Είναι ένα κορίτσι στο μπαρ. Πίνει σφηνάκια και μιλάει με το αγόρι δίπλα της. Εκείνος πίνει τη μπύρα του και της μιλάει για τη ζωή του, είναι χαλαρός και άνετος. Τη θέλει και το δείχνει. Πηγαίνουν μια βόλτα, κάθονται στο μόλο και γράφουν τις πρώτες γραμμές της πιο όμορφης ιστορίας του καλοκαιριού. Περπατάνε χέρι χέρι, της δείχνει τους αστερισμούς, βλέπουν μαζί την ανατολή κι έπειτα την πάει σπίτι. Την άλλη μέρα φεύγει, αλλά είναι γεμάτη. Τον μυρίζει πάνω της, σκέφτεται το πρόσωπό του και τον ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας του. Είναι μία από τις νύχτες του καλοκαιριού που δεν θα ξεχάσει.
Πολλά ναυτικά μίλια πιο πέρα, μέρες μετά, ένα κορίτσι περπατάει στο λιμάνι και καπνίζει. Το μυαλό της είναι μουδιασμένο, προσπαθεί να χωνέψει την απογοήτευση. Να καταλάβει τι έχει γίνει. Να δει πώς θα προχωρήσει. Βουρκώνει και σκέφτεται πόσο λάθος ήταν όλα από την αρχή. Πόσο άδικοι είναι οι άνθρωποι, πόσο άδικη η ζωή. Την ανευθυνότητα, την επιπολαιότητα, τη βλακεία. Σκέψεις που τρέχουν, δάκρυα που τρέχουν, πόδια που μένουν καρφωμένα στο πάτωμα. Δεν μπορεί να μπει στο καράβι και να εξαφανιστεί κι ας είναι το μόνο που θέλει. Δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη κι ας είναι το μόνο που μένει να γίνει.
Πόσο διαφορετικά όλα, πόσο ίδιο το κορίτσι. Πόση τρέλα κουβαλάει και προσφέρει απλόχερα η ζωή.