Thursday, July 30, 2009
Holidaze in tha sun
Φεύγω για λίγες ημέρες και σας αφήνω. Όμως δεν σας αφήνω και απολύτως μόνους/ες Έχετε παλιότερα κειμενάκια να διαβάσετε, βιβλία να ανοίξετε, μουσικές με τις οποίες θα ταξιδέψετε. Μόνο σας αφήνω με ένα ερώτημα για περισυλόγή όλο αυτό το καλοκαίρι. Από το Σεπτέμβρη που πάμε; Τι έρχεται μετά τη ΔΕΘ να μας επιβληθεί; Μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το ενδεχόμενο του συλλογικού αγώνα;
Tuesday, July 28, 2009
Horatio Alger Must Die
Από τη φτώχεια στα πλούτη. Ο καλός, εργατικός και φιλόδοξος άνθρωπος πάντα ανταμοίβεται. Καλώς ορίσατε στην Πεμπτουσία του Αμερικάνικου ονείρου. Προσωπική επιτυχία, δάνειο, αμάξι, σπιταρόνα , όμορφη σύζηγος, φραγκάτος σύζηγος, κουτσούβελα στα καλύτερα σχολία. Μπαίνεις μπατίρης και βγαίνεις γιάπις. Γίνεσαι στέλεχος της Enron, ή της όποιας Enron, την φαλιρίζεις και πέρνεις ένα τεράστιο bonus για οτ κατόρθωμα σου. Γίνεσαι υπάλληλος της κάθε Enron, φαληρίζει, και χάνεις δουλειά, σπίτι, δάνειο. Θεέ μου τι ψέμα.
Το όνομα μου είναι John Kelly. Είμαι από την Βοστώνη, αλλά εδώ και πολλά χρόνια ζω στη Νέα Υόρκη. Μέχρι πριν έξι μήνες ζούσα σε ένα όμορφο διαμερισματάκι στις παρυφές του Lower East Side, με θέα το Central Park. Τώρα, εδώ και έξι μήνες, ζω σε ένα trailer park , λίγο έξω από το New Jersey. Άνεργος, και το επίδομα δεν υπάρχει, οι δε δουλειές είναι ένα πράγμα που ψάχνω με το δίκανο. Ευτυχώς κράτησα το αμάξι, το κομπιούτερ, το στερεοφωνικό και ένα-συο άλλα πράγματα που είναι χρήσιμα, όπως το μίξερ-μπλέντερ και το φούρνος μικροκημάτων. Κατά τα άλλα όμως μηδέν.
Όπως διηγήθηκα πριν, ζούσα σχετικά άνετα. Νοίκιαζα το διαμέρισμα μου, πήγαινα κάθε πρωί στη δουλειά μου, είχα στο γκαράζ το αμάξι μου, διακοπές στο Hampton’s και όλα τα άλλα ωραία . Ώσπου μια ωραία μέρα μάθαμε ότι το αφεντικό της λογιστικής εταιρίας που είχαμε, την έκανε. Δηλαδή, απλά έκλεισε την εταιρία επειδή υποτίθεται ότι δεν έβγαινε οικονομικά και έφυγε. Και άφησε όλους εμάς στο δρόμο χωρίς αποζημιώσεις, έτσι απλά. Ήταν λες και είχε ανοίξει η γη να με καταπιεί. Κυριολεκτικά. Ξαφνικά βρέθηκκα σχεδόν άφραγκος, χωρίς κανένα εισόδημα. Εννωείται πως ξεκίνησα αμέσως να ψάχνω γιαα να βρω δουλειά, αλλά όπου πήγαινα έβλεπα το ίδιο σκηνικό. Άλλους 200-300 να βρίοκονται στην ουρά πριν από εμένα. Τώρα πια έχω χάσει κάθε ελπίδα, στις περισσότερες αγγελίες ούτε που πέρνω τηλέφωνο για να ψάξω δουλειά. Και αυτό γιατί ξέρω την απάντηση. “Συγνώμη, βρίκαμε άλλον, ή συγνώμη δεν μπορούμε να κ΄πανουμε άλλες προσλήψεις, η κρίση βλέπετε”. Τέτοιες μαλακίες. Και να φανταστείς ότι όταν ήμουν μικρός διάβαζα τα βιβλία του Horatio Alger. Και τα πίστευα. Τι μαλάκας που ήμουν τότε. Πίστευα όλες αυτές τις βλακείες για να βρεθώ ξαφνικά να κάνω τι; Τώρα πια δε βρίσκω δουλειά ούτε ως οδοκαθαριστής. Πάλι καλά που βρήκα μια δουλίτσα σε ένα deli, αλλά και αυτή είναι part-time. Δηλαδή τα λεφτά που πέρνω είναι σχεδόν μηδενικά.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στο προκείμενο. Τον Horatio Alger. Θεέ μου ποιος μπορεί να πιστεύει σε αυτόν τώρα πια. Οι κλασσικοί ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί γερουσιαστές που μας σέρβιραν όλες αυτές τις βλακείες για το πως θα βγάζαμε περισσότερα λεφτά μετατρέποντας τα λεφτά της σύνταξης μας σε μετοχές; Οι γιάπηδες που είχαν την ιδέα να πλασάρουν έτσι μετοχές στον κόσμο μπας και βγάλουν κάνα φράγκο παραπάνω. Ω ναι αυτοί πραγματικά πιστεύουν τον Alger, όσον αφορά τον τομέα του κέρδους. Οι πολιτικοί μας δεν νομίζω να πιστεύουν ούτε αυτοί τα του Alger. Απλά όλη αυτή η κατάσταση τους βοηθά σε αυτό το παιχνιδάκι εξουσίας. Quid pro quo.Σου δίνω τους ψηφοφόρους και τα λεφτά για να γίνεις ηγέτης, μου δίνεις τη δυνατότητα να κάνω ότι γουστάρω. Και τι έκαναν; Μας πούλησαν ξανά εκείνη την παλιά καλή ψευδαίσθηση.Τον Horatio Algerκαι το παραμυθάκι του. Αλλά πλέον ο κομπος έχει φτάσει στο χτένι.
Η σημερινή μέρα δεν διαφέρει σε πολλά και από τις υπόλοιπες. Ανοίγω την εφημερίδα με τις αγγελίες, και κοιτάω για να δω εάν υπάρχουν εταιρίες που να ψάχνουν για εργαζόμενους. Σημειώνων τηλέφωνα, τηλεφωνώ. Τζίφος. Τίποτα. Μηδέν εις το πηλίκο. Ξαφνικά ξανανιώθω, μετά από μια βδομάδα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Κάποτε ήμουν ένας περίφανος εργαζόμενος άνθρωπος. Τώρα τι είμαι; Ένα μηδενικό. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Κάποτε έπαιζα τους ισολογισμούς μιας εταιρίας στα ΄δαχτυλα. Τώρα κάθομαι και κάνω προσθέσεις για να βγάλω τον λογαριασμό του κάθε πελάτη που έφαγε και ήπιε στον χώρο εργασίας μου. Δεν αντέχω πια. Δεν μπορώ, το μυαλό μου έχει κολήσει. Έχω σχεδόν χάσει την περιφάνεια μου. Για αυτοπεποίθηση δεν μιλάω. Το μυαλό μου σιγά σιγά έχει αρχίσει να πέρνει ανάποδες στροφές. Καταραμένοι πολιτικοί, καταραμένα αφεντικά , καταραμένε Horatio Alger. Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΑΡΕΙ ΟΛΟΥΣ!!! Δεν πάει άλλο. Χρειάζονται δραστικές λύσεις πια. Λύσεις απελπισίας, αλλά δραστικές. Και δεν σκέφτομαι τον θάνατο μου. Όχι η αυτοκτονία δεν είναι λύση. Δεν βοηθά! Ίσως θα πρέπει να βρω κάτι άλλο.
Και τότε ανοίγει μια πόρτα στο μυαλό μου, σκέφτομαι κάτι που δεν έχει περάσει από το μυαλό μου μέχρι τώρα. Γαμώτο, πως δεν το είχα σκεφτεί πιο πριν; Ο Horatio Alger πρέπει να πεθάνει. Αλλά πως στο διάολο σκοτώνεις κάποιον που είναι πεθαμένος; Το μυαλό μου για μια φορά ακόμη σκαλώνει. Αλλά ξανασκάει κάποια ιδέα. Μήπως σκοτώνεις ένα νεκρό απλά εξαφανίζοντας το έργο του. Μηπως αυτός είναι ο τρόπος. Μήπως το καταφέρνεις καταστρέφοντας τις αναμνήσεις που μπορεί να έχουν οι μελλοντικές γενιές; Γκρεμίζοντας τις παρακαταθήκες του; Χμ, ίσως αυτό πρέπει να κάνω. Να εμποδίσω την διάδωση των ιδεών του. Να βρω τα βιβλία του σε κάθε βιβλιοθίκη και να τα καταστρέψω. Να μην ξαναμολύνει ποτέ μυαλό με τις ανοησίες του για το Αμερικάνικο Όνειρο. Να ξεκινήσω από τις βιβλιοθήκες και μετά να πάω στον εκδοτικό οίκο και τις αποθήκες του. Και να τα κάψω όλα. Αυτό είναι! Δεν ξέρω πως θα το κάνω, που θα βρω τα λεφτά, αλλά θα βρω ποιες βιβλιοθήκες έχουν πονήματα του, θα τα δανειστώ και θα τα κάψω. Και θα αρχίσω πρώτα με το Νιυ Τζέρσεϋ και τη Νέα Υόρκη. Τώρα κιόλας!
Ξεκινάω για την τοπική βιβλιοθήκη. Μπαίνω μέσα, κοιτάω στην οθώνη του υπολογιστή και βλέπω καμιά δεκαριά βιβλία του. Τα βρίσκω όλα και τα βάζω στον σάκο μου,βρίσκω ένα ανοιχτό παράθυρο που βλέπει σε ένα σοκάκι, τα πετάω όλα μαζί απο κει και φεύγω σαν κύριος. Παιχνιδάκι! Πέρνω το σακίδιο και το βάζω στο αμάξι, φεύγω για να ββρω μια έρημική τοποθεσία. Β΄ρισκω ένα εγκαταλελειμένο λούνα πάρκ, βγάζω τα βιβλία και τους βάζω φωτιά .
“Αχ τι ώραία που μοιάζει η εκδίκηση κύριε Alger. Γλυκειά σαν σοκολάτα και κρύα σαν ένα ποτήρι μπύρα. Μερικές δεκάδες άνθρωποι θα γλιτώσουν από τις μπαρούφες σου Hortio. Και αύριο κι άλλοι, και μεθαύριο κι άλλοι. Κύριε Algerέχω πάρει φόρα και τίποτα δεν με σταματά. Τίποτα, κανείς και με καμία παναγία. Να το ξέρεις κάθαρμα. Σε έχω στοχεύσει. Και δεν είσαι ο τελευταίος! Μετά οι πολυεθνικές! Και οι τράπεζες! Και οι Ρεπουμπλικάνοι! Και οι Δημοκρτικοί! Τρομάχτε, έρχομαι να σας περιλάβω. Τρεχάτε να κρυφτείτε σαν τα μικρά ποντικάκια…..Δεν ξέρετε ότι και πάλι θα σας βρω, και τίποτα και κανείς δε θα σας σώσει……
Μαζεύομαι και πάω σπίτι. Αύριο είναι μια νέα μέρα. Και μια νέα επιχείρηση με το όνομα του Alger γραμμένο πάνω της……Καλύτερα σχεδιασμένη, πιο θεαματική. Και πρέπει να είμαι ξεκούραστος….
Το όνομα μου είναι John Kelly. Είμαι από την Βοστώνη, αλλά εδώ και πολλά χρόνια ζω στη Νέα Υόρκη. Μέχρι πριν έξι μήνες ζούσα σε ένα όμορφο διαμερισματάκι στις παρυφές του Lower East Side, με θέα το Central Park. Τώρα, εδώ και έξι μήνες, ζω σε ένα trailer park , λίγο έξω από το New Jersey. Άνεργος, και το επίδομα δεν υπάρχει, οι δε δουλειές είναι ένα πράγμα που ψάχνω με το δίκανο. Ευτυχώς κράτησα το αμάξι, το κομπιούτερ, το στερεοφωνικό και ένα-συο άλλα πράγματα που είναι χρήσιμα, όπως το μίξερ-μπλέντερ και το φούρνος μικροκημάτων. Κατά τα άλλα όμως μηδέν.
Όπως διηγήθηκα πριν, ζούσα σχετικά άνετα. Νοίκιαζα το διαμέρισμα μου, πήγαινα κάθε πρωί στη δουλειά μου, είχα στο γκαράζ το αμάξι μου, διακοπές στο Hampton’s και όλα τα άλλα ωραία . Ώσπου μια ωραία μέρα μάθαμε ότι το αφεντικό της λογιστικής εταιρίας που είχαμε, την έκανε. Δηλαδή, απλά έκλεισε την εταιρία επειδή υποτίθεται ότι δεν έβγαινε οικονομικά και έφυγε. Και άφησε όλους εμάς στο δρόμο χωρίς αποζημιώσεις, έτσι απλά. Ήταν λες και είχε ανοίξει η γη να με καταπιεί. Κυριολεκτικά. Ξαφνικά βρέθηκκα σχεδόν άφραγκος, χωρίς κανένα εισόδημα. Εννωείται πως ξεκίνησα αμέσως να ψάχνω γιαα να βρω δουλειά, αλλά όπου πήγαινα έβλεπα το ίδιο σκηνικό. Άλλους 200-300 να βρίοκονται στην ουρά πριν από εμένα. Τώρα πια έχω χάσει κάθε ελπίδα, στις περισσότερες αγγελίες ούτε που πέρνω τηλέφωνο για να ψάξω δουλειά. Και αυτό γιατί ξέρω την απάντηση. “Συγνώμη, βρίκαμε άλλον, ή συγνώμη δεν μπορούμε να κ΄πανουμε άλλες προσλήψεις, η κρίση βλέπετε”. Τέτοιες μαλακίες. Και να φανταστείς ότι όταν ήμουν μικρός διάβαζα τα βιβλία του Horatio Alger. Και τα πίστευα. Τι μαλάκας που ήμουν τότε. Πίστευα όλες αυτές τις βλακείες για να βρεθώ ξαφνικά να κάνω τι; Τώρα πια δε βρίσκω δουλειά ούτε ως οδοκαθαριστής. Πάλι καλά που βρήκα μια δουλίτσα σε ένα deli, αλλά και αυτή είναι part-time. Δηλαδή τα λεφτά που πέρνω είναι σχεδόν μηδενικά.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στο προκείμενο. Τον Horatio Alger. Θεέ μου ποιος μπορεί να πιστεύει σε αυτόν τώρα πια. Οι κλασσικοί ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί γερουσιαστές που μας σέρβιραν όλες αυτές τις βλακείες για το πως θα βγάζαμε περισσότερα λεφτά μετατρέποντας τα λεφτά της σύνταξης μας σε μετοχές; Οι γιάπηδες που είχαν την ιδέα να πλασάρουν έτσι μετοχές στον κόσμο μπας και βγάλουν κάνα φράγκο παραπάνω. Ω ναι αυτοί πραγματικά πιστεύουν τον Alger, όσον αφορά τον τομέα του κέρδους. Οι πολιτικοί μας δεν νομίζω να πιστεύουν ούτε αυτοί τα του Alger. Απλά όλη αυτή η κατάσταση τους βοηθά σε αυτό το παιχνιδάκι εξουσίας. Quid pro quo.Σου δίνω τους ψηφοφόρους και τα λεφτά για να γίνεις ηγέτης, μου δίνεις τη δυνατότητα να κάνω ότι γουστάρω. Και τι έκαναν; Μας πούλησαν ξανά εκείνη την παλιά καλή ψευδαίσθηση.Τον Horatio Algerκαι το παραμυθάκι του. Αλλά πλέον ο κομπος έχει φτάσει στο χτένι.
Η σημερινή μέρα δεν διαφέρει σε πολλά και από τις υπόλοιπες. Ανοίγω την εφημερίδα με τις αγγελίες, και κοιτάω για να δω εάν υπάρχουν εταιρίες που να ψάχνουν για εργαζόμενους. Σημειώνων τηλέφωνα, τηλεφωνώ. Τζίφος. Τίποτα. Μηδέν εις το πηλίκο. Ξαφνικά ξανανιώθω, μετά από μια βδομάδα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Κάποτε ήμουν ένας περίφανος εργαζόμενος άνθρωπος. Τώρα τι είμαι; Ένα μηδενικό. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Κάποτε έπαιζα τους ισολογισμούς μιας εταιρίας στα ΄δαχτυλα. Τώρα κάθομαι και κάνω προσθέσεις για να βγάλω τον λογαριασμό του κάθε πελάτη που έφαγε και ήπιε στον χώρο εργασίας μου. Δεν αντέχω πια. Δεν μπορώ, το μυαλό μου έχει κολήσει. Έχω σχεδόν χάσει την περιφάνεια μου. Για αυτοπεποίθηση δεν μιλάω. Το μυαλό μου σιγά σιγά έχει αρχίσει να πέρνει ανάποδες στροφές. Καταραμένοι πολιτικοί, καταραμένα αφεντικά , καταραμένε Horatio Alger. Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΑΡΕΙ ΟΛΟΥΣ!!! Δεν πάει άλλο. Χρειάζονται δραστικές λύσεις πια. Λύσεις απελπισίας, αλλά δραστικές. Και δεν σκέφτομαι τον θάνατο μου. Όχι η αυτοκτονία δεν είναι λύση. Δεν βοηθά! Ίσως θα πρέπει να βρω κάτι άλλο.
Και τότε ανοίγει μια πόρτα στο μυαλό μου, σκέφτομαι κάτι που δεν έχει περάσει από το μυαλό μου μέχρι τώρα. Γαμώτο, πως δεν το είχα σκεφτεί πιο πριν; Ο Horatio Alger πρέπει να πεθάνει. Αλλά πως στο διάολο σκοτώνεις κάποιον που είναι πεθαμένος; Το μυαλό μου για μια φορά ακόμη σκαλώνει. Αλλά ξανασκάει κάποια ιδέα. Μήπως σκοτώνεις ένα νεκρό απλά εξαφανίζοντας το έργο του. Μηπως αυτός είναι ο τρόπος. Μήπως το καταφέρνεις καταστρέφοντας τις αναμνήσεις που μπορεί να έχουν οι μελλοντικές γενιές; Γκρεμίζοντας τις παρακαταθήκες του; Χμ, ίσως αυτό πρέπει να κάνω. Να εμποδίσω την διάδωση των ιδεών του. Να βρω τα βιβλία του σε κάθε βιβλιοθίκη και να τα καταστρέψω. Να μην ξαναμολύνει ποτέ μυαλό με τις ανοησίες του για το Αμερικάνικο Όνειρο. Να ξεκινήσω από τις βιβλιοθήκες και μετά να πάω στον εκδοτικό οίκο και τις αποθήκες του. Και να τα κάψω όλα. Αυτό είναι! Δεν ξέρω πως θα το κάνω, που θα βρω τα λεφτά, αλλά θα βρω ποιες βιβλιοθήκες έχουν πονήματα του, θα τα δανειστώ και θα τα κάψω. Και θα αρχίσω πρώτα με το Νιυ Τζέρσεϋ και τη Νέα Υόρκη. Τώρα κιόλας!
Ξεκινάω για την τοπική βιβλιοθήκη. Μπαίνω μέσα, κοιτάω στην οθώνη του υπολογιστή και βλέπω καμιά δεκαριά βιβλία του. Τα βρίσκω όλα και τα βάζω στον σάκο μου,βρίσκω ένα ανοιχτό παράθυρο που βλέπει σε ένα σοκάκι, τα πετάω όλα μαζί απο κει και φεύγω σαν κύριος. Παιχνιδάκι! Πέρνω το σακίδιο και το βάζω στο αμάξι, φεύγω για να ββρω μια έρημική τοποθεσία. Β΄ρισκω ένα εγκαταλελειμένο λούνα πάρκ, βγάζω τα βιβλία και τους βάζω φωτιά .
“Αχ τι ώραία που μοιάζει η εκδίκηση κύριε Alger. Γλυκειά σαν σοκολάτα και κρύα σαν ένα ποτήρι μπύρα. Μερικές δεκάδες άνθρωποι θα γλιτώσουν από τις μπαρούφες σου Hortio. Και αύριο κι άλλοι, και μεθαύριο κι άλλοι. Κύριε Algerέχω πάρει φόρα και τίποτα δεν με σταματά. Τίποτα, κανείς και με καμία παναγία. Να το ξέρεις κάθαρμα. Σε έχω στοχεύσει. Και δεν είσαι ο τελευταίος! Μετά οι πολυεθνικές! Και οι τράπεζες! Και οι Ρεπουμπλικάνοι! Και οι Δημοκρτικοί! Τρομάχτε, έρχομαι να σας περιλάβω. Τρεχάτε να κρυφτείτε σαν τα μικρά ποντικάκια…..Δεν ξέρετε ότι και πάλι θα σας βρω, και τίποτα και κανείς δε θα σας σώσει……
Μαζεύομαι και πάω σπίτι. Αύριο είναι μια νέα μέρα. Και μια νέα επιχείρηση με το όνομα του Alger γραμμένο πάνω της……Καλύτερα σχεδιασμένη, πιο θεαματική. Και πρέπει να είμαι ξεκούραστος….
Thursday, July 23, 2009
post-Εφετείο anger
Εκκενώθηκε λένε και το Εφετείο. Έφυγαν οι Αφγανοί από τον Άγιο Παντελεήμονα. Άλλαξε τίποτα; Μπα. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι τώρα αισθάνονται δικαιωμένοι οι τραμπούκοι της Χρυσής Αυγής και οι διάφοροι περιφερόμενοι κάτοικοι του Αγίου Παντελεήμονα, της περιοχής γύρω από την Ομόνοια και της Πλατείας Αττικής (που θυμίζουν μια κακόφωνη χωροδία που σε κάθε της εμφάνιση αλλάζει όνομα αλλά όχι σύνθεση). Και αισθάνονται αρκετά άνετοι για να κάνουν το “θεάρεστο” έργο τους, με την συνοδεία της ΕΛ.ΑΣ και των διάφορων κυβερνητικών παραγόντων.
Άλλαξε όμως και κάτι άλλο. Άρχισαν να στρέφουν την οργή που υπήρχε για την κυβέρνηση προς τους μόνους που δεν φταίνε για την όλη κατάσταση. Τους μετανάστες και τους πολιτικούς πρόσφυγες.Τα κατάφεραν για μια ακόμη φορά να στρέψουν τον κόσμο μακρυά από τους πραγματικούς λόγους για την ανεργία και τη φτώχεια στην Ελλάδα. Τα συγχαρητήρια μου. Σε αυτούς που τα κατάφεραν και σε εμάς που τους αφήσαμε.
Τώρα όμως πρέπει να δωθεί μια πολιτική απάντηση σε όλα αυτά. Πρέπει να βγούμε ξανά στο δρόμο. Να δείξουμε ότι η μόνη απάντηση στα όσα μας πλασάρουν είναι οι κοινοί αγώνες και η απεργία, όχι ο ρατσισμός, και σίγουρα όχι αυτή η πολυδιαφημισμένη λιτότητα (μόνο για τους εργαζόμενους, όχι για τις μεγάλες επιχειρήσεις). Είναι καιρός να ξαναδώσουμε την μάχη του πεζοδρομίου μπας και τα αλλάξουμε όλα
Άλλαξε όμως και κάτι άλλο. Άρχισαν να στρέφουν την οργή που υπήρχε για την κυβέρνηση προς τους μόνους που δεν φταίνε για την όλη κατάσταση. Τους μετανάστες και τους πολιτικούς πρόσφυγες.Τα κατάφεραν για μια ακόμη φορά να στρέψουν τον κόσμο μακρυά από τους πραγματικούς λόγους για την ανεργία και τη φτώχεια στην Ελλάδα. Τα συγχαρητήρια μου. Σε αυτούς που τα κατάφεραν και σε εμάς που τους αφήσαμε.
Τώρα όμως πρέπει να δωθεί μια πολιτική απάντηση σε όλα αυτά. Πρέπει να βγούμε ξανά στο δρόμο. Να δείξουμε ότι η μόνη απάντηση στα όσα μας πλασάρουν είναι οι κοινοί αγώνες και η απεργία, όχι ο ρατσισμός, και σίγουρα όχι αυτή η πολυδιαφημισμένη λιτότητα (μόνο για τους εργαζόμενους, όχι για τις μεγάλες επιχειρήσεις). Είναι καιρός να ξαναδώσουμε την μάχη του πεζοδρομίου μπας και τα αλλάξουμε όλα
Saturday, July 18, 2009
Μικρές Απορίες
Η κυβέρνηση μας έχει καταφέρει να βρει 100τόσα δις για τις τράπεζες, αλλά κατά τα άλλα τα ταμεία είναι άδεια και δεν βγαίνει οικονομικά. Παρ’όλα αυτά χαρίζει φόρους σε μεγαλοεπιχειρηματίες,αφήνειύσηχουςτους μεγαλοφοροφυγάδες, κυνηγάει με νέους φόρους όσους από εμάς είμαστε συνεπείς φορολογούμενοι η πέρνουμε μισθό με μπλοκάκι. Μήπως πρέπει να τη δστείλουμε πίσω στο σπίτι της; Έτσι μια μικρή απορία που έχω.. κλέγηκαν στην κυβέρνηση, με βάση τομε το σκεπτικό ότι δεν είναι τόσο κακοί όσο το ΠΑΣΟΚ, και ο Γιωργάκης, και τώρα μας έχουν κατσικωθεί και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από την πάρτη τους. Με τα λεφτά για τις τράπεζες, την ανοχή για τις απάτες και τις άλλες λαδιές της εκκλησίας, την κατακόρυφη απύξηση των εξοππλισμών και τη δραματική μείωση των κοινωνικών παροχών, με την ιδιοτικοποίηση των πάντων. Οχι ότι εάν μας είχε κατσικωθεί ο Γιωργάκης δεν θα έκανε τα ίδια βέβαια, ίδια πολιτική ακολουθούν και ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Μήπως τελικά πρέπει να καταλάβουμε ότι το σύστημα που λέγεται καπιταλισμός δεν λειτουργεί πια; Μήπως πρέπει να καταλάβουμε ότι πρέπει να στείλουμε τα αστικά κόμματα εκεί που πρέπει, να κάνουν παρέα με τη μοναρχία και την αριστοκρατία, εκεί στο σεντούκι της ιστορίας;. Μήπως πρέπει επιτέλους να τελειώνουμε μαζί τους και να πάμε μπροστά σαν λαός και ανθρωπότητα(αντί να πάμε πίσω όπως θέλουν κάτι ΛΑΟΣ, Παπαθεμελήδες, Χρυσαυγήτες και τα τοιαύτα);
Wednesday, July 15, 2009
Βαρβαρότητα
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει προτιμήσει τον δρόμο της βαρβαρότητας και όχι της όποιας σύνεσης. Αυτό έγινε ηλίου φαεινότερο με την επίθεση των ΜΑΤ ατον καταυλισμό των προσφύγων στην Πάτρα, κατά την διάρκεια της οποίας μάρτυρες είδαν φορτηγά να μεταφέρουν γκαζάκια εντός του χώρου, ενώ άλλοι μάρτυρες έλεγαν ότι κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς που προκλήθηκε (εν μέσω επιχείρισης-σκούπα), η πυροσβεστική είχε εντολές να μην επέμβει για την κατάσβεση της. Κάπως έτσι η κυβέρνηση δείχνει στην πράξξη τα σχέδια της για τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, και όσο η κρίση θα βαθαίνει, ακόμα και τους Έλληνες εργαζόμενους σε περίπτωση απεργίας, και σίγουρα την νεολαία. Και αυτό σημαίνει στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις, σε αγαστή συνεργασία με τους ακροδεξιούς, ενάντια σε μετανάστες και αγωνιζόμενους ανθρώπους.
Η κυβέρνηση μας έδειξε που έχει γράψει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Καιρός να δείξουμε και εμείς που έχουμε γραμμένη την κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση μας έδειξε που έχει γράψει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Καιρός να δείξουμε και εμείς που έχουμε γραμμένη την κυβέρνηση.
Sunday, July 12, 2009
Βράδυ στη La Coruña
Ο ήλιος ΄εδυε πίσω από τον Πύργο του Ηρακλή. Ο ουρανός είχε κοκκινίσει και τα ποιό όμορφα χρώματα εμφανίζονταν στην θάλασσα. Τη γενικευμένη ηρεμία διατάρασσε προσωρινά ο ήχος μιας μηχανότρατας που έφτανε στο λιμάνι, προφανώς μετά από μια ψαριά κάπου στον Κόλπο της Βισκάγιας ή στις Βόρειες Θάολασσες. Καθισμένος στα βραχάκια, δίπλα στον Πύργο, ο Μεξικάνος Τομάς Βογκ ο τρίτος, γνωστός και ως China, παρακολουθούσε χάζευε το απέραντο γαλάζιο, βυθισμένος στις σκέψεις του. Λίγο πρίν χαθούν οι τελευταίες ακτίδες φωτός, έκανε μια τελευταία βουτιά στον ωκεανό και ένιωσε την αναζωογωνιτική δροσιά του νερού του Ατλαντικού. Βγήκε έξω και τράβηξε για το νεοκλασικό, για να βρει τον φίο του τον Miguel. Απόψε η νύχτα θα αποτελούσε την κορύφωση των διακοπών, με ένα πάρτι από τα λίγα. Όλοι οι φίλοι του Miguel θα μαζεύονταν παρέα στην παραλία για κάνουν ένα μεγάλο αποχαιρετιστήριο πάρτυ για τον Miguel και τον Paquito, που έφευγαν για Βραζιλία. Μετά όλοι θα πήγαιναν στο Clandestino και μετά θα κατέληγαν στην πλατεία, γύρω από το συντριβάνι. Στο νεοκλασικό ο Miguel έκανε τις προετοιμασίες για το πάρτυ. Είχε μαζέψει λεφτά από όλη την παρέα, τα είχε βάλει σε μια μικρή θήκη σαν πορτοφόλι και περίμενε το τηλέφωνο από τον άνθρωπο με το stuff. Στη La Coruña άμα θες βρίσκεις τα πάντα, ίδίως από stuff. Είναι η κύρια πύλη εισόδου της κοκαϊνης και στην Ευρώπη, ενώ το ΜΑρόκο βρίσκεται πολύ κοντά, το ίδιο και το Αμστερνταμ. Το υλικό έρχεται, κυρίως από τη θάλασσα,, μέσα σε καράβια, ή οδικώς, και μπορείς να βρεις οτιδήποτε σχεδόν αά πάσα στιγμή, ιδίως εάν έχεις τις κατάληλες άκρες. Ας πούμε, εάν ψάχνεσαι για φούντα, κατά πάσα πιθανότητα η άκρη σου θα σου πει ότι ήρθε ο Μαροκινός και τον περιμένουν ανά πάσα στιγμή να χέσει, Και αυτό γιατί ή φούντα βρίσκεται σε σακουλάκια τα οποία κατάπιε πριν φύγει για Ισπανία και τα οποία βρίσκονται στο στομάχι του. Η άκρη παραλαμβάνει το σακουλάκι, το ξεσκατίζει και σου κλείνει ραντεβού για να έρθεις να το πάρεις. H άκρη επίσης σπάει το εμπόρευμα, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το αραιώνει,όταν πρόκειται για τους ντόπιους καταναλωτές. Έτσι μιλάμε πάντα για καθαρό “πράγμα” που πωλείται σχεδόν στη μισή τιμή από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Ο Miguel ευτυχώς για την φούντα δεν προβληματιζόταν καθόλου. Κάτι φίλοι του καλιεργούσαν μια φυτεία μέσα σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Οπότε το πρόοβλημα ήταν στην κόκα και στο LSD. Ευτυχώς όμως βρήκε προμηθευτή η άκρη, και το ραντεβού έγινε στον τεκέ.
Αυτός έμοιαζε με ένα κανονικό διαμέρισμα φοιτητών μέσα στην πόλη. Όμως μέσα έβρισκες ιονιστές, τοίχους επενδυμένους με φύλα από αλουμινόχαρτο, μαύρες κουρτίνες για να μην φαίνεται ο δυνατός φωτισμός και ηλεκτρονικό σύστημα ποτίσματος, τα οποία φρόντιζαν μια σειρά από περίπου 50-100 φυτά. Η δουλειά έγινε γρήγορα και μέσα σε είκοσι λεπτά, με το stuff ανά χείρας έπερναν τον δρόμο του γυρισμού. Το πιο δύσκολο κομμάτι της προετοιμασίας είχε περάσει. Τώρα έπρεπε να πάνε σπίτι, να αδειάσουν την κάβα ή ένα μέρος της ,και να φορτώσουν τα ποτά στο αμάξι, αλλά και να ετοιμααστούν για το πάρτυ. Πάρκαραν λοιπόν έξω από το σπίτι και φόρτωσαν τα π΄ραγματα στο σιτροέν, και μετά μπήκαν για μπάνιο και για να αλλά ξουν. Ο Τομάς έβαλε το χαβαν΄έζικο πουκάμισο του, και έστρψε ένα μπάφο για αρχή. Τον ήπιαν παρέα, για να μπουν στο κλίμα για τη φιέστα του βραδυού. Και αμέσως μετά τους έκοψε η λόρδα. Οπότε ξεκίνησαν να πάνε για φαϊ. Τάπας και Estrella Galicia στο Recuncho de Maite με τον υπερντοπαρισμένο σερβιτόρο να τους ρωτάει εάν θα δουν καθόλου από τις “άλλες” ομορφιές της πόλης. Έφυγαν και κατέβηκαν στην παραλία, όπου η γιορτή είχε μόλις αρχίσει. Κάπιοι είχαν στήσει ένα τσουκάλι και μαγείραυαν, σε δυνατή φωτιά, ένα τοπικό ποτό, άλλοι είχαν στήσει γαβάθες με σανγκρία και φρούταν στην άμμο, αλλού ήταν συγκεντρωμένα διάφορα μπουκάλια με αλκοόλ κάθε λογής. Στη μέση της παραλίας ήταν μια τεράστια φωτιά γύρω από την οποία χώρευαν κάπιοι, ενώ κάπιοι άλλοι από την παρέα τζάμαραν χρησιμοποιώντας ένα πικάπ, τύμπανα και κιθάρες. Κοινώς γινόταν ένας όμορφος και οργανωμένος χαμός. Μια όμορφη κοπέλα πλησίασε τον Τομάς, των ρώτησε αν θέλει να φτιαχτούν παρέα, ή και να μοιραστούν το stuff τους. Ο Τομάς είπε ναι και αμέσως η κοπέλα έβγαλε ένα καθρέφτάκι και ένα σκονάκι κόκας. Με μια κάρτα αναλήψεων χώρισε, το σκονάκι που είχε απλώσει στο καθρεφτάκισε τέσσερις ίσες γραμμές. Στη συνέχεια έβγαλε ένα δεκάέυρω, το τύλιξε έτσι ώστε να μοιάζει σαν περυτίλιγμα από τσιγάρο, έβαλε τη μια άκρη στο ρουθούνι και την άλλη στη μια γραμμή και τράβηξε με μυτιά. Μετά το Τομάς ακολούθησε την ίδια διαδικάσία. Και όταν τελείωσαν είπε να της δώσει λίγο από το lsd του, για να την ακούσουν καλά. “Αργότερα” του είπε, “πρώτα λίγη κουβεντούλα. Έτσι να γνωριστούμε λίγο. Γλυκούλης μου φαίνεσαι”. Ο Τομάς δεν είχε την παραμικρή αντίρριση γι’αυτό. “Κάτι να πιείς ίσως; Η συζήτηση μπορεί να τραβήξει και νιώθω λίγο στεγνός. Πάμε να σερβιριστούμε;” “Βεβαίως”. Πήγαν στον πάγκο και έβαλαν ο καθένας από ένα ποτη΄ρι σαγκρία. Η συζήτηση κύλησε ομαλά, και ο Τομάς ένιωσε μια κάποια έλξη για την κοπέλα, που ονομαζόταν Alicia Romero. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και της έσκασε ένα φιλίστο στόμα. Εκείνη δεν αντιστάθηκε καθόλου, και απάντησε με ένα ακόμα φιλί.Συνέχισαν έτσι για πολλή ώρα μέχρι που ο Τομάς έβγαλε το μπουκαλάκι με το lsd. Έβαλε και τις τέσσερις σταγόνες στο στόμα του, κατάπιε τις δύο, και ξαναφίλισε την Αλίσια στο στόμα. Αυτή ήπιε με περίσσια δίψα τις σταγόνες που βγήκαν από το στόμα του Τομάς.
Όλοι οι υπόλοιποι ξεκίνησαν για να συνεχίσουν στο Clandestino. Όχι όμως ο Τομάς και η Αλίσια. Αυτοί ήταν στον δικό τους κόσμο. Έπαιξαν κυνηγητό ανάμεσα στις αναδυόμενες ορχιδέες, χόρεωαν cheek to cheek κάτω από τεράστιες μαργαρίτες, παρατήσαν τους τεράστιους βατράχους που χώρευαν γύρω από τη φωτιά και τα γουρούνια που έκοβαν βόλτες στον παραλιακό δρόμο οδηγώντας περιπολικά, και έκαναν έρωτα πάνω σε ένα τεράστιο ηλιοτρόπιο Και ξαφνικά ο Τομάς είχε μια επιφοίτηση. Αγαπώ ότι βρίσκεται σε αυτό τον κόσμο, αυτή την πόλη και σε ακτίνα 20 μέτρων από εμένα” φώναξε. Και τότε ο ουρανός άνοιξε, και πλυμήρησε από όλα τα χρώματα της ίριδας. Και εμφανίστηκε και ο θεός ο ίδιος και τους έλουσε με μυριάδες δώρα και όμορφα αισθήματα. Και, κυρίως, εκείνη τη βραδυά ο Θεός έβρεξε αγάπη πάνω στους δύο τους.
Αυτός έμοιαζε με ένα κανονικό διαμέρισμα φοιτητών μέσα στην πόλη. Όμως μέσα έβρισκες ιονιστές, τοίχους επενδυμένους με φύλα από αλουμινόχαρτο, μαύρες κουρτίνες για να μην φαίνεται ο δυνατός φωτισμός και ηλεκτρονικό σύστημα ποτίσματος, τα οποία φρόντιζαν μια σειρά από περίπου 50-100 φυτά. Η δουλειά έγινε γρήγορα και μέσα σε είκοσι λεπτά, με το stuff ανά χείρας έπερναν τον δρόμο του γυρισμού. Το πιο δύσκολο κομμάτι της προετοιμασίας είχε περάσει. Τώρα έπρεπε να πάνε σπίτι, να αδειάσουν την κάβα ή ένα μέρος της ,και να φορτώσουν τα ποτά στο αμάξι, αλλά και να ετοιμααστούν για το πάρτυ. Πάρκαραν λοιπόν έξω από το σπίτι και φόρτωσαν τα π΄ραγματα στο σιτροέν, και μετά μπήκαν για μπάνιο και για να αλλά ξουν. Ο Τομάς έβαλε το χαβαν΄έζικο πουκάμισο του, και έστρψε ένα μπάφο για αρχή. Τον ήπιαν παρέα, για να μπουν στο κλίμα για τη φιέστα του βραδυού. Και αμέσως μετά τους έκοψε η λόρδα. Οπότε ξεκίνησαν να πάνε για φαϊ. Τάπας και Estrella Galicia στο Recuncho de Maite με τον υπερντοπαρισμένο σερβιτόρο να τους ρωτάει εάν θα δουν καθόλου από τις “άλλες” ομορφιές της πόλης. Έφυγαν και κατέβηκαν στην παραλία, όπου η γιορτή είχε μόλις αρχίσει. Κάπιοι είχαν στήσει ένα τσουκάλι και μαγείραυαν, σε δυνατή φωτιά, ένα τοπικό ποτό, άλλοι είχαν στήσει γαβάθες με σανγκρία και φρούταν στην άμμο, αλλού ήταν συγκεντρωμένα διάφορα μπουκάλια με αλκοόλ κάθε λογής. Στη μέση της παραλίας ήταν μια τεράστια φωτιά γύρω από την οποία χώρευαν κάπιοι, ενώ κάπιοι άλλοι από την παρέα τζάμαραν χρησιμοποιώντας ένα πικάπ, τύμπανα και κιθάρες. Κοινώς γινόταν ένας όμορφος και οργανωμένος χαμός. Μια όμορφη κοπέλα πλησίασε τον Τομάς, των ρώτησε αν θέλει να φτιαχτούν παρέα, ή και να μοιραστούν το stuff τους. Ο Τομάς είπε ναι και αμέσως η κοπέλα έβγαλε ένα καθρέφτάκι και ένα σκονάκι κόκας. Με μια κάρτα αναλήψεων χώρισε, το σκονάκι που είχε απλώσει στο καθρεφτάκισε τέσσερις ίσες γραμμές. Στη συνέχεια έβγαλε ένα δεκάέυρω, το τύλιξε έτσι ώστε να μοιάζει σαν περυτίλιγμα από τσιγάρο, έβαλε τη μια άκρη στο ρουθούνι και την άλλη στη μια γραμμή και τράβηξε με μυτιά. Μετά το Τομάς ακολούθησε την ίδια διαδικάσία. Και όταν τελείωσαν είπε να της δώσει λίγο από το lsd του, για να την ακούσουν καλά. “Αργότερα” του είπε, “πρώτα λίγη κουβεντούλα. Έτσι να γνωριστούμε λίγο. Γλυκούλης μου φαίνεσαι”. Ο Τομάς δεν είχε την παραμικρή αντίρριση γι’αυτό. “Κάτι να πιείς ίσως; Η συζήτηση μπορεί να τραβήξει και νιώθω λίγο στεγνός. Πάμε να σερβιριστούμε;” “Βεβαίως”. Πήγαν στον πάγκο και έβαλαν ο καθένας από ένα ποτη΄ρι σαγκρία. Η συζήτηση κύλησε ομαλά, και ο Τομάς ένιωσε μια κάποια έλξη για την κοπέλα, που ονομαζόταν Alicia Romero. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και της έσκασε ένα φιλίστο στόμα. Εκείνη δεν αντιστάθηκε καθόλου, και απάντησε με ένα ακόμα φιλί.Συνέχισαν έτσι για πολλή ώρα μέχρι που ο Τομάς έβγαλε το μπουκαλάκι με το lsd. Έβαλε και τις τέσσερις σταγόνες στο στόμα του, κατάπιε τις δύο, και ξαναφίλισε την Αλίσια στο στόμα. Αυτή ήπιε με περίσσια δίψα τις σταγόνες που βγήκαν από το στόμα του Τομάς.
Όλοι οι υπόλοιποι ξεκίνησαν για να συνεχίσουν στο Clandestino. Όχι όμως ο Τομάς και η Αλίσια. Αυτοί ήταν στον δικό τους κόσμο. Έπαιξαν κυνηγητό ανάμεσα στις αναδυόμενες ορχιδέες, χόρεωαν cheek to cheek κάτω από τεράστιες μαργαρίτες, παρατήσαν τους τεράστιους βατράχους που χώρευαν γύρω από τη φωτιά και τα γουρούνια που έκοβαν βόλτες στον παραλιακό δρόμο οδηγώντας περιπολικά, και έκαναν έρωτα πάνω σε ένα τεράστιο ηλιοτρόπιο Και ξαφνικά ο Τομάς είχε μια επιφοίτηση. Αγαπώ ότι βρίσκεται σε αυτό τον κόσμο, αυτή την πόλη και σε ακτίνα 20 μέτρων από εμένα” φώναξε. Και τότε ο ουρανός άνοιξε, και πλυμήρησε από όλα τα χρώματα της ίριδας. Και εμφανίστηκε και ο θεός ο ίδιος και τους έλουσε με μυριάδες δώρα και όμορφα αισθήματα. Και, κυρίως, εκείνη τη βραδυά ο Θεός έβρεξε αγάπη πάνω στους δύο τους.
Ένα πρωινό στη Λευκωσία.
A change of scene, a change of style.
A change of hopes, with no regrets
Ξύπνησα και το κεφάλι μου βούιζε. Δεν είχα ιδέα τι είχα πιεί το περασμένο βράδυ, και εάν είχα πιεί τίποτα. Σκατά. Άλλη μια μέρα εδώ, άλλη μια μέρα. Από το ραδιόφωνο ο Ian Curtis έλεγε τα δικά του. New Dawn Fades. Ναι καλά. Με τη βοήεθια της τύχης, ψιλαφώντας τα ράφια της κουζίνας, βρήκα το shaker, έβαλα μέσα κάμποσο καφέ, νερό , ζάχαρη και γάλα. Ένας φραπές ήταν ο ιδανικός τρόπος για να ξυπνήσω. Καφές και μουσική, το τέλειο τονοτικό. Έκατσα λοιπόν στο σαλόνι, άνοιξα την εφημερίδα και ξεκίνησα όλη τη διαδικασία του Κυριακάτικου ξυπνήματος. Κυριακή στη Λευκωσία. Η πόλη είναι άδεια και η ζέστη αφόριτη,η τηλεόραση ως συνήθως δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον. Βαρεμάρα, σαπίλα και πάλι σαπίλα. Καταραμένη Κυριακή. Μια Κυριακή στην Λευκωσία συνήθως σημαίνει τα εξής δύο πράγματα. Δεν έχεις τι να κάνεις και που να πας, τουλάχιστον όχι μέχρι τις τέσσερις το μεσημέρι.
Πρέπει να είχα διαβάσει τουλάχιστον τη μισή εφημερίδα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Neil. “Είμαστε ανοιχτά και περιμένουμε, είναι εδώ και ο Γκώνος με Μπουγάτσα και Μαρία. Σήκω και έλα!”. Έβαλα κάτι πρόχειρο πάνω μου και ξεκίνησα. Έξω είχε κουφόβραση, πρέπει να είχε χτυπήσει ένα σαραντάρι σίγουρα. Μέρες Σεπτέμβρη, παράξενες μέρες. Μπήκα γρήγορα στο Cafecity και βρήκα τον Neil στο γνωστό του πόστο, πίσω από τη μπάρα, φορώντας τα κλασσικά ροζ γυαλιά. Μου έβαλε έναν καφέ και μου είπε που ήταν οι άλλοι. Κάθονταν στο γνωστό γωνιακό τραπεζάκι, κάτω από την πέργκολα. Ούτε αυτοί ήταν στα σύγκαλα τους. Φαίνονταν τσιτωμένοι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά. Δεν ήταν ότι είχαν νεύρα. Απλά όλοι ήταν τρομαγμένοι. Λες και είχαν δει το χάρο με τα μάτια τους. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να ρωτήσω τι έγινε. Η απάντηση ήταν μια.
“Αρχίσανε τις διαγραφές, διώχνουν κόσμο”. “Ποιούς;” “Αρχίσανε με τον Μηχαλάκο, και έπονται και άλλοι” “Πίκρα.” “Δε λες τίποτα.” “Και τι θα κάνουμε τώρα;” “Ιδέα δεν έχω, δεν γίνεται τίποτα με τους καθηγητές του, μάλλον πρέπει να δούμε το θέμα παρηγοριά.” “Το ξέρει;” “Το είδε το πρωί, στην αλληλογραφία” “ Γαμώτο.” “Και τώρα;”
Η μεγάλη ερώτηση. Τώρα τι γίνεται; Τι του λες; Ότι εκεί που θα πάει είναι μάλλον καλύτερα. Ότι έστω και έτσι άφησε την μάταια αυτή πόλη και ανοίγει δρόμο για αλλού; Ότι τα τέσσερα χρόνια εδώ δεν πήγαν στο βρόντο; Τι να πεις σε κάποιον που την πάτησε τόσο άσχημα; Ότι όλα θα πάνε καλά; Πόσο μάλλον όταν και εσύ νιώθεις την θέση σου επισφαλή,όταν νιώθεις ότι όπου να’ναι θα θερίσει και ‘σενα η γκιλοτίνα. Γαμώτο. Οι καφέδες ήρθαν και ξεκινήσαμε να τους πίνουμε. Ήρθε και ο Neil, μιας και αυτή την ώρα είμαστε η μόνη πελατεία.
“Πίκρα ε; Πίκρα. Βέβαια. Κάποιος απο ΄δω που δεν προσαρμόστηκε είδε την πόρτα της εξόδου. Η μοίρα του απροσάρμοστου. Η προσαρμόζεσαι, ή σε διώχνουν. Και η μοίρα όσου δεν έχει μπει στο τριπάκι του ανταγωνισμού. Εάν δεν μπεις στη διαδικασία να τρέχεις σαν τον πούστη απο δω κι απο κει δεν σε κάνουμε αποδεκτό. Ξέχνα την προσωπική σου ζωή, ξέχνα τον ύπνο, ξέχνα τα όλα και τρέχα σαν τον μαλάκα για να τα βγάλεις πέρα εδώ. Έτσι.Σκάσε και τρέχα.”
Δεν είχε και άδικο. Όμως τώρα ήταν η πρώτη φορά που τα βλέπαμε σε πλήρη εξέλιξη όλα αυτά. Για πρώτη φορά έδιωχναν κόσμο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάπως έπρεπε να επεξεργαστούμε και να αντιμετοπίσουμε όλη την κατάσταση. Πως όμως; Ιδέα δεν υπήρχε. Μόνο να πάμε στο σπίτι του Μιχαλάκου μπας και νιώσει λίγο καλύτερα.
Ο Μιχαλάκος ήταν ένα ράκος. Καθόταν μπροστά από την οθώνη του υπολογιστή, κοιτώντας το email και προσπαθώντας να καταλάβει εάν όλα αυτά που διάβαζε ήταν η πραγματικότητα ή κομμάτι ενός εφιάλτη. Δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε πάθει σοκ. Πολύ απλά η απόλυτη καταστροφή για έναν Έλληνα φοιτητή στο ucy βρίσκόταν μπροστά στα μάτια του. Η διαγραφή. “Έλα Μηχαλάκο θα εκεί που θα πας είναι καλύτερα”. “Όλα χάθηκαν, όλα”.
Μηχαλάκος, άλλο ένα θύμα του ucy. Τώρα, μερικές ώρες μετά την άφιξη μας προσπαθεί να συνέλθει. Και αδυνατεί. Χρειάζεται κάτι για να τον συνεφέρει από την φρήκη. Βάζουμε κλήρο και η μπίλια κάθεται στο αλκοόλ. Και τον σέρνουμε να έρθει μαζί μας για ξίδια. Και θα φύγει έχοντας αναθαρίσει λίγο, για να κυνηγήσει κάτι άλλο. Τι άλλο όμως; Με μια απόρριψη ήδη στην πλάτη, η οποία του ήρθε απροειδοποίητα τι θα καταφέρει. Άγνωστο.
Αλλά υπάρχουν και άλλα. Ο Μηχαλάκος ήταν μόνο η αρχή. Ποιός άλλος έπεται; Μαζί λοιπόν με τις μπύρες πρέπεςι να πάρουμε και μια απόφαση. Να δούμε εάν μπορούμε να αντιδράσουμε, και πως. Κατηφορίζουμε για καλά καθούμενα, να βρούμε ρετσίνα ή λίγο Τούμπα Libre (Μαλαματίνα με κοκακόλα).
Έξω η ζέστη είναι αφόρητη. Έχει φτάσει καταμεσήμερο και ο ήλιος έχει πολύ άγριες διαθέσεις, σχεδόν τσουρουφλίζει το δέρμα. Και στην ομάδα υπάρχει κατήφεια….Φτάνουμε στα Καλά Καθούμενα, και αρχίζουμε τις παραγγελίες. Σε λίγο εμφανίζονται η Μαρία και η Χαριτίνη φορτωμένες ούζα και ρετσίνα. Η κατάσταση αντιμετοπίζεται μόνο με αλκοόλ. Τέρμα.
Ευτυχώς με τα ποτά η διάθεση αρχίζει να αλλάζει. Ο Μηχαλάκος λέει ότι θα το παλέψει για Ελλάδα και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε πως θα αντιδράσουμε για να μην υπάρξουν και άλλοι.
Ρίχνω την ιδέα. Καστάληψη στην πρυτανεία για το θέμα των διαγραφών. Με αίτημα να σταματήσουν οι διαγραφές φοιτητών από το επόμενο εξάμηνο. Η εισήγηση γίνεται δεκτή με επιφυλάξεις, αλλά λέμε να κάνουμε μερικά τηλέφωνα μέχρι την Τετάρτη και την Τετάρτη να αποφασίσουμε για το εάν θα μπορέσει αν γίνει κάτι. Οι περισσότεροι όμως, από όσους είναι εδώ, είναι θετικοί στην ιδέα. “ Είναι καιρός”, λένε “να τους κάνουμε να μας ακούσουν”. Και δεν έχουν άδικο. Η συγκέντρωση λήγει και τραβάμε ο καθένας στο δρόμο του με την υπόσχεση να μην αφήσουμε τις διαγραφέςνα μείνουν χωρίς απάντηση. Πόλεμο θέλουν; Οκ, αλλά ας ετοιμαστούν και για αντιδράσεις.Γυρνάω και βλέπω τον Μηχαλάκο. Έχει αναθαρρίσει, και είναι καλύτερα. “Τελικά”, λέει, “ίσως να μας βγήκε σε καλό η όλη κατάσταση. Μπορεί εγώ να μην σωθώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι χάσαμε την μπάλα”. Φτάνω στο σπίτι πολύ μετά τη δύση του ηλίοπ. Το ραδιόφωνο παίζει τους στίχους του Ian Curtis δια στόματος Moby αυτή τη φορά.
The strain's too much, can't take much more.'
Oh, I've walked on water, run through fire,
Can't seem to feel it anymore.
Σηκώνω τη γροθιά και φωνάζω. “Ναι η κατάσταση εδώ είναι σκατά. Αλλά τίποτα δεν είναι μάταιο, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Άντε γαμήσου και συ και η μιζέρια σου Ian Curtis”
A loaded gun won't set you free.
Εκτός και εάν το όπλο είναι η επανάσταση. Έτσι λέω.
A change of hopes, with no regrets
Ξύπνησα και το κεφάλι μου βούιζε. Δεν είχα ιδέα τι είχα πιεί το περασμένο βράδυ, και εάν είχα πιεί τίποτα. Σκατά. Άλλη μια μέρα εδώ, άλλη μια μέρα. Από το ραδιόφωνο ο Ian Curtis έλεγε τα δικά του. New Dawn Fades. Ναι καλά. Με τη βοήεθια της τύχης, ψιλαφώντας τα ράφια της κουζίνας, βρήκα το shaker, έβαλα μέσα κάμποσο καφέ, νερό , ζάχαρη και γάλα. Ένας φραπές ήταν ο ιδανικός τρόπος για να ξυπνήσω. Καφές και μουσική, το τέλειο τονοτικό. Έκατσα λοιπόν στο σαλόνι, άνοιξα την εφημερίδα και ξεκίνησα όλη τη διαδικασία του Κυριακάτικου ξυπνήματος. Κυριακή στη Λευκωσία. Η πόλη είναι άδεια και η ζέστη αφόριτη,η τηλεόραση ως συνήθως δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον. Βαρεμάρα, σαπίλα και πάλι σαπίλα. Καταραμένη Κυριακή. Μια Κυριακή στην Λευκωσία συνήθως σημαίνει τα εξής δύο πράγματα. Δεν έχεις τι να κάνεις και που να πας, τουλάχιστον όχι μέχρι τις τέσσερις το μεσημέρι.
Πρέπει να είχα διαβάσει τουλάχιστον τη μισή εφημερίδα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Neil. “Είμαστε ανοιχτά και περιμένουμε, είναι εδώ και ο Γκώνος με Μπουγάτσα και Μαρία. Σήκω και έλα!”. Έβαλα κάτι πρόχειρο πάνω μου και ξεκίνησα. Έξω είχε κουφόβραση, πρέπει να είχε χτυπήσει ένα σαραντάρι σίγουρα. Μέρες Σεπτέμβρη, παράξενες μέρες. Μπήκα γρήγορα στο Cafecity και βρήκα τον Neil στο γνωστό του πόστο, πίσω από τη μπάρα, φορώντας τα κλασσικά ροζ γυαλιά. Μου έβαλε έναν καφέ και μου είπε που ήταν οι άλλοι. Κάθονταν στο γνωστό γωνιακό τραπεζάκι, κάτω από την πέργκολα. Ούτε αυτοί ήταν στα σύγκαλα τους. Φαίνονταν τσιτωμένοι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά. Δεν ήταν ότι είχαν νεύρα. Απλά όλοι ήταν τρομαγμένοι. Λες και είχαν δει το χάρο με τα μάτια τους. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να ρωτήσω τι έγινε. Η απάντηση ήταν μια.
“Αρχίσανε τις διαγραφές, διώχνουν κόσμο”. “Ποιούς;” “Αρχίσανε με τον Μηχαλάκο, και έπονται και άλλοι” “Πίκρα.” “Δε λες τίποτα.” “Και τι θα κάνουμε τώρα;” “Ιδέα δεν έχω, δεν γίνεται τίποτα με τους καθηγητές του, μάλλον πρέπει να δούμε το θέμα παρηγοριά.” “Το ξέρει;” “Το είδε το πρωί, στην αλληλογραφία” “ Γαμώτο.” “Και τώρα;”
Η μεγάλη ερώτηση. Τώρα τι γίνεται; Τι του λες; Ότι εκεί που θα πάει είναι μάλλον καλύτερα. Ότι έστω και έτσι άφησε την μάταια αυτή πόλη και ανοίγει δρόμο για αλλού; Ότι τα τέσσερα χρόνια εδώ δεν πήγαν στο βρόντο; Τι να πεις σε κάποιον που την πάτησε τόσο άσχημα; Ότι όλα θα πάνε καλά; Πόσο μάλλον όταν και εσύ νιώθεις την θέση σου επισφαλή,όταν νιώθεις ότι όπου να’ναι θα θερίσει και ‘σενα η γκιλοτίνα. Γαμώτο. Οι καφέδες ήρθαν και ξεκινήσαμε να τους πίνουμε. Ήρθε και ο Neil, μιας και αυτή την ώρα είμαστε η μόνη πελατεία.
“Πίκρα ε; Πίκρα. Βέβαια. Κάποιος απο ΄δω που δεν προσαρμόστηκε είδε την πόρτα της εξόδου. Η μοίρα του απροσάρμοστου. Η προσαρμόζεσαι, ή σε διώχνουν. Και η μοίρα όσου δεν έχει μπει στο τριπάκι του ανταγωνισμού. Εάν δεν μπεις στη διαδικασία να τρέχεις σαν τον πούστη απο δω κι απο κει δεν σε κάνουμε αποδεκτό. Ξέχνα την προσωπική σου ζωή, ξέχνα τον ύπνο, ξέχνα τα όλα και τρέχα σαν τον μαλάκα για να τα βγάλεις πέρα εδώ. Έτσι.Σκάσε και τρέχα.”
Δεν είχε και άδικο. Όμως τώρα ήταν η πρώτη φορά που τα βλέπαμε σε πλήρη εξέλιξη όλα αυτά. Για πρώτη φορά έδιωχναν κόσμο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάπως έπρεπε να επεξεργαστούμε και να αντιμετοπίσουμε όλη την κατάσταση. Πως όμως; Ιδέα δεν υπήρχε. Μόνο να πάμε στο σπίτι του Μιχαλάκου μπας και νιώσει λίγο καλύτερα.
Ο Μιχαλάκος ήταν ένα ράκος. Καθόταν μπροστά από την οθώνη του υπολογιστή, κοιτώντας το email και προσπαθώντας να καταλάβει εάν όλα αυτά που διάβαζε ήταν η πραγματικότητα ή κομμάτι ενός εφιάλτη. Δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε πάθει σοκ. Πολύ απλά η απόλυτη καταστροφή για έναν Έλληνα φοιτητή στο ucy βρίσκόταν μπροστά στα μάτια του. Η διαγραφή. “Έλα Μηχαλάκο θα εκεί που θα πας είναι καλύτερα”. “Όλα χάθηκαν, όλα”.
Μηχαλάκος, άλλο ένα θύμα του ucy. Τώρα, μερικές ώρες μετά την άφιξη μας προσπαθεί να συνέλθει. Και αδυνατεί. Χρειάζεται κάτι για να τον συνεφέρει από την φρήκη. Βάζουμε κλήρο και η μπίλια κάθεται στο αλκοόλ. Και τον σέρνουμε να έρθει μαζί μας για ξίδια. Και θα φύγει έχοντας αναθαρίσει λίγο, για να κυνηγήσει κάτι άλλο. Τι άλλο όμως; Με μια απόρριψη ήδη στην πλάτη, η οποία του ήρθε απροειδοποίητα τι θα καταφέρει. Άγνωστο.
Αλλά υπάρχουν και άλλα. Ο Μηχαλάκος ήταν μόνο η αρχή. Ποιός άλλος έπεται; Μαζί λοιπόν με τις μπύρες πρέπεςι να πάρουμε και μια απόφαση. Να δούμε εάν μπορούμε να αντιδράσουμε, και πως. Κατηφορίζουμε για καλά καθούμενα, να βρούμε ρετσίνα ή λίγο Τούμπα Libre (Μαλαματίνα με κοκακόλα).
Έξω η ζέστη είναι αφόρητη. Έχει φτάσει καταμεσήμερο και ο ήλιος έχει πολύ άγριες διαθέσεις, σχεδόν τσουρουφλίζει το δέρμα. Και στην ομάδα υπάρχει κατήφεια….Φτάνουμε στα Καλά Καθούμενα, και αρχίζουμε τις παραγγελίες. Σε λίγο εμφανίζονται η Μαρία και η Χαριτίνη φορτωμένες ούζα και ρετσίνα. Η κατάσταση αντιμετοπίζεται μόνο με αλκοόλ. Τέρμα.
Ευτυχώς με τα ποτά η διάθεση αρχίζει να αλλάζει. Ο Μηχαλάκος λέει ότι θα το παλέψει για Ελλάδα και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε πως θα αντιδράσουμε για να μην υπάρξουν και άλλοι.
Ρίχνω την ιδέα. Καστάληψη στην πρυτανεία για το θέμα των διαγραφών. Με αίτημα να σταματήσουν οι διαγραφές φοιτητών από το επόμενο εξάμηνο. Η εισήγηση γίνεται δεκτή με επιφυλάξεις, αλλά λέμε να κάνουμε μερικά τηλέφωνα μέχρι την Τετάρτη και την Τετάρτη να αποφασίσουμε για το εάν θα μπορέσει αν γίνει κάτι. Οι περισσότεροι όμως, από όσους είναι εδώ, είναι θετικοί στην ιδέα. “ Είναι καιρός”, λένε “να τους κάνουμε να μας ακούσουν”. Και δεν έχουν άδικο. Η συγκέντρωση λήγει και τραβάμε ο καθένας στο δρόμο του με την υπόσχεση να μην αφήσουμε τις διαγραφέςνα μείνουν χωρίς απάντηση. Πόλεμο θέλουν; Οκ, αλλά ας ετοιμαστούν και για αντιδράσεις.Γυρνάω και βλέπω τον Μηχαλάκο. Έχει αναθαρρίσει, και είναι καλύτερα. “Τελικά”, λέει, “ίσως να μας βγήκε σε καλό η όλη κατάσταση. Μπορεί εγώ να μην σωθώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι χάσαμε την μπάλα”. Φτάνω στο σπίτι πολύ μετά τη δύση του ηλίοπ. Το ραδιόφωνο παίζει τους στίχους του Ian Curtis δια στόματος Moby αυτή τη φορά.
The strain's too much, can't take much more.'
Oh, I've walked on water, run through fire,
Can't seem to feel it anymore.
Σηκώνω τη γροθιά και φωνάζω. “Ναι η κατάσταση εδώ είναι σκατά. Αλλά τίποτα δεν είναι μάταιο, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Άντε γαμήσου και συ και η μιζέρια σου Ian Curtis”
A loaded gun won't set you free.
Εκτός και εάν το όπλο είναι η επανάσταση. Έτσι λέω.
Thursday, July 09, 2009
Know Thy Enemy
Τελικά η όλη ιστορία με την κρίση έχει ξεκινήσει να πέρνει μια άσχημη τροπή. Από εκεί που κανείς θα περίμενε από τον κόσμο να κυνηγά τους μεγαλοκαρχαρίες των μεγάλων εταιριών . Αντιθέτως στο ειδώλιο έχει μπει ο πιο αδύναμος κρίκος αυτής της ιστορίας, και αυτός που στην πραγματικότητα δεν φταίει ποσώς. Ο μετανάστης. Πως όμως φτάσαμε εκεί; Μια ερώτηση που έχει κάποιες απλές, πολύ απλές απαντήσεις..
Η μία απάντηση είναι ότι η αριστερά, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης είναι απούσα. Και προτάσεις ξεκάθαρες που να χτυπούν τον στόχο δεν εμφάνησε, και να εξηγήσει στον κόσμο τα πραγματικά αίτια της κρίσης απέτυχε. Αντιθέτως αναλώθηκε σε επιστημονικές αναλύσεις αρκετά δυσνόητες για τον μέσο άνθρωπο και μετά νέρωσε τις θέσεις της.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και μόνο μπορώ να δω βέβαια το γεγονός ότι οι διάφοροι ακροδεξιοί ηγέτες βρήκαν απήχηση. Και αυτό γιατί δυστυχώς ελλεόψει άλλων πολιτικών προτάσεων το “φταίνε οι ξένοι” αποτελεί πολιτική λύση. Κατά τα άλλα τα γνωστά ακροδεξιά κόμματα εκτός από αυτό προτείνουν βέβαια τις κλασικές νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.
Σύμμαχος σε όλο αυτό και τα άλλα κόμματα της κεντρο-ακροδεξιάς πολυκατοικίας, τα οποία δεν φείδονται σε ρατσιστική ρητορία. Ως συνήθως σε πολλές περιστάσεις αποδείχτηκαν βασιλικότερα του βασιλέως, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση Μπερλουσκόνι, όπου ο Καβαλιέρε περνάει τον έαν απάνθρωπο και ρατσιστικό νόμο μετά τον άλλο.Ταυτόχρονα βέβαια περνούν και φοροαπαλλαγές για τις μεγάλες επιχειρήσεις, νόμοι που περιορίζουν τα διακιώματα των εργαζομένων και ένα αγριότατο ασφαλιστικό, με το οποίο κόβονται συντάξεις και επιδόματα.
Για να τα πω σταράτα. Πρέπει να δείξουμε στον κόσμο ποιός είναι ο πραγματικός εχθρός. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι κυβερνήσεις και οι ακροδεξιοί ρήτορες που τους στηρίζουν. Know Your Enemy and bring it down! Now!
Η μία απάντηση είναι ότι η αριστερά, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης είναι απούσα. Και προτάσεις ξεκάθαρες που να χτυπούν τον στόχο δεν εμφάνησε, και να εξηγήσει στον κόσμο τα πραγματικά αίτια της κρίσης απέτυχε. Αντιθέτως αναλώθηκε σε επιστημονικές αναλύσεις αρκετά δυσνόητες για τον μέσο άνθρωπο και μετά νέρωσε τις θέσεις της.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και μόνο μπορώ να δω βέβαια το γεγονός ότι οι διάφοροι ακροδεξιοί ηγέτες βρήκαν απήχηση. Και αυτό γιατί δυστυχώς ελλεόψει άλλων πολιτικών προτάσεων το “φταίνε οι ξένοι” αποτελεί πολιτική λύση. Κατά τα άλλα τα γνωστά ακροδεξιά κόμματα εκτός από αυτό προτείνουν βέβαια τις κλασικές νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.
Σύμμαχος σε όλο αυτό και τα άλλα κόμματα της κεντρο-ακροδεξιάς πολυκατοικίας, τα οποία δεν φείδονται σε ρατσιστική ρητορία. Ως συνήθως σε πολλές περιστάσεις αποδείχτηκαν βασιλικότερα του βασιλέως, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση Μπερλουσκόνι, όπου ο Καβαλιέρε περνάει τον έαν απάνθρωπο και ρατσιστικό νόμο μετά τον άλλο.Ταυτόχρονα βέβαια περνούν και φοροαπαλλαγές για τις μεγάλες επιχειρήσεις, νόμοι που περιορίζουν τα διακιώματα των εργαζομένων και ένα αγριότατο ασφαλιστικό, με το οποίο κόβονται συντάξεις και επιδόματα.
Για να τα πω σταράτα. Πρέπει να δείξουμε στον κόσμο ποιός είναι ο πραγματικός εχθρός. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι κυβερνήσεις και οι ακροδεξιοί ρήτορες που τους στηρίζουν. Know Your Enemy and bring it down! Now!
Monday, July 06, 2009
Μια μέρα στην Αθήνα
Ξυπνάω στην Αθήνα. Άλλη μια φορά. Και όπως κάθε φορά το ίδιο σενάριο παίζεται μπροστά μου, σαν να ήμουν προταγωνιστής στη μέρα της Μαρμότας. Πάντα ξυπνάω με έναν κόμπο στο λαιμό. Θέλω διακαώς να ξεράσω, σαν να ξυπνάω μετά από ένα άγριο μεθύσι. Πηγαίνω γραμή για την τουαλέτα, πλένω τα δόνται και βλέπω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη. Το ίδιο χλωμό πρόσωπο με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Η ίδια κομμένη φάτσα, που μοιάζει συνεχώς λες και έχει συγκρουστεί με νταλίκα. Δεν αντέχω τη ζωή μου και δεν με αντέχει και η ίδια. Και θέλω αλλάξω αυτή την κατάσταση. Πάω στην κουζίνα, φτιάχνω καφέ και προετοιμάζομαι για την ημέρα που με περιμένει. Τα πράγματα ως έχουν είναι ως εξής. Πρώτα θα περάσω από το γραφείο, θα παραδώσω το άρθρο της ημέρας, και μετά θα βγω στους δρόμους για αναζήτηση ρεπορτάζ. Θα τρέξω από ‘δω και από κει, θα γράψω το ρεπορτάζ, και μετά θα γυρίσω σπίτι. Το βράδυ θα κοιμηθώ μπροστά στην τιβί, εάν νιώθω μοναξιές θα συρθώ σε κάποια τρύπα και θα βγάλω κάμποσες ώρες στη μπάρα με ένα ποτήρι μπύρας, αναλογιζόμενος την ζωή μου στην Αθήνα. Γαμώτο πως κατέληξα να ζω έτσι; Με τι όνειρα ξεκίνησα; Μήπως είναι καιρός να την κάνω; Γυρνάω σπίτι και το επόμενο πρωί ξαναξυπνάω στην ίδια κατάσταση.
Σήμερα όμως τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά. Ξαναξυπνάω και έχω το ίδιο ακριβώς αίσθημα. Μουντάδα, κόμπος στο λαιμό, αδιαθεσία. Βλέπω ξανά την ίδια φάτσα στον καθρέφτη. Δεν με αναγνωρίζω πλέον. Πότε έχασα την ψυχή μου; Ξεκίνησα με σκοπό να κάνω μαχόμενη δημοσιογραφία, γεμάτη μπαρουτοκαπνισμένα ρεπορτάζ από κοινωνικούς αγώνες και αδικίες, αλλά κατέληξα να κυνηγάω κουτσομπολία και ρεπορτάζ από το χρηματιστήριο, ή από τα επιχειρηματικά εγχειρήματα του εκδότη μου. Μαλακίες δηλαδή. Και τώρα, μετά τέσσερα χρόνια από αυτή την άθλια ρουτίνα, έχω σκυλοβαρεθεί. Δεν με αντέχω πια. Ούτε τη δουλειά μου.
Κάνω γρήγορα ένα ν τους και φεύγω για το γραφείο. Φτάνω, παραδίδω και ετοιμάζομαι για τη νέα έρευνα. Νέα αποστολή. Άγιος Παντελεήμονας. Να γράψω πόση ζημιά προκαλούν οι εξαθλιωμένοι Αφγανοί στον τζήρο των ντόπιων επιχειρηματιών. Ένα ακόμη κατευθυνόμενο ρεπορτάζ. Μπαίνω στο αυτοκινητάκι και ξεκινάω για τον Άγιο Παντελεήμωνα. Και αναρωτιέμαι εάν πρέπει όντως να κάνω αυτό το κωλορεπορτάζ. Η λογική μου μου λέει να γράψω ότι ακριβώς θα δω εκεί, το ένστικτο της επιβίωσης μου λέει να να κάνω τουμπεκί και να γράψω ακριβώς ότι ζητά το αφεντικό. Μια μάχη εκτυλίσσεται μέσα στο κεφάλι μου. Καθώς πλησιάζω στην πλατεία αρχίζω να νιώθω την κατάσταση γύρω μου. Στα πεζοδρόμια βλέπω ολόκληρες οικογένειες “αθλίων” να κοιμούνται στρωματσάδα, παιδιά που βρίσκονται ένα βήμα πριν τον τυμπανισμό από την πείνα, νέους ανθρώπους στα όια της απελπισίας, άλλους με σύριγγες στα χέρια….Και όλοι τους είναι μετανάστες, σε μια χώρα που δεν τους θέλει.. Παρκάρω κάπου, και αρχίζω τις φωτογραφίες και τις ερωτήσεις. Κάπιοι μου λένε ότι οι μετανάστες κλέβουν, τους διώχνουν την πελατεία γιατί κοιμούνται ή χέζουν κοντά στα μαγαζιά τους. Ρωτάνε που είναι η αστυνομία και γιατί δεν τους μαζεύει να τους στείλει πίσω στην πατρίδα τους; Και τι μας νοιάζει εάν εκεί έχουν πόλεμο; Εμάς μας ρώτησαν πριν μας κουβαληθούν εδώ; Φοβόμαστε να περπετήσουμε στην ίδια μας τη γειτονιά με τόσους πολλούς ξένους! Όπως πάντα οι ίδιες ατάκες. Από τους ίδιους ανθρώπους. Και που να ερχόταν και ο κλασσικός θίασος από αυτούς που εμφανίζονται στα κανάλια και ξεσπαθώνουν κατά των μεταναστών.
Μιλάω και με ανθρώπους από την άλλη πλευρά. Μετανάστες. Και ακούω τα ίδια. “Φοβόμαστε”. “Προχτές μας επιτέθηκε μια συμορία, ήθελαν να μας διώξουν, έλεγαν να πάμε αλλού, να φύγουμε απο την Ελλάδα….Μα που να πάμε; Πίσω στο Αφγανιστάν έχει πόλεμο.” “Η αστυνομία έρχεται μόνο για να μας συλλάβει και να μας πάει στα σύνορα, ποτέ για να μας προστατέψει από αυτούς που μας χτυπάμε”. “Εμείς δεν ήρθαμε να κλέψουμε, ήρθαμε να κάνουμε μια νέα ζωή, μακρυά από τον πόλεμο.” “Δεν είμαστε παράνομοι, είμαστε πρόσφυγες, απλά το αλλοδαπών δεν μας δίνει χαρτιά. Πέντε χρόνια περιμένω, εγώ, να μου εξετάσουν την υπόθεση.” Δύο πραγματικότητες σε μια. Αποφασίζω να χέσω το άρθρο. Να το γράψω όπως εγώ γουστάρω. Δε γαμιέται. Γυρνάω, κάθομαι και γράφω το άρθρο όπως γουστάρω, γράφω για τον γολγοθά των Αφγανών της Πλατείας. Το στέλνω με email στον αρχισυντάκτη και απλά περιμένω την απάντηση. Μία ώρα αργότερα με πέρνει τηλέφωνο . Τα έχει πάρει στο κρανίο. Με ρωτάει που βρίσκεται το άρθρο που μου ζήτησε. Του απαντώ ότ αυτό που έστειλα ήταν το ρεπορτάζ, και ότι δεν μπορεί να αλλάξει. Μου λέει πως θα είναι το τελευταίο μου για την εφημερίδα. Του λέω ότι θα περάσω το πρωί να πάρω τα πράγματα μου και την αποζημίωση για την απόλυση.Και το κλείνω. Επιτέλους. Ώρα να φεύγω. Μπαίνω στο ίντερνετ και ψάχνω για δουλειά . Οτιδήποτε, οπουδήποτε. Αρκεί να ασχολούμαι πάλι με τον τύπο και να κάνω πράγματα που γουστάρω. Βρίσκω μια περιβαλοντική οργάνωση για την διάσωση των καταρακτών του Ιγκουάσου, στην Αργεντινή, με έδρα το Puerto Iguazu. Τους στέλνω ένα email με το βιογραφικό μου, ευτυχώς ξέρω πολύ καλά Ισπανικά. Μου απαντούν άμεσα και με ρωτούν πότε μπορώ να είμαι στην περιοχή. Τους λέω ότι έχω να κανονίσω κάτι εκρεμότητες και ότι σε δύο μήνες θα είμαι εκεί, όπως και να έχει. Μου στέλνουν την απάντηση. Με δέχονται! Ετοιμάζω βαλίτσες, βάζω τα ρούχα, τα αγαπημένα μου πράγματα, τους δίσκους, το κομπιούτερ και τις αφίσες στο Φιατάκι.Αφήνω και ένα μικρό σημείωμα στην οικογένεια, στο τραπέζι. “Φεύγω”, γράφει, απλά και αθόρυβα. Το πρωί φεύγω για το γραφείο, πέρνω τα πράγματα και την αποζημίωση, μετά πάω στην τράπεζα και σηκώνω όλεσ μου τις οικονομίες. Δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ σύνολο, θα μου φτάσουν για να οδηγήσω ως εκεί, η για εισητήρια και ναύλα. Το σχέδιο είναι ένα. Πάμε αθόρυβα Πράγα, μένουμε μερικές μέρες (όσες χρειαστεί για να πάρουμε νέα για τη βίζα από Ρωσία και ΗΠΑ), και εάν όλα ευδοκιμήσουν περνάμε μέσω Ουκρανίας, Ρωσίας, Σιβηρίας, Αλάσκα,Καναδά, Παναμερικάνικης Λεωφόρου και Άνδεων για Αργεντινή. Αλλίώς πάμε Ισπανία, ή Αγγλία, και τα φορτώνουμε στο πλοίο για Αργεντινή. Η άδεια εργασίας δεν είναι πρόβλημα, θα το κανονίσω από την πρεσβεία πριν ξεκινήσω.Πέρνω την εθνική για Πάτρα, για να πάρω το πλοίο για Βενετία. Αν όλα πάνε καλά, που θα πάνε, σε δύο μήνες τέτοια ώρα θα διασχίζω τις Αργεντίνικες Pambas με προορισμό το Iguazu…. Και την ελευθερία…… Επιτέλους φεύγω ζωντανός από την Αθήνα……
Σήμερα όμως τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά. Ξαναξυπνάω και έχω το ίδιο ακριβώς αίσθημα. Μουντάδα, κόμπος στο λαιμό, αδιαθεσία. Βλέπω ξανά την ίδια φάτσα στον καθρέφτη. Δεν με αναγνωρίζω πλέον. Πότε έχασα την ψυχή μου; Ξεκίνησα με σκοπό να κάνω μαχόμενη δημοσιογραφία, γεμάτη μπαρουτοκαπνισμένα ρεπορτάζ από κοινωνικούς αγώνες και αδικίες, αλλά κατέληξα να κυνηγάω κουτσομπολία και ρεπορτάζ από το χρηματιστήριο, ή από τα επιχειρηματικά εγχειρήματα του εκδότη μου. Μαλακίες δηλαδή. Και τώρα, μετά τέσσερα χρόνια από αυτή την άθλια ρουτίνα, έχω σκυλοβαρεθεί. Δεν με αντέχω πια. Ούτε τη δουλειά μου.
Κάνω γρήγορα ένα ν τους και φεύγω για το γραφείο. Φτάνω, παραδίδω και ετοιμάζομαι για τη νέα έρευνα. Νέα αποστολή. Άγιος Παντελεήμονας. Να γράψω πόση ζημιά προκαλούν οι εξαθλιωμένοι Αφγανοί στον τζήρο των ντόπιων επιχειρηματιών. Ένα ακόμη κατευθυνόμενο ρεπορτάζ. Μπαίνω στο αυτοκινητάκι και ξεκινάω για τον Άγιο Παντελεήμωνα. Και αναρωτιέμαι εάν πρέπει όντως να κάνω αυτό το κωλορεπορτάζ. Η λογική μου μου λέει να γράψω ότι ακριβώς θα δω εκεί, το ένστικτο της επιβίωσης μου λέει να να κάνω τουμπεκί και να γράψω ακριβώς ότι ζητά το αφεντικό. Μια μάχη εκτυλίσσεται μέσα στο κεφάλι μου. Καθώς πλησιάζω στην πλατεία αρχίζω να νιώθω την κατάσταση γύρω μου. Στα πεζοδρόμια βλέπω ολόκληρες οικογένειες “αθλίων” να κοιμούνται στρωματσάδα, παιδιά που βρίσκονται ένα βήμα πριν τον τυμπανισμό από την πείνα, νέους ανθρώπους στα όια της απελπισίας, άλλους με σύριγγες στα χέρια….Και όλοι τους είναι μετανάστες, σε μια χώρα που δεν τους θέλει.. Παρκάρω κάπου, και αρχίζω τις φωτογραφίες και τις ερωτήσεις. Κάπιοι μου λένε ότι οι μετανάστες κλέβουν, τους διώχνουν την πελατεία γιατί κοιμούνται ή χέζουν κοντά στα μαγαζιά τους. Ρωτάνε που είναι η αστυνομία και γιατί δεν τους μαζεύει να τους στείλει πίσω στην πατρίδα τους; Και τι μας νοιάζει εάν εκεί έχουν πόλεμο; Εμάς μας ρώτησαν πριν μας κουβαληθούν εδώ; Φοβόμαστε να περπετήσουμε στην ίδια μας τη γειτονιά με τόσους πολλούς ξένους! Όπως πάντα οι ίδιες ατάκες. Από τους ίδιους ανθρώπους. Και που να ερχόταν και ο κλασσικός θίασος από αυτούς που εμφανίζονται στα κανάλια και ξεσπαθώνουν κατά των μεταναστών.
Μιλάω και με ανθρώπους από την άλλη πλευρά. Μετανάστες. Και ακούω τα ίδια. “Φοβόμαστε”. “Προχτές μας επιτέθηκε μια συμορία, ήθελαν να μας διώξουν, έλεγαν να πάμε αλλού, να φύγουμε απο την Ελλάδα….Μα που να πάμε; Πίσω στο Αφγανιστάν έχει πόλεμο.” “Η αστυνομία έρχεται μόνο για να μας συλλάβει και να μας πάει στα σύνορα, ποτέ για να μας προστατέψει από αυτούς που μας χτυπάμε”. “Εμείς δεν ήρθαμε να κλέψουμε, ήρθαμε να κάνουμε μια νέα ζωή, μακρυά από τον πόλεμο.” “Δεν είμαστε παράνομοι, είμαστε πρόσφυγες, απλά το αλλοδαπών δεν μας δίνει χαρτιά. Πέντε χρόνια περιμένω, εγώ, να μου εξετάσουν την υπόθεση.” Δύο πραγματικότητες σε μια. Αποφασίζω να χέσω το άρθρο. Να το γράψω όπως εγώ γουστάρω. Δε γαμιέται. Γυρνάω, κάθομαι και γράφω το άρθρο όπως γουστάρω, γράφω για τον γολγοθά των Αφγανών της Πλατείας. Το στέλνω με email στον αρχισυντάκτη και απλά περιμένω την απάντηση. Μία ώρα αργότερα με πέρνει τηλέφωνο . Τα έχει πάρει στο κρανίο. Με ρωτάει που βρίσκεται το άρθρο που μου ζήτησε. Του απαντώ ότ αυτό που έστειλα ήταν το ρεπορτάζ, και ότι δεν μπορεί να αλλάξει. Μου λέει πως θα είναι το τελευταίο μου για την εφημερίδα. Του λέω ότι θα περάσω το πρωί να πάρω τα πράγματα μου και την αποζημίωση για την απόλυση.Και το κλείνω. Επιτέλους. Ώρα να φεύγω. Μπαίνω στο ίντερνετ και ψάχνω για δουλειά . Οτιδήποτε, οπουδήποτε. Αρκεί να ασχολούμαι πάλι με τον τύπο και να κάνω πράγματα που γουστάρω. Βρίσκω μια περιβαλοντική οργάνωση για την διάσωση των καταρακτών του Ιγκουάσου, στην Αργεντινή, με έδρα το Puerto Iguazu. Τους στέλνω ένα email με το βιογραφικό μου, ευτυχώς ξέρω πολύ καλά Ισπανικά. Μου απαντούν άμεσα και με ρωτούν πότε μπορώ να είμαι στην περιοχή. Τους λέω ότι έχω να κανονίσω κάτι εκρεμότητες και ότι σε δύο μήνες θα είμαι εκεί, όπως και να έχει. Μου στέλνουν την απάντηση. Με δέχονται! Ετοιμάζω βαλίτσες, βάζω τα ρούχα, τα αγαπημένα μου πράγματα, τους δίσκους, το κομπιούτερ και τις αφίσες στο Φιατάκι.Αφήνω και ένα μικρό σημείωμα στην οικογένεια, στο τραπέζι. “Φεύγω”, γράφει, απλά και αθόρυβα. Το πρωί φεύγω για το γραφείο, πέρνω τα πράγματα και την αποζημίωση, μετά πάω στην τράπεζα και σηκώνω όλεσ μου τις οικονομίες. Δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ σύνολο, θα μου φτάσουν για να οδηγήσω ως εκεί, η για εισητήρια και ναύλα. Το σχέδιο είναι ένα. Πάμε αθόρυβα Πράγα, μένουμε μερικές μέρες (όσες χρειαστεί για να πάρουμε νέα για τη βίζα από Ρωσία και ΗΠΑ), και εάν όλα ευδοκιμήσουν περνάμε μέσω Ουκρανίας, Ρωσίας, Σιβηρίας, Αλάσκα,Καναδά, Παναμερικάνικης Λεωφόρου και Άνδεων για Αργεντινή. Αλλίώς πάμε Ισπανία, ή Αγγλία, και τα φορτώνουμε στο πλοίο για Αργεντινή. Η άδεια εργασίας δεν είναι πρόβλημα, θα το κανονίσω από την πρεσβεία πριν ξεκινήσω.Πέρνω την εθνική για Πάτρα, για να πάρω το πλοίο για Βενετία. Αν όλα πάνε καλά, που θα πάνε, σε δύο μήνες τέτοια ώρα θα διασχίζω τις Αργεντίνικες Pambas με προορισμό το Iguazu…. Και την ελευθερία…… Επιτέλους φεύγω ζωντανός από την Αθήνα……
Friday, July 03, 2009
Τεκίλα
Απόψε λέω να το παίξω για λίγο Τουλίπα σήμερα και να ασχοληθώ με τα των σχέσεων μου. Τον τελευταίο καιρό δεν παίζει απολύτως τίποτα, και για να πω την αλήθεια ούτε που με νοιάζει, οπότε και περνάω σχετικά καλά. Το θέμα είναι πως θα περάσω εάν πάει να γίνει κάτι. Καλοκαίρι έχουμε και ως γνωστόν είναι η εποχή του ερωτεύεσθαι. Το πρόβλημα βρίσκεται στο εξής ένα πράγμα. Όπως έχω ξαναπεί σε αυτό το θέμα είμαι τελείως άσχετος και οι χυλόπιτες έρχονται με το τσουβάλι. Έτσι και βρεθώ σε μια τέτοια κατάσταση, ποια θα είναι η αντίδραση μου; Ιδίως τώρα που δεν μπορώ να εγκαταλείψω την Αθήνα με κανέναν τρόπο για να φύγω να ξεσπάσω. Γαμώτο φεν θέλω να το σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ και να μην.
Υ.Γ. Το νεο άλμπουμ των Ska-p σπέρνει, το ίδιο και το νέο των Ojos de Brujo, όπως και οι Orishas
Υ.Γ.2 Ο Πλανήτας είναι στην Πόλη…εννοείται ότι ζηλεύω
Υ.Γ.3 Η Αθήνα αυτές τις μέρες δεν παλεύεται…..και που να σφίξουν οι ζέστες.
Υ.Γ. Το νεο άλμπουμ των Ska-p σπέρνει, το ίδιο και το νέο των Ojos de Brujo, όπως και οι Orishas
Υ.Γ.2 Ο Πλανήτας είναι στην Πόλη…εννοείται ότι ζηλεύω
Υ.Γ.3 Η Αθήνα αυτές τις μέρες δεν παλεύεται…..και που να σφίξουν οι ζέστες.
Subscribe to:
Posts (Atom)