Η δημοσίευση σε έκτακτο τεύχος περιοδικού ερευνητικής δημοσιογραφίας της "λίστας Λαγκάρντ", δηλαδή ενός φερόμενου καταλόγου ονομάτων Ελλήνων καταθετών του ελβετικού τραπεζικού συστήματος, θέτει μια σειρά από νομικής και συνταγματικής φύσης ερωτήματα, τα οποία δεν είναι εύκολο να απαντηθούν με ένα ναι ή ένα όχι, αλλά προϋποθέτουν ευρύτατη συνεκτίμηση πολλών και διαφορετικών κανονιστικών διανυσμάτων.
Σεβόμενος το τεκμήριο της αθωότητας του δημοσιογράφου που συνελήφθη για την δημοσίευση της λίστας, αλλά και τα έννομα συμφέροντα των ανθρώπων που τα ονόματά τους περιλαμβάνονται σε αυτή, θα περιορίσω αυτή την αναφορά στα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια αντικειμενική και επιστημονικά επαρκή ποινική διερεύνηση της νομιμότητας της δημοσίευσης της λίστας Λαγκάρντ. Σημειωτέον, ότι το νομικό ζήτημα για την αξιοποίηση του περιεχομένου της αποτελεί αντικείμενο εντελώς διαφορετικών σταθμίσεων και κρίσεων και σε αυτό το κείμενο δεν ασχολούμαι με αυτό το θέμα, αλλά μόνο με την νομιμότητα της δημοσιοποίησης των ονομάτων.
Είναι "προσωπικά δεδομένα;"
Υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι τα προσωπικά δεδομένα αφορούν τις σφαίρες της ιδιωτικότητας και τις πιο εσωτερικές πτυχές της ζωής και της προσωπικότητας του ατόμου. Είναι η άποψη που βλέπει το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα ως μια στάθμιση ανάμεσα αφενός στην ελευθερία του Τύπου και αφετέρου στην ιδιωτική ζωή των ατόμων. Με τόσο χονδροειδή κριτήρια, είναι προφανές ότι πιο εύκολα καταλήγει κανείς ότι η ελευθερία του Τύπου δεν μπορεί να καταργηθεί για ένα θέμα που έχει απασχολήσει τόσο πολύ την κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα, όμως, το δίκαιο μας παρέχει πιο εκλεπτυσμένα νομικά εργαλεία, τα οποία αποτελούν προϊόντα δεκαετιών επεξεργασίας αντίστοιχων υποθέσεων.
Ο όρος "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα" (ή "προσωπικά δεδομένα") δεν αποτελεί μέγεθος ταυτόσημο με την ιδιωτικότητα. Κατά την σχετική νομοθετική διάταξη, προσωπικά δεδομένα είναι "κάθε πληροφορία" που αναφέρεται σε ένα φυσικό πρόσωπο, η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να προσδιοριστεί με διάφορα κριτήρια. Aπό αυτή την άποψη, δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η καταγραφή ή μετάδοση του ονοματεπωνύμου του οποιουδήποτε, σε οποιοδήποτε πλαίσιο, αποτελεί προσωπικά δεδομένα. Από εκεί και πέρα όμως, το ζητούμενο είναι αν τα συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου για την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Είναι "ευαίσθητα δεδομένα";
Προσωπικά δεδομένα δεν σημαίνει αυτομάτως και πλήρη απαγόρευση της χρήσης της εκάστοτε ονομαστικοποιημένης πληροφορίας. Αυτό γίνεται σαφέστερο, αν παρακολουθήσουμε την διαφορά ρύθμισης ανάμεσα σε απλά και σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Τα ευαίσθητα δεδομένα σχετίζονται με ορισμένες ιδιότητες εγγενείς ή δυσμετάβλητες: εθνική - φυλετική προέλευση, θρήσκευμα, πολιτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, υγεία, ποινικές διώξεις και καταδίκες, κοινωνική πρόνοια, ερωτική ζωή, συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση. Αποτελούν όλα κατηγορίες πληροφοριών βάσει των οποίων ενδέχεται να επιβληθούν στα άτομα δυσμενείς και απαγορευμένες διακρίσεις. Γι' αυτό η χρήση των ευαίσθητων δεδομένων απαγορεύεται, εάν δεν υπάρχει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Οι καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό δεν είναι ευαίσθητα δεδομένα. Άλλο όμως είναι οι καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό γενικά, κι άλλο είναι "οι καταθέσεις Ελλήνων σε ελβετική τράπεζα", κατηγοριοποίηση η οποία υπογραμμίζει ως καθοριστικό κριτήριο του περιεχομένου του αρχείου την εθνική προέλευση των υποκειμένων των δεδομένων. Κριτήριο λοιπόν για το εάν τα δεδομένα αυτά είναι ευαίσθητα ή όχι, αποτελεί η πλαισίωση της επεξεργασίας και το κατά πόσον το στοιχείο της εθνικής καταγωγής ήταν καθοριστικό για την στοιχειοθέτηση της λίστας ή εάν αρκούσε το πιο απλό κριτήριο της ιθαγένειας.
Το πεδίο εφαρμογής του Ν.2472/1997
Το γεγονός ότι μια πληροφορία μπορεί να αποτελεί προσωπικά δεδομένα δεν σημαίνει ότι εμπίπτει άνευ ετέρου στις ρυθμίσεις της ειδικής νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν.2472, ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε δύο περιπτώσεις:
α) όταν τα δεδομένα υποβάλλονται σε αυτοματοποιημένη εν όλω ή εν μέρει επεξεργασία και
β) όταν τα δεδομένα υποβάλλονται σε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία, αλλά περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.
Επομένως, εάν τα προσωπικά δεδομένα έχουν υποβληθεί σε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία, χωρίς να περιλαμβάνονται ή να πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο, τότε δεν εφαρμόζεται ο Ν.2472.
Η έννοια του αρχείου προσδιορίζεται κι αυτή απο το άρθρο 2 και αφορά κάθε διαρθρωμένο σύνολο προσωπικών δεδομένων που είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι μια λίστα με ονόματα από μόνη της δεν είναι αρχείο, εάν δεν είναι διαρθρωμένο σύνολο που καθιστά τα δεδομένα προσιτά με συγκεκριμένα κριτήρια, και επομένως εάν έχει υποβληθεί σε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία, τότε ο Ν.2472 δεν εφαρμόζεται. Εάν βέβαια έχει υποβληθεί σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, έστω και εν μέρει, τότε δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε κατά πόσον η λίστα συνιστά "αρχείο".
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία της Αρχής, η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων στον Τύπο, δηλαδή σε έντυπα που κυκλοφορούν με περιοδικότητα, συνιστά εισαγωγή των προσωπικών δεδομένων σε αρχείο, αφού τα καθιστά προσιτά με γνώμονα "συγκεκριμένα κριτήρια": τον τίτλο του εντύπου, την ημερομηνία και το φύλλο κυκλοφορίας του. Το κατά πόσον η ερμηνεία αυτή είναι επαρκής είναι ένα ανοικτό θέμα, αλλά αποτελεί μια προσέγγιση που η Αρχή ακολουθεί από το 2008 στις αποφάσεις της, με πρώτη υπόθεση την δημοσίευση των φωτογραφιών ερωτικών περιπτύξεων του πρώην γ.γ. του ΥΠΠΟ και της (τότε) "34χρονης" από το "Πρώτο Θέμα".
Προϋποθέσεις δημοσίευσης
Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι η δημοσίευση της λίστας υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Ν.2472/1997, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον πληρούνται οι όροι της νόμιμης επεξεργασίας τους.
Εάν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για απλά δεδομένα, κι όχι για ευαίσθητα, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον συντρέχει μια από τις 6 περιπτώσεις νόμιμης επεξεργασίας του άρθρου 5. Η πρώτη αφορά την συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων: ο πληροφοριακός αυτοκαθορισμός επιβάλλει το ίδιο το άτομο να είναι ο κύριος των πληροφοριών που το αφορούν και να αποφασίζει το ίδιο για την τύχη τους. Από την δεύτερη έως την πέμπτη προϋπόθεση, οι διατάξεις αφορούν άσχετα θέματα (όχι, δεν είναι έργο δημοσίου συμφέροντος η δημοσίευση από ιδιώτη). Η έκτη προϋπόθεση είναι εκείνη που θέτει ορισμένους κανόνες στάθμισης, επιτρέποντας την χρήση κι άλλων κανονιστικών κριτηρίων, όπως η νομολογία, οι συστάσεις διεθνών οργανισμών κλπ. Αναφέρει λοιπόν το άρθρο 5 παρ. 2 περ. ε του Ν.2472/1997 ότι επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και χωρίς την συγκατάθεση των ατόμων,
"όταν είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών."
Αυτός είναι ο κανόνας, ο οποίος εισάγει το ζήτημα της στάθμισης "ελευθερία του Τύπου" - "ιδιωτικότητα". Όσο κι αν ο κανόνας φαίνεται υπεργενικός, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δίνει μια προτεραιότητα στην ιδιωτικότητα: η δημοσίευση δεν αρκεί να είναι απλώς επιθυμητή, αλλά "απολύτως αναγκαία" και το έννομο συμφέρον του δημοσιογράφου να πληροφορήσει και του κοινού να μάθει δεν πρέπει να είναι απλώς υπαρκτό αλλά πρέπει και να "υπερέχει προφανώς" των δικαιωμάτων και συμφερόντων των ατόμων που περιλαμβάνονται στη λίστα Λαγκάρντ.
Εάν κριθεί δεν υπάρχει τέτοια "απόλυτη" αναγκαιότητα να μάθουμε το περιεχόμενο της λίστας και αν κριθεί ότι δεν υπρέχει "προφανώς" το δικαίωμα στην πληροφόρηση, τότε η δημοσίευση δεν θα ήταν νόμιμη, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα.
Χωρίς βέβαια να σημαίνει και ότι αυτή η διατύπωση μπορεί να μείνει χωρίς κριτική από την άποψη της συνταγματικής επάρκειάς της, αν λάβουμε υπόψη ότι το δικαίωμα στην πληροφόρηση αλλά και το δικαίωμα στην προστασία δεδομένων είναι δύο δικαιώματα ίσης τυπικής ισχύος από την ίδια την κατοχύρωσή τους στον Συνταγματικό χάρτη, όσο κι αν - τελικά - και στην ίδια την διατύπωση του Συντάγματος, στο άρθρο 5Α είναι που τοποθετείται η επιφύλαξη υπέρ των προσωπικών δεδομένων κι όχι το αντίστροδο.
Υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων
Ο γενικός κανόνας είναι ότι ακόμη κι αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις νόμιμης επεξεργασίας, ο υπεύθυνος οφείλει να ενημερώσει τα υποκείμενα των δεδομένων κατά το στάδιο της συλλογής (δηλ. εν προκειμένω όταν παρέλαβε την λίστα Λαγκάρντ) και αν πρόκειται να τα ανακοινώσει σε τρίτους, τα υποκείμενα πρέπει να ενημερωθούν πριν από αυτούς. (Άρθρο 11). Γενικά, το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό περιλαμβάνει ως θεμελιώδη αρχή ότι καθένας πρέπει να γνωρίζει ποιος, για ποιο σκοπό και ποια προσωπικά δεδομένα του διαχειρίζεται.
Ωστόσο, έτσι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει ποτέ η δημοσιογραφία. Γι' αυτό ο νόμος περιλαμβάνει μια εξαίρεση: η υποχρέωση ενημέρωσης δεν υφίσταται όταν η συλλογή γίνεται "αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς" και αφορά δημόσια πρόσωπα. Σημειωτέον ότι η διάταξη αυτή αφορά την "συλλογή", δηλαδή το στάδιο της δημοσιογραφικής έρευνας, όχι απαραίτητα και το στάδιο της δημοσιοποίησης. Έπειτα, η άρση της υποχρέωσης ισχύει για δημόσια πρόσωπα, χωρίς ο νόμος να προσδιορίζει σε αυτό το άρθρο με πιο σαφή κριτήρια αυτή την έννοια. Βέβαια, ο νόμος στο άρθρο 7 που αφορά τα ευαίσθητα δεδομένα, δίνει ορισμένες πιο σαφείς κατευθύνσεις για την έννοια του δημοσίου προσώπου: είναι αυτό που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή διαχειρίζεται συμφέροντα τρίτων. Έτσι, η ευρεία έννοια του δημόσιου προσώπου περιλαμβάνει όχι μόνο τους δημόσιους λειτουργούς, αλλά και κάθε πρόσωπο που και στον ιδιωτικό τομέα εξαρτώνται τα συμφέροντα άλλων ανθρώπων από τις αποφάσεις του.
Πάντως, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, εάν ένα πρόσωπο δεν εμπίπτει σε αυτήν την διευρυμένη κατηγορία δημόσιων προσώπων, η υποχρέωση ενημέρωσης ακόμη και για δημοσιογραφική συλλογή δεδομένων δεν αίρεται. Επομένως, η νομιμότητα της δημοσίευσης της "λίστας Λαγκάρντ" εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις ιδιότητες των ίδιων των ατόμων που περιλαμβάνονται σε αυτή.
Το ποινικό αδίκημα
Δεν αποτελεί κάθε παράβαση του Ν.2472 και ποινικό αδίκημα. Υπάρχει το άρθρο 22 του ίδιου νόμου που τυποποιεί συγκεκριμένες, σοβαρές -και λιγότερο σοβαρές- παραβάσεις ως ποινικά αδικήματα: η μη γνωστοποίηση αρχείου προσωπικών δεδομένων στην Αρχή, η μη λήψη άδειας για συλλογή ευαίσθητων δεδομένων και η μη συμμόρφωση προς απόφασης της Αρχής είναι ορισμένα από αυτά.
Το πιο κλασικό βέβαια είναι το αδίκημα της παραγράφου 4, το οποίο στην πραγματικότητα περιλαμβάνει μια ευρύτατη διατύπωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που αφορά την "χωρίς δικαίωμα" χρήση, με κάθε τρόπο, των προσωπικών δεδομένων:
Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. |
Αυτό το "χωρίς δικαίωμα" είναι που διαχωρίζει τις επιτρεπόμενες, κατά τον υπόλοιπο ν.2472, επεξεργασίες, από τις ποινικά κολάσιμες.
Δηλαδή τελικά η τέλεση ή μη του ποινικού αδικήματος θα κριθεί από το εάν:
α) τα προσωπικά δεδομένα υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν.2472 ή όχι,
β) συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της λήψης συγκατάθεσης ή της απολύτως αναγκαίας δημοσίευσης που εξυπηρετεί το δικαίωμα πληροφόρησης εάν αυτό υπερέχει προφανώς των συμφερόντων των ατόμων να μην δημοσιευτούν τα δεδομένα τους.
γ) έπρεπε ή όχι να έχουν ενημερωθεί τα υποκείμενα των δεδομένων πριν την δημοσίευση της λίστας.
Αυτά είναι τα τρία νομικά ερωτήματα που η απάντησή τους, με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, θα πρέπει να εξεταστεί και να δοθεί από τις αρμόδιες αρχές. Η απάντηση λοιπόν δεν μπορεί να δοθεί ούτε από έναν νομικό παρατηρητή, όχι μόνο για λόγους σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας, αλλά και για λόγους μη γνώσης των ιδιαίτερων συνθηκών στις οποίες διενεργήθηκε η επίμαχη δημοσίευση.