ―που πέθανε χτες σε ηλικία 95 χρονώ― στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», τον Νοέμβριο 1998, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του από φανατικούς ισλαμιστές. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δύο αλλά δεκαέξι άτομα!
Ο Μαχφούζ γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου και δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1939. Έκτοτε έγραψε πάνω από 50 βιβλία πεζογραφίας (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων), καθώς και 25 σενάρια ταινιών. Εργάστηκε στο Δημόσιο μέχρι το 1972, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Το 1988 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (για πρώτη φορά σε Άραβα συγγραφέα).
Δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό για να παρουσιάσει τα βιβλία του. Δεν επιδίωξε καν να μεταφραστούν. Κι όταν ανακοινώθηκε πως τιμάται με το Νομπέλ δήλωσε σεμνά: «Υπάρχουν αρκετοί Αιγύπτιοι και Άραβες συγγραφείς που αξίζει να τιμηθούν με Νομπέλ».
Οι φιλόλογοι χωρίζουν το έργο του σε τρεις κυρίως περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει την «Τριλογία» του, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο που εκτείνεται σε 1.500 σελίδες και ολοκληρώθηκε το 1957· στην ίδια περίοδο εντάσσονται και τρία ιστορικά μυθιστορήματα και άλλα κείμενά του που αναφέρονται σε κοινωνικά θέματα και στους αγώνες που οδήγησαν σε κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο.
Η δεύτερη περίοδος χρονολογείται από το 1959 και τον οδηγεί από τον κοινωνικό ρεαλισμό στη μεταφυσική αλληγορία.
Η τρίτη περίοδος, με αφετηρία το «Μιραμάρ» (1967), θεωρείται ένα είδος σύνθεσης των δύο προηγούμενων.
Τον χαρακτήρισαν «Μπαλζάκ της Αιγύπτου», τόσο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τα έργα του εκφράζουν τη γεμάτη ενέργεια και παλμό ζωή της χώρας του όσο και εξαιτίας της λεπτομερούς ψυχολογικής ανάπτυξης των χαρακτήρων του αλλά και των πλατιών κοινωνικών του ενδιαφερόντων.
Όλα του τα βιβλία σε ελληνική μετάφραση κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
(1911-2006)
«Υφίσταται [σήμερα] ένας κίνδυνος, άγνωστος στην εποχή τη δική μου, που θα μπορούσε να επισκιάσει το μέλλον μας: ο υλικός και πνευματικός τρόμος που θρησκευόμενοι θερμοκέφαλοι με λανθασμένες τοποθετήσεις επιδιώκουν να ενσπείρουν στο όνομα του Ισλάμ. Πρόκειται για ομάδες που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην ιδέα του ειρηνικού Ισλάμ και κηρύττουν την έλλειψη ανοχής και το μίσος. Αυτά τα όργανα μιας Μαφίας, τυφλωμένης για εξουσία και καλυπτόμενης πίσω από τη θρησκεία, δυσφημούν το Ισλάμ ― και ακόμα χειρότερα: παραμορφώνουν την εικόνα του.
» Οι μουσουλμάνοι που παίρνουν στα σοβαρά τη θρησκεία τους, ήσαν ―και είναι― υποχρεωμένοι και από το Κοράνι να έρθουν σε επαφή και να αφομοιώσουν γνώσεις απ’ όλο τον κόσμο· το αληθινό Ισλάμ προσφέρει άνοιγμα στον κόσμο. Να θυμίσω ότι κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ο ισλαμικός κόσμος γνώριζε πνευματική και πολιτιστική άνθηση, στην οποία δικαίως κάνουμε μέχρι σήμερα αναφορές.»
Είναι ένα μικρό απόσπασμα από τις θαρραλέες δηλώσεις του Αιγύπτιου συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ ―που πέθανε χτες σε ηλικία 95 χρονώ― στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», τον Νοέμβριο 1998, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του από φανατικούς ισλαμιστές. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δύο αλλά δεκαέξι άτομα!
Ο Μαχφούζ γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου και δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1939. Έκτοτε έγραψε πάνω από 50 βιβλία πεζογραφίας (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων), καθώς και 25 σενάρια ταινιών. Εργάστηκε στο Δημόσιο μέχρι το 1972, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Το 1988 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (για πρώτη φορά σε Άραβα συγγραφέα).
Δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό για να παρουσιάσει τα βιβλία του. Δεν επιδίωξε καν να μεταφραστούν. Κι όταν ανακοινώθηκε πως τιμάται με το Νομπέλ δήλωσε σεμνά: «Υπάρχουν αρκετοί Αιγύπτιοι και Άραβες συγγραφείς που αξίζει να τιμηθούν με Νομπέλ».
Οι φιλόλογοι χωρίζουν το έργο του σε τρεις κυρίως περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει την «Τριλογία» του, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο που εκτείνεται σε 1.500 σελίδες και ολοκληρώθηκε το 1957· στην ίδια περίοδο εντάσσονται και τρία ιστορικά μυθιστορήματα και άλλα κείμενά του που αναφέρονται σε κοινωνικά θέματα και στους αγώνες που οδήγησαν σε κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο.
Η δεύτερη περίοδος χρονολογείται από το 1959 και τον οδηγεί από τον κοινωνικό ρεαλισμό στη μεταφυσική αλληγορία.
Η τρίτη περίοδος, με αφετηρία το «Μιραμάρ» (1967), θεωρείται ένα είδος σύνθεσης των δύο προηγούμενων.
Τον χαρακτήρισαν «Μπαλζάκ της Αιγύπτου», τόσο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τα έργα του εκφράζουν τη γεμάτη ενέργεια και παλμό ζωή της χώρας του όσο και εξαιτίας της λεπτομερούς ψυχολογικής ανάπτυξης των χαρακτήρων του αλλά και των πλατιών κοινωνικών του ενδιαφερόντων.
Όλα του τα βιβλία σε ελληνική μετάφραση κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
5.8.06
ΕΙΜΑΣΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΙ
Οκτώ άνθρωποι της Τέχνης γράφουν από τον Λίβανο
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 4 Αυγούστου 2006)
Ενα γράμμα από τον Λίβανο, με τις υπογραφές οκτώ ανθρώπων της τέχνης, οι οποίοι δηλώνουν ότι παρά τους βομβαρδισμούς είναι ζωντανοί και συνεχίζουν να εργάζονται στον πολιτιστικό τους χώρο στη Βηρυτό. Ενα μήνυμα απογοήτευσης για την «αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους», αλλά και αισιοδοξίας.
Ιδού το πλήρες κείμενο:
«Φίλες και φίλοι του Θεάτρου, της Μουσικής... Σας στέλνουμε αυτό το μήνυμα από τον πολιτιστικό χώρο Tournesol (Ηλιοτρόπιο), χώρο εργασίας του συνδέσμου SHAMS (Νεολαία - Θέατρο - Κινηματογράφος), στη Βηρυτό, που βρίσκεται στη διασταύρωση Ταγιουνέ, εκεί όπου συναντώνται η πόλη και τα νότια προάστια.
Είμαστε ζωντανοί.
Εργαζόμαστε: το θέατρό μας είναι ανοιχτό και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (κυρίως νέοι βεβαίως) συρρέει, παρά τους σποραδικούς βομβαρδισμούς, των οποίων ο στόχος είναι ακριβώς να απομονώσουν τις γειτονιές και να εμποδίσουν την επικοινωνία. Εκφραζόμαστε, συζητάμε, ανταλλάσσουμε πληροφορίες, δημιουργούμε ένα μικρής εμβέλειας δίκτυο συντονισμού μεταξύ των κοινωνικών οργανώσεων και τις ομάδες προσφύγων από τον Νότο ή τα προάστια (κατ' εξοχήν στόχοι των ισραηλινών βομβαρδισμών).
Λυπούμαστε για την αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους (γνωρίζοντας βεβαίως ότι δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους πολίτες) και έχουμε ανάγκη από εκδηλώσεις ανθρώπινης αλληλεγγύης που δεν περνάνε στην TF1 ή στη "Monde".
Μεταξύ μας υπάρχουν Λιβανέζοι όλων των πεποιθήσεων και όλων των δογμάτων (διανοούμενοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί λειτουργοί, φοιτητές, ...χριστιανοί, μουσουλμάνοι, δρούζοι, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, πιστοί, άθεοι, αγνωστικιστές...).
Χωρίς να υιοθετούμε τις πολεμοχαρείς ιδεολογικές θέσεις της Χεζμπολάχ, χωρίς να αποδεχόμαστε τις ανεύθυνες απαντήσεις των Αράβων πωλητών πετρελαίου και των Λιβανέζων εκατομμυριούχων, διεκδικούμε το δικαίωμα να καταγγείλουμε τα ατιμώρητα εγκλήματα του θεοκρατικού κράτους του Ισραήλ κατά των παιδιών, των οικογενειών, των αστικών γειτονιών, των χωριών του Νότου, όπως και την ασυγχώρητη συνενοχή της Ευρώπης στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και τη δολοφονία των πόλεων του Λιβάνου.
Είμαστε βαθύτατα σε ειρήνη και ελεύθεροι.
Χαιρόμαστε τη ζωή χωρίς κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Δεν χρειαζόμαστε άρματα για να μετακινηθούμε. Δεν χρειαζόμαστε τα διεθνή ΜΜΕ για να σκεπτόμαστε. Η αξιοπρέπειά μας δεν υπαγορεύεται ούτε από τη Δαμασκό, ούτε από την Τεχεράνη, ούτε από το Τελ Αβίβ, ούτε από την Ουάσιγκτον, ούτε από το Παρίσι, ούτε από τον ΟΗΕ.
Είναι ριζωμένη στην ανθρωπότητα που χλευάζεται και τσακίζεται από όλες τις Βέρμαχτ του «πολιτισμένου» κόσμου, αποκλεισμένη από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» που κρατιούνται με ζήλο για αυτούς που τα προκηρύσσουν.
Εμείς είμαστε καλά. Εσείς;
Roger Assaf, Issam Bou Khaled, Kamal Chayya, Rawya El Chab, Zeina Saab De Melero, Said Serhan, Fadi el Far, Tarek Atoui...».
Οκτώ άνθρωποι της Τέχνης γράφουν από τον Λίβανο
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 4 Αυγούστου 2006)
Ενα γράμμα από τον Λίβανο, με τις υπογραφές οκτώ ανθρώπων της τέχνης, οι οποίοι δηλώνουν ότι παρά τους βομβαρδισμούς είναι ζωντανοί και συνεχίζουν να εργάζονται στον πολιτιστικό τους χώρο στη Βηρυτό. Ενα μήνυμα απογοήτευσης για την «αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους», αλλά και αισιοδοξίας.
Ιδού το πλήρες κείμενο:
«Φίλες και φίλοι του Θεάτρου, της Μουσικής... Σας στέλνουμε αυτό το μήνυμα από τον πολιτιστικό χώρο Tournesol (Ηλιοτρόπιο), χώρο εργασίας του συνδέσμου SHAMS (Νεολαία - Θέατρο - Κινηματογράφος), στη Βηρυτό, που βρίσκεται στη διασταύρωση Ταγιουνέ, εκεί όπου συναντώνται η πόλη και τα νότια προάστια.
Είμαστε ζωντανοί.
Εργαζόμαστε: το θέατρό μας είναι ανοιχτό και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (κυρίως νέοι βεβαίως) συρρέει, παρά τους σποραδικούς βομβαρδισμούς, των οποίων ο στόχος είναι ακριβώς να απομονώσουν τις γειτονιές και να εμποδίσουν την επικοινωνία. Εκφραζόμαστε, συζητάμε, ανταλλάσσουμε πληροφορίες, δημιουργούμε ένα μικρής εμβέλειας δίκτυο συντονισμού μεταξύ των κοινωνικών οργανώσεων και τις ομάδες προσφύγων από τον Νότο ή τα προάστια (κατ' εξοχήν στόχοι των ισραηλινών βομβαρδισμών).
Λυπούμαστε για την αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους (γνωρίζοντας βεβαίως ότι δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους πολίτες) και έχουμε ανάγκη από εκδηλώσεις ανθρώπινης αλληλεγγύης που δεν περνάνε στην TF1 ή στη "Monde".
Μεταξύ μας υπάρχουν Λιβανέζοι όλων των πεποιθήσεων και όλων των δογμάτων (διανοούμενοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί λειτουργοί, φοιτητές, ...χριστιανοί, μουσουλμάνοι, δρούζοι, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, πιστοί, άθεοι, αγνωστικιστές...).
Χωρίς να υιοθετούμε τις πολεμοχαρείς ιδεολογικές θέσεις της Χεζμπολάχ, χωρίς να αποδεχόμαστε τις ανεύθυνες απαντήσεις των Αράβων πωλητών πετρελαίου και των Λιβανέζων εκατομμυριούχων, διεκδικούμε το δικαίωμα να καταγγείλουμε τα ατιμώρητα εγκλήματα του θεοκρατικού κράτους του Ισραήλ κατά των παιδιών, των οικογενειών, των αστικών γειτονιών, των χωριών του Νότου, όπως και την ασυγχώρητη συνενοχή της Ευρώπης στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και τη δολοφονία των πόλεων του Λιβάνου.
Είμαστε βαθύτατα σε ειρήνη και ελεύθεροι.
Χαιρόμαστε τη ζωή χωρίς κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Δεν χρειαζόμαστε άρματα για να μετακινηθούμε. Δεν χρειαζόμαστε τα διεθνή ΜΜΕ για να σκεπτόμαστε. Η αξιοπρέπειά μας δεν υπαγορεύεται ούτε από τη Δαμασκό, ούτε από την Τεχεράνη, ούτε από το Τελ Αβίβ, ούτε από την Ουάσιγκτον, ούτε από το Παρίσι, ούτε από τον ΟΗΕ.
Είναι ριζωμένη στην ανθρωπότητα που χλευάζεται και τσακίζεται από όλες τις Βέρμαχτ του «πολιτισμένου» κόσμου, αποκλεισμένη από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» που κρατιούνται με ζήλο για αυτούς που τα προκηρύσσουν.
Εμείς είμαστε καλά. Εσείς;
Roger Assaf, Issam Bou Khaled, Kamal Chayya, Rawya El Chab, Zeina Saab De Melero, Said Serhan, Fadi el Far, Tarek Atoui...».
25.7.06
ΗΛΙΑΣΗ
Από το βιβλίο του Γιώργου Αδαμίδη
ΒΟΛΗ ΕΓΓΥΣ ΦΙΛΙΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995
Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι ― εγγόνι τους, υποθέτω... Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη... Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.
Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στην ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Χαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει μέχρι εκεί που σμίγουν τα σκέλια του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλω δεν θέλω, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούριο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα...
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή την ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής, δυνατά και επιθετικά, εν αγνοία τους, απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός ― καμιά φορά και λίγο παραπάνω―, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.
Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω την μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να ‘ρθει προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Αννα...
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα Silk Cut είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, κι αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Υστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ.
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε και κείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί-‘μπαγκέτα’, κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ηρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και τη βερμούδα του φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο. Σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονται από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πώς θα είναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι ― μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή μπορεί και να έχει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο, αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.
Ο ήλιος μου γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και πού καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι. Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι τώρα δεν βρίσκεται κανείς.
Από το βιβλίο του Γιώργου Αδαμίδη
ΒΟΛΗ ΕΓΓΥΣ ΦΙΛΙΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995
Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι ― εγγόνι τους, υποθέτω... Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη... Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.
Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στην ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Χαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει μέχρι εκεί που σμίγουν τα σκέλια του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλω δεν θέλω, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούριο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα...
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή την ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής, δυνατά και επιθετικά, εν αγνοία τους, απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός ― καμιά φορά και λίγο παραπάνω―, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.
Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω την μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να ‘ρθει προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Αννα...
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα Silk Cut είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, κι αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Υστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ.
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε και κείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί-‘μπαγκέτα’, κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ηρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και τη βερμούδα του φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο. Σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονται από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πώς θα είναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι ― μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή μπορεί και να έχει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο, αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.
Ο ήλιος μου γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και πού καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι. Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι τώρα δεν βρίσκεται κανείς.
18.7.06
ΣΑΝ ΤΥΠΙΚΟΣ ΝΤΑΗΣ
του Γκίντεον Λέβι,
αρθρογράφου της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ»
Κάθε γειτονιά έχει από έναν: έναν φωνακλά νταή τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εξοργίζει. Τον προσβάλλουν; Τραβάει μαχαίρι. Τον χαστουκίζουν; Βγάζει όπλο. Του ρίχνουν μπουνιά; Βγάζει πολυβόλο. Όχι πως ο νταής έχει εντελώς άδικο ― κάποιος πράγματι τον πείραξε. Αλλά η αντίδραση, τι αντίδραση! Δεν είναι ότι δεν τον φοβούνται, αλλά κανεις δεν τον εκτιμά αληθινά. Εκτιμάς αληθινά τον ισχυρό που δεν χρησιμοποιεί αμέσως τη δύναμή του. Δυστυχώς, οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις μοιάζουν για μία ακόμη φορά με τον νταή της γειτονιάς. Αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης στη Λωρίδα της Γάζας; Θα πληρώσει ολόκληρη η Λωρίδα της Γάζας. Σκοτώθηκαν οκτώ στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι δύο στον Λίβανο; Θα πληρώσει ολόκληρος ο Λίβανος. Το Ισραήλ μιλάει μία και μοναδική γλώσσα: τη γλώσσα της βίας.
Ο πόλεμος που κήρυξε ο ισραηλινός στρατός στον Λίβανο, και πριν από εκεί στη Λωρίδα της Γάζας, δεν θα θεωρηθεί ποτέ ένας ακόμα «πόλεμος μη επιλογής». Ας απαλλάξουμε τους ιστορικούς από αυτή τη συζήτηση. Αυτός είναι αναμφίβολα ένας πόλεμος επιλογής. Ο ισραηλινός στρατός δέχθηκε δύο επώδυνα, ιδιαίτερα εξευτελιστικά χτυπήματα, και την επαύριο κατέβηκε σε πόλεμο με σκοπό να ανακτήσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια, κάτι που στη δική μας πλευρά λέγεται «ανάκτηση της αποτρεπτικής δύναμης».
Για μία ακόμη φορά, το Ισραήλ δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε έναν δικαιολογημένο πόλεμο εναντίον της Χεζμπολάχ και έναν αδικαιολόγητο, απερίσκεπτο πόλεμο εναντίον του λιβανικού έθνους. Το καμουφλάζ των πραγματικών στόχων του πολέμου διαλύθηκε από τον ίδιο τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, Αμίρ Πέρετζ: «Ο Νασράλα [: ο αρχηγός της Χεζμπολάχ] θα τη φάει τόσο γερά, που δεν θα ξεχασει ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ», κόμπασε σαν τυπικός νταής. Τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε ότι το Ισραήλ πήγε σε πόλεμο για να μην ξεχαστεί ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ. Είναι ο πόλεμος για τη διαιώνιση του ονόματος Πέρετζ και την απαλοιφή των αποτυχιών του ισραηλινού στρατιωτικού επιτελείου. Και στο διάολο το κόστος.
του Γκίντεον Λέβι,
αρθρογράφου της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ»
Κάθε γειτονιά έχει από έναν: έναν φωνακλά νταή τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εξοργίζει. Τον προσβάλλουν; Τραβάει μαχαίρι. Τον χαστουκίζουν; Βγάζει όπλο. Του ρίχνουν μπουνιά; Βγάζει πολυβόλο. Όχι πως ο νταής έχει εντελώς άδικο ― κάποιος πράγματι τον πείραξε. Αλλά η αντίδραση, τι αντίδραση! Δεν είναι ότι δεν τον φοβούνται, αλλά κανεις δεν τον εκτιμά αληθινά. Εκτιμάς αληθινά τον ισχυρό που δεν χρησιμοποιεί αμέσως τη δύναμή του. Δυστυχώς, οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις μοιάζουν για μία ακόμη φορά με τον νταή της γειτονιάς. Αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης στη Λωρίδα της Γάζας; Θα πληρώσει ολόκληρη η Λωρίδα της Γάζας. Σκοτώθηκαν οκτώ στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι δύο στον Λίβανο; Θα πληρώσει ολόκληρος ο Λίβανος. Το Ισραήλ μιλάει μία και μοναδική γλώσσα: τη γλώσσα της βίας.
Ο πόλεμος που κήρυξε ο ισραηλινός στρατός στον Λίβανο, και πριν από εκεί στη Λωρίδα της Γάζας, δεν θα θεωρηθεί ποτέ ένας ακόμα «πόλεμος μη επιλογής». Ας απαλλάξουμε τους ιστορικούς από αυτή τη συζήτηση. Αυτός είναι αναμφίβολα ένας πόλεμος επιλογής. Ο ισραηλινός στρατός δέχθηκε δύο επώδυνα, ιδιαίτερα εξευτελιστικά χτυπήματα, και την επαύριο κατέβηκε σε πόλεμο με σκοπό να ανακτήσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια, κάτι που στη δική μας πλευρά λέγεται «ανάκτηση της αποτρεπτικής δύναμης».
Για μία ακόμη φορά, το Ισραήλ δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε έναν δικαιολογημένο πόλεμο εναντίον της Χεζμπολάχ και έναν αδικαιολόγητο, απερίσκεπτο πόλεμο εναντίον του λιβανικού έθνους. Το καμουφλάζ των πραγματικών στόχων του πολέμου διαλύθηκε από τον ίδιο τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, Αμίρ Πέρετζ: «Ο Νασράλα [: ο αρχηγός της Χεζμπολάχ] θα τη φάει τόσο γερά, που δεν θα ξεχασει ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ», κόμπασε σαν τυπικός νταής. Τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε ότι το Ισραήλ πήγε σε πόλεμο για να μην ξεχαστεί ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ. Είναι ο πόλεμος για τη διαιώνιση του ονόματος Πέρετζ και την απαλοιφή των αποτυχιών του ισραηλινού στρατιωτικού επιτελείου. Και στο διάολο το κόστος.
13.7.06
Τα τελευταία ποιήματα του Μπεκατώρου
και 19 νέες φωνές
στο καλοκαιρινό «Εντευκτήριο»
ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ ΤΕΥΧΟΣ, ΓΙΑ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μερικά από τα τελευταία ποιήματα του Στέφανου Μπεκατώρου, που πέθανε πρόσφατα, έχει το θλιβερό προνόμιο να περιλαμβάνει στην ύλη του το νέο, καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 73, Ιούνιος 2006, 208 σελ., 10 ευρώ). Πρόκειται για τέσσερα ποιήματα υπό τον ενιαίο τίτλο «Σατιρικά ελεγεία», στα τρία από τα οποία ο θάνατος έχει την τιμητική του.
Γράφει σε ένα από αυτά ο Μπεκατώρος:
Μ’ ένα φύσημα του χρόνου μ’ ένα αιφνίδιο
Κροτάλισμα φεύγει η ψυχή του ανθρώπου
Γίνεται κάτι χειρότερο από σύννεφο χειρότερο
Από καπνό χειρότερο από ίσκιο
[...]
ό,τι σκατά
Κι αν είμαστε ― ποιητές δήθεν συγγραφείς
Διανοούμενοι δήθεν άνθρωποι των γραμμάτων
Γλύπτες δήθεν ιερείς ― μήπως δεν καταλήγουμε
Όλοι στο σκοτάδι; Σπυριά σταριού στο άβυθο
Πηγάδι και τίποτε την πτώση μας
Δεν πρόκειται να σταματήσει.»
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Στο ίδιο τεύχος, ποίηση του Χάρη Βλαβιανού, του Γιάννη Υφαντή, του Σταύρου Ζαφειρίου και του Σλοβένου Μίλαν Ρούφους (μετάφραση από το πρωτότυπο: Κάρολος Τσίζεκ). Επίσης, διηγήματα της Έρσης Σωτηροπούλου, της Μαρίας Κουγιουμτζή και πεζά του Ουαλλού Ρις Χιούζ (μετ.: Αχιλλέας Κυριακίδης) και του Χρήστου Χρυσόπουλου, καθώς και δοκίμιο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ για το σκοτάδι στην ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 19 ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ
Στο μικρό αφιέρωμα του τεύχους αυτού, το «Εντευκτήριο» παρουσιάζει «19 νέες φωνές», ποιητές και πεζογράφους που ζουν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ή και του εξωτερικού, οι περισσότεροι από τους οποίους δημοσιεύουν για πρώτη φορά. «Οι νέοι αποτελούν, δυνάμει, το νέο αίμα, την ομάδα κρούσης της λογοτεχνικής καινοτομίας. Αρκεί η αγάπη τους για τη λογοτεχνία να είναι ισχυρότερη από την κενοδοξία που τους καλλιεργούν ο περίγυρος και η εποχή», παρατηρεί η Τιτίκα Δημητρούλια σε προλογικό της σημείωμα, όπου σχολιάζει τον σχετικά εύκολο τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται στα γράμματα (σε σύγκριση με το δύσκολο παρελθόν) οι νέοι συγγραφείς. Οι «νέες φωνές» που ξεχώρισε το «Εντευκτήριο» και παρουσιάζει σ’ αυτό το τεύχος του είναι: Δήμητρα Αριστοφάνους, Μηνάς Βλάχος, Βασίλης Καράδαης, Νιόβη Καραπιπέρη, Εύη Καρκίτη, Στράτος Κοσσιώρης, Θάνος Λουμπρούκος, Βίκυ Μπαρμπόκα, Γιάννης Παλαβός, Ευσταθία Παπαδόδημα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Σοφία Πέσιου, Μαρέτα Σιδηροπούλου, Πέλα Σουλτάτου, Κατερίνα Τόλιου, Γιώργος Τούλας, Σίμος Τσακίρης και Άλκης Χεκίμογλου (οι 9 δημοσιεύουν ποίηση και οι 10 πεζογραφία).
ΠΕΝΤΕ ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη, το «Εντευκτήριο» δημοσιεύει μικρό συμπλήρωμα στο σχετικά πρόσφατο αφιέρωμά του (τεύχος Νο 71) στον ποιητή: ο Δημήτρης Κόκορης παρουσιάζει πέντε λανθάνοντα κριτικά κείμενα του Αναγνωστάκη, που δημοσιεύτηκαν το 1965 στην εφημερίδα «Σπουδαστικός Κόσμος» και αφορούσαν βιβλία της Ήβης Μελεάγρου, του Γιώργου Χειμωνά, του Κώστα Λαχά, του Γιώργου Θεοτοκά και του Βασίλη Βασιλικού· και ο Λάκης Παπαστάθης, σκηνοθέτης της μόνης τηλεοπτικής εκπομπής στην οποία εμφανίστηκε ποτέ ο Αναγνωστάκης, σχολιάζει τρεις όψεις της “σιωπής” του ποιητή.
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ: ΑΠΩΝ
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους σελίδες αφιερώνονται στον ποιητή Κλείτο Κύρου, που υπήρξε τακτικός συνεργάτης του «Εντευκτηρίου» και στον οποίο το περιοδικό αφιέρωσε αρκετές φορές σελίδες του: (Νο 4/1988, Νο 37/1996, Νο 45/1998, Νο 64/2004, μαζί με cd όπου ο Κύρου διαβάζει ποιήματά του). Για την προσωπικότητα, κυρίως, του ποιητή γράφουν τώρα ο Τάσος Χατζητάτσης και ο Νίκος Δαββέτας, καταθέτοντας ο καθένας τη δική του μαρτυρία.
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τη Μαριγώ Αλεξοπούλου), Μισέλ Φάις (για τους Γιώργο Μπρουνιά και Δημήτρη Λέντζη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τη Μάρω Δούκα), Μαρία Στασινοπούλου (για τον Γιώργο Μαρκόπουλο), Βασίλης Αμανατίδης (για τον Παύλο Μάτεσι), Αλέξης Ζήρας (για τον Ζάχο Σιαφλέκη), Ελένη Χοντολίδου (για τη Σοφία Νικολαϊδου), Ηλίας Κεφάλας (για τον Δημήτρη Μίγγα), Λίνα Πανταλέων (για την Έλενα Γιαννακάκη), Σάκης Σερέφας (για την Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου), Γιάννης Κεσσόπουλος (για τη Ρέα Σταθοπούλου), Σοφία Νικολαϊδου (για τον Δημοσθένη Κούρτοβικ) και Σωτήρης Γουνελάς (για τον Χρήστο Μαρκίδη).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Σταύρος Ζαφειρίου, ο Βασίλης Τομανάς, ο Γιάννης Κοτσιφός, ο Γιώργος Καλιεντζίδης, η Εύη Καρκίτη και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” τα βιβλία που διάβασαν πρόσφατα. Στο «Καπνιστήριο», η Κατερίνα Δασκαλάκη στέλνει «Γράμμα από το Παρίσι», σχολιάζοντας πνευματικά και άλλα γεγονότα της εποχής.
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια του Μάριου Σπηλιόπουλου, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τα οποία ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Στα σχέδιά του, ο Σπηλιόπουλος περιέχει την ψυχεδέλεια, το underground, τον Κόντογλου, τους περιηγητές και τον Πεντζίκη, τα άγρια κόμικς της γυμνής ζωής, γυμνής κατέναντι του τέλους και της μοναξιάς». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Καμίλο Νόλλα «Zonar’s», με φωτογραφίες του φημισμένου αθηναϊκού ζαχαροπλαστείου μερικές ημέρες προτού κλείσει οριστικά. Όπως παρατηρεί ο πεζογράφος Κώστας Κατσουλάρης, «Το βλέμμα του φωτογράφου μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην καταγραφή, στο ντοκουμέντο και σε μια υπόγεια ποιητική που, παραδόξως, γίνεται πιο δραστική στα κλισέ όπου απουσιάζουν οι ανθρώπινες φιγούρες».
7.7.06
Μαρίνο Πιατσόλλα (Marino Piazzolla)
ΑΠΟ ΤΑ «ΑΜΝΗΜΟΝΕΥΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΡΕΝΑΤΟ Μ. ΡΑΤΤΙ»
Μετάφραση Κρεσέντσιο Σεντζίλιο
Ο άνεργος
Τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι πηγαίνω στη συνοικία των πλουσίων και παριστάνω το φάντασμα. Τουλάχιστο θα παν να κοιμηθούν λίγο φοβισμένοι.
Γενέθλια
Είμαι ένα επταμηνίτικο και σε κάθε γενέθλιά μου πάντα δυο μήνες νεότερος.
Υποψίες
Οταν επιστρέφω στο σπίτι, τρέχω αμέσως στον καθρέφτη. Ποιος ξέρει, μπορεί να έχει μπει κάποιος άλλος στη θέση μου.
Ο ωραίος κοιμώμενος
Ενας πιστωτής μου ομολόγησε ότι, όταν κοιμάμαι, γίνομαι πολύ όμορφος, κι αυτουνού ως εκ θαύματος του ‘ρχεται επιθυμία να μου δανείσει κι άλλα λεφτά.
(προδημοσίευση από το «Εντευκτήριο» 74, Σεπτέμβριος 2006)
26.6.06
Γιώργος Κορδομενίδης
ΤΟ ΑΣΙΓΑΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Μου πήρε τρία χρόνια να αποφασίσω ότι μπορώ να “πειράξω” το σπίτι της μητέρας μου μετά τον αιφνίδιο θάνατό της ένα ξημέρωμα του Μαϊου 1988. Στο μεταξύ όλα είχαν μείνει όπως τα άφησε. Ακίνητα και σκονισμένα. Οι χνουδωτές παντόφλες στα πόδια του κρεβατιού. Ενα ρομάντσο μισάνοιχτο στο κομοδίνο. Η ρόμπα της ριγμένη στην πλάτη μιας καρέκλας. Τώρα ανακαλύπτω ότι η ψυχανάλυση το έχει μελετήσει κι αυτό το φαινόμενο: Λίντια Φλεμ, «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου» (μετάφραση: Ματίνα Μαυρονικόλα, επιμέλεια: Εφη Κορομηλά, Αθήνα, εκδόσεις Μελάνι 2006, 170 σελ.).
«Το ορφάνεμα δεν έχει ηλικία», με ανακουφίζει η Φλεμ. Και γράφει για τη δυσκολία μας να δεχθούμε τον θάνατο των γονιών μας, για το πένθος που μας συγκλονίζει και που συχνά δεν το συζητάμε με κανέναν, συνήθως δεν το συζητάμε όταν το ζούμε ακόμη και επί χρόνια μετά τον θάνατό τους, με συντελεσμένες και τις ανακομιδές κττ., κυρίως όταν πια έχουμε μεγαλώσει κι εμείς. Και φτάνει μια ασήμαντη αφορμή, μια κουβέντα, ένα μικροαντικείμενο, ένα ρούχο, ίσως και μια οσμή, ένα όνομα, μια φράση σε μια ταινία ή σε ένα βιβλίο, για να ξαναγίνει το πένθος τωρινό, για να μετανιώσει κανείς για όσα δεν είπε, δεν έκανε, δεν άκουσε...
(περιοδικό «Εντευκτήριο», τχ. 73, Απρίλιος-Ιούνιος 2006)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)