O δρόμος είναι πάντα σκληρός. Μέχρι την κορυφή η μαύρη πέτρα των γκρεμών ορίζει τους ίσκιους στις στροφές. Κάτω από τα πόδια σου ανατριχιάζει το κενό και μόνον η τόλμη των αγριόχορτων κι ένα ποίημα κατακρήμνισης σου δίνει κουράγιο να συνεχίσεις. Κι αυτή η προσμονή της άλλης πλευράς. Λίγο πριν την κορυφή.
Έπειτα φτάνεις στο τέλος. Μπροστά στα μάτια σου απλώνεται μια στενή κοιλάδα. Εδώ η γνώση ακτινοβολεί σαν μαύρη τρύπα. Το ασπρόμαυρο της φωτογραφίας μπερδεύει με τα χρώματα της μνήμης. Εδώ η μνήμη δεν έχει χρόνο. Το ένστικτο σέρνει το βάρος του μοιραίου. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν φτάνει στο PortBou1. Πρέπει να περάσει τα σύνορα. Εδώ ανοίγουν οι πύλες της κόλασης. Κάποτε η ιστορία συγκλίνει πάνω στο ασήμαντο δέρας μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ευρώπη είναι στο χείλος της καταστροφής. Τον λόγο τώρα έχει ο θάνατος και η καταστροφή. Ένας ολόκληρος κόσμος απειλείται με συντριβή. Πόση άγνοια χρειάστηκε να μεσολαβήσει έτσι που να σβήνει η μνήμη κάθε φορά2; Και με πόσο πόνο και οδύνη ο ποιητής εμμένει στην αλήθεια; Πώς μέσα από τον λόγο του έρχεται να πληρωθεί ο χρησμός της γραφής3;
Η ιστορία έρχεται να μας συναντήσει. Η ιστορία είναι το σώμα μας στον κόσμο. Της γράφει: ««Είχα πάει στη Ρίγα να επισκεφθώ μια φίλη. Το σπίτι της, η πόλη, η γλώσσα, μου ήταν άγνωστα. Κανείς δεν με περίμενε, κανείς δεν με γνώρισε. Δυο ώρες γυρνούσα μοναχός στους δρόμους. Έτσι δεν την έχω ξαναδεί ποτέ. Απ' την πόρτα κάθε σπιτιού έβγαινε μια ψηλή, λεπτή φλόγα, κάθε αγκωνάρι σπιθοβολούσε, κάθε τραμ πλησίαζε σαν πυροσβεστική αντλία. Αφού θα 'βγαινε ίσως από αυτή την πόρτα, θα 'στριβε τη γωνία και θα καθόταν μες στο τραμ. Από τους δυο μας όμως έπρεπε πάση θυσία να είμαι εγώ που θα την έβλεπα πρώτος. Γιατί, αν ακουμπούσε πάνω μου το φυτίλι της ματιάς της, θα 'σκαγα σαν πυριτιδαποθήκη»4.
Ο δρόμος είναι σκληρός. Μια γυναίκα συναντά έναν άντρα. Ο δρόμος αυτός χαράζεται εντός. Αλλάζει τη ζωή του. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν πηγαίνει στη Ρίγα. Συναντά ξανά την Anna «Asya» Ernestovna Latsis5. Μετά της αφιερώνει: «Ο δρόμος αυτός ονομάζεται Οδός Asya Latsis από το όνομα αυτής που ως μηχανικός τον διάνοιξε μέσα στον συγγραφέα». Ο δρόμος. Πάντα. Ο σκληρός δρόμος. Ο δρόμος του έρωτα. Ο μονόδρομος. Ο δρόμος του θανάτου; Θα της πει: «Όποιος αγαπά, δεν προσηλώνεται μόνο στα “κουσούρια” της αγαπημένης, μόνο στις παραξενιές και τις αδυναμίες μιας γυναίκας. Οι ρυτίδες στο πρόσωπο και οι κρεατοελιές, τα φθαρμένα ρούχα και μια στραβή περπατησιά τον δένουν πολύ διαρκέστερα και πιο αμείλικτα από κάθε ομορφιά. Αυτό το 'χουμε νιώσει από καιρό. Και γιατί; Αν αληθεύει μια θεωρία που λέει πως η αίσθηση δεν φωλιάζει μέσα στο κεφάλι, πως ένα παράθυρο, ένα σύννεφο, ένα δέντρο, δεν το αισθανόμαστε μες στο μυαλό μας, παρά στον τόπο που το αντικρίζουμε, τότε και με τη ματιά που ρίχνουμε στην αγαπημένη βρισκόμαστε έξω από τον εαυτό μας. Εδώ όμως βασανιστικά αγχωμένοι και συνεπαρμένοι. Τυφλωμένη σα σμάρι πουλιών φτεροκοπά η αίσθηση μέσα στη λάμψη της γυναίκας. Κι όπως γυρεύουν προστασία τα πουλιά στις φυλλωσιές και κρύβονται στα δέντρα, έτσι οι αισθήσεις δραπετεύουν στις σκιερές ρυτίδες, τις άχαρες χειρονομίες και τ' αθέατα ψεγάδια του αγαπημένου κορμιού, όπου κουρνιάζουν ασφαλείς μες στην κρυψώνα. Και κανείς περαστικός, δεν μαντεύει πώς ακριβώς εδώ, μες στο λειψό, το επιλήψιμο φωλιάζει η ακαριαία ερωτική συγκίνηση του θαυμαστή»6.
Η ιστορία μάς στοιχειώνει. Η ιστορία. Η εγγραφή στα σώματα των ανθρώπων. Το καλοκαίρι βρέχει στη Ρίγα. Ένα παιδί τρέμει στις όχθες του ποταμού Ντύνα. H μνήμη πνίγεται ξανά στα νερά7.
Του γράφει: «Ο Mονόδρομος είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. είναι από τα πιο βαθιά συγκλονιστικά και ιδιοφυή βιβλία που έχω διαβάσει. Όλοι τον φτύνανε τον Μπένγιαμιν, τον είχαν πετάξει μέσα στη φτώχεια, τον οδηγούσαν στον θάνατο. O φασισμός ήταν η τελευταία πράξη της τραγωδίας του, εκεί που η προσωπική του συντριβή ενώθηκε με τα κοινωνικά αδιέξοδα. Λίγοι άνθρωποι συμπύκνωσαν την ιστορία στο μικρό τους δέρας με αυτόν τον τρόπο. Νομίζω πως όταν γράφει τον Μονόδρομο, ξέρει ότι ο μονόδρομος είναι γι’ αυτόν ο θάνατος. Η αυτοχειρία του ήταν μια πράξη σεβασμού στον άνθρωπο, σε όσους ανθρώπους είχαν απομείνει. Είναι προφήτης και ποιητής, είναι ο πιο σπουδαίος φιλόσοφος που συνάντησα στη ζωή μου μαζί με τον Μαρξ, τον Πλάτωνα και τους προσωκρατικούς. Φωτισμένος. Δεν μπορούσε να είναι με καμία γυναίκα, βυθιζόταν στο πνεύμα με έναν τρόπο καταστροφικό για τον ίδιο και για εκείνες... Η Μπουμπουλίνας, η Κοραή, το Σκοπευτήριο, ο Φάρος Νέας Σμύρνης, τα χωριά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, τα βουνά που πληγώθηκαν από νάρκες και διαμελισμένα σώματα, το Αιγαίο με τις αίγες και τις σαύρες, είναι μακρινά όλα αυτά; Εμείς είμαστε εμμονικοί; Όχι, γιατί όταν ο Μπένγιαμιν έγραφε, όταν ο Χάκκας έγραφε, ήξεραν πως τα κρεματόρια και τα αποσπάσματα δεν σβήνουν με ένα γύρισμα του ρολογιού ή με μια γομολάστιχα. Σ’ αυτό που ζητά αίμα, πρέπει να φτύσεις το αίμα σου. Κάποιοι το κάνανε και τόσα χρόνια όσα και η ζωή μου ακούω το αίμα τους να κοχλάζει μέσα στο μυαλό μου. Ο μονόδρομος είναι χαραγμένος με μαχαίρι. Αυτό δεν είναι πρόζα».
Mια γυναίκα βαδίζει στους δρόμους της πόλης. Κρύβει μέσα της το αίμα. Τα βήματά της άλλοτε ο δρόμος του έρωτα, άλλοτε ο μονόΔρομος του θανάτου. Το κορμί της, το βλέμμα της ο Angelus Novus8.
❏
1. Τον Αύγουστο του 1940 ο Μπένγιαμιν εξασφάλισε βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ύστερα από διαπραγμάτευση του Μαξ Χορκχάιμερ. Επιχειρώντας να ξεφύγει από την Γκεστάπο, ο Μπένγιαμιν σχεδίαζε να αναχωρήσει για την Αμερική μέσω της ουδέτερης Πορτογαλίας, την οποία ήθελε να προσεγγίσει μέσω της Ισπανίας. Στο Πορτμπού, μια πόλη των γαλλοϊσπανικών συνόρων στα Πυρηναία, ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε. Βλ. επίσης Μ. Löwy, Θεολογία και αντιφασισμός στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ένεκεν τχ.31, σ. 74.
2.«Το πρόβλημα της μνήμης (και της λήθης)... θα με απασχολήσει για πάρα πολύ καιρό...». Βάλτερ Μπένγιαμιν, επιστολή στην Gretel Adorno, 7 Μαΐου 1940. Walter Benjamin, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, εκδ. Λέσχη των κατασκόπων της ιστορίας, Αθήνα 2014.
3. Αλέξης Τραϊανός, «Μιλούνε οι νεκροί/Ουρλιάζουν φίλε μου// Λίγοι ακούνε». Ένεκεν τχ.31, σ. 135.
4. Walter Benjamin, Μονόδρομος, Όπλα και πυρομαχικά, μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 76.
5. Η Anna Asja Lācis (Анна «Ася» Эрнестовна Лацис, 19 Οκτωβρίου 1891-21 Nοεμβρίου 1979) ήταν Λετονή ηθοποιός και διευθύντρια θεάτρου. Ενεργό μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων στη δεκαετία του 1920, έγινε διάσημη για τις προλεταριακές θεατρικές της ομάδες με έργα για παιδιά και τις θεατρικές της παραστάσεις agitprop στη Σοβιετική Ένωση και στη Λετονία.Το 1922 πήγε στη Γερμανία όπου γνώρισε τον Bertolt Brecht και τον Erwin Piscator, στον οποίο πρωτοπαρουσίασε τις ιδέες του Vsevolod Meyerhold και του Vladimir Mayakovsky. Το 1924 στο Κάπρι συναντά τον Γερμανό φιλόσοφο και κριτικό Walter Benjamin. Για τα επόμενα χρόνια το ζευγάρι διατηρεί μια κυμαινόμενη σχέση, καθώς ο Μπένγιαμιν την επισκέπτεται στη Μόσχα και στη Ρίγα. Η Άννα Λάσιτς θεωρείται ο άνθρωπος που έστρεψε τον Μπένγιαμιν στον μαρξισμό. Στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου φυλακίστηκε για πολλά χρόνια. Το 1948 επέστρεψε στη Σοβιετική πλέον Λετονία, όπου και έζησε με τον σύζυγό της, τον Γερμανό κριτικό θεάτρου Bernhard Reich. Από το 1950 έως το 1957 διετέλεσε διευθύντρια του θεάτρου Valmiera Drama Theatre και χρησιμοποίησε τις αριστερές πρωτοποριακές της μεθόδους στις θεατρικές της παραγωγές. Εγγονή της Άννας Λάστις είναι η διεθνούς φήμης θεατρική σκηνοθέτης Māra Ķimele.
6. Walter Benjamin, Μονόδρομος, Παρακαλείται το κοινό να προστατεύει τις καλλιέργειες, ό.π., σ. 46.
7. «Η “Λεγεώνα των SS” παρέλασε την Κυριακή (16.03.2014) στη Ρίγα της Λετονίας με τη συμμετοχή ωστόσο να είναι πολύ μικρότερη από τις εκτιμήσεις των διοργανωτών. Πρόκειται για Λετονούς που πολέμησαν στο πλευρό των ναζί. Οι νοσταλγοί των ναζί παρελαύνουν κάθε χρόνο στις 16 Μαρτίου από το 1991 όταν και έπεσε η Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο η φετινή επέτειος των ναζί της Λετονίας συμπίπτει με σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, καθώς στην Κριμαία πραγματοποιείται το δημοψήφισμα για απόσχιση της περιοχής από την Ουκρανία και προσάρτησή της στη Ρωσική ομοσπονδία. Μάλιστα οι ναζί της Λετονίας εκφράζουν και την υποστήριξή τους στους ομοϊδεάτες τους της Ουκρανίας, που έχουν ισχυρή παρουσία στη νέα μεταβατική ηγεσία του Κιέβου. H παρέλαση των ναζί επέφερε και αλλαγές στην κυβέρνηση της Λετονίας. Ειδικότερα η πρωθυπουργός της χώρας, Λαϊμντότα Στραουγιούμα, ανακοίνωσε την απομάκρυνση του υπουργού, Έιναρς Γκιλίνσκις, ο οποίος δήλωσε πως θα συμμετάσχει στις εκδηλώσεις. Εξάλλου η παρέλαση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και στην Εβραϊκή και τη ρωσική κοινότητα της Λετονίας, που αντιστοιχεί στο 25% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (συνολικά 2 εκα.)». Πηγή: TVXS. Σήμερα οι χώρες της Βαλτικής στην ουσία αποτελούν προτεκτοράτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, και η κοινωνική και οικονομική τους πραγματικότητα αποτελεί στόχο και προάγγελο για το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών έτσι όπως το «οραματίζονται» οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες.
8. «... ένας άγγελος που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι όπου μένει προσηλωμένο το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά, το στόμα ανοιχτό και οι φτερούγες τεντωμένες. Έτσι ακριβώς πρέπει να είναι ο άγγελος της ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο στο παρελθόν. Όπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μια μοναδική καταστροφή που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του. Θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα. Μια θύελλα σηκώνεται όμως από τη μεριά του Παραδείσου αδράχνοντας τις φτερούγες του και είναι τόσο δυνατή που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά ως τον ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα».
Walter Benjamin, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, ό.π., σ. 16