Πρωί πρωί ήθελε να μας σηκώσει η μάνα...
Απουστόλλ,Δήμητρα¨"σκουνόστι".....
Βιαστικά ένα τσάι με λαδοτύρι και παξιμάδι,γερό ντύσιμο,τα καλάθια,τις "ντέμπλες" και τον τορβά στο άλογο και δρόμο για το χωράφι.
Οι ελιές περίμεναν για μάζεμα.
Παλιότερα όταν ζούσαν οι γιαγιαδες ολόκληρος "νταιφάς" πηγαίναμε.Όπως και όλο το χωριό τέτοια εποχή.
Καλημέρα και καλή δύναμη η ευχή στη γειτονιά.
Κοντεύετε;Η αμέσως επόμενη ερώτηση.
Φέτος "μαξούλ" δεν έχει το χωριό.Άλλες χρονιές τα δέντρα "βλούσαν απί λιες".
Ο δρόμος για το χωράφι,ειδικά αν ύπήρχε απόσταση να διανύσεις με τα πόδια ήταν η όλη μαγεία.
Εκτός απ την μαγεία του πρωινού τοπίου.
Εκτός απ την πάχνη στα πόδια ανάμεσα στα χορτάρια.
Κάθε χωράφι και σκυμμένα κεφάλια.
Συνήθως με μαντήλια ή σκούφους.
Πάντα με την καλημέρα στο στόμα.
Χωρίς να σηκωθεί το κεφάλι.
Σπίτια γιομάτα τα χωράφια κάθε τέτοια εποχή.
Το χρώμα ασημοπράσινο.
Και η μουσική υπόκρουση το ρυθμικό χτύπημα της τέμπλας στο δέντρο.
Δυνατά για να πέσουν οι ελιές ,αλλά με τρόπο για να μην πληγωθεί το δέντρο.
Και με τα πολλά φτάναμε στο χωράφι.
Η πρώτη δουλειά να βρεθεί η ελιά που θ αφήναμε τα πράγματα.
Η ελιά που θα γινόταν η τραπεζαρία μας εκεί κατά το μεσημέρι.
Μετά ο καθένας στη θέση του.Οι άντρες συνήθως στο δέντρο για ράβδισμα.
Και οι γυναίκες είτε στα πανιά είτε για μάζεμα.
Ανάλογα την ελιά.Αν ήταν φορτωμένη θα έμπαινε πανί.
Τακτοποιημένο και τεντωμένο.Να καλύπτει την περιφέρεια της ελιάς και πλακωμένο με πέτρες για τον αέρα.
Και εκεί άρχιζε το μάζεμα.Ή αλλιώς διαγωνισμός.
Μια ολόκληρη ιεροτελεστία από μόνη της.Όχι γόνατα στο έδαφος,φώναζε η μάνα.
"Άει βρι κουπιλούδα σήκου πια να μαζέψουμι καμια λια"...
Σαν αέρας φεύγουν τα χέρια της πάντα...και τα δυο.Απόλυτα συγχρονισμένα με τα πόδια της.Εγώ στο μισό καλάθι και κείνη στο ολόκληρο.Και εκεί που άρχιζε η βαρεμάρα και το μάζεμα με το ένα χέρι σποραδικά και βαρεμένα,αποφάσιζα να πάω να καθαρίσω το πανί.
Δεν ήταν τόσο η βαρεμάρα μου όσο η νωχέλεια μου.Προτιμούσα να χαζολογάω στην ομορφιά του τοπίου ή να αφήνω το νου να τρέχει..
Το πανί ήταν αλλιώς.Μάζευα τις ελιές στη μέση του πανιού,αφαιρούσα τα μεγάλα κλαδιά καθαρίζοντας τα από τον καρπό,και μετά άρχιζε το μεγάλο πανήγύρι.Ξάπλωνα κυριολεκτικά στο πανί και άρχιζα με την ησυχία μου ν αφαιρώ τα φύλλα.Όσο η μάνα ωρυόταν.....
Εκεί σηκωνόμουν και έπαιρνα το κόσκινο.Αυτό ήταν το τέλος του ραχατιού μου.
Εντωμεταξύ είχε ήδη ανάψει τη φωτιά κάποιος που να ξέρει ,για το μαγείρεμα ή το ζέσταμα του φαγητού.Το μαγείρεμα γινόταν σε τσουκάλι,πήλινο δηλαδή κατσαρολάκι,και η σπεσιαλιτέ του λιομαζώματος ήταν συνήθως η άσπρη φασολάδα.Να σιγοβράζει στη φωτιά απ το πρωί,και όταν κόντευε να γίνει ,δίπλα της μερικά λουκάνικα.Σε ξύλινα σουβλιά από ελιά,μυτερά,ξεφλουδισμένα με το σουγια του αδερφού.
(Μόλις μοσχοβόλησε το χωράφι)
Και έφτανε η ώρα του μεσημεριανού....
Στρωμένο καρώ συνήθως κόκκινο τραπεζομαντηλάκι στο πάτωμα,τα πηρούνια,δυο ποτήρια το πολύ,ένα μπετονάκι νερό,και στη μέση το τσουκάλι,και τα λουκάνικα.Όλοι απ την ίδια κατσαρόλα.Όλοι δίπλα στην ίδια φωτιά.
Από εκεί και πέρα οι δυνάμεις άρχιζαν να παίρνουν την κάτω βόλτα.
-0ι δικές μου...
Τις Κυριακές η ιεροτελεστία συμπεριλάμβανε μετά το φαί το ράδιο.Δίπλα στον πατέρα.
Αθλητική Κυριακή και οι αγώνες του Θρύλου.Τα παράσιτα δεν έπαιζαν κανέναν ρόλο.Όσα και να ταν.Ακόμα και αν το μόνο που ακούγονταν ήταν ένα συνεχές παράσιτο.Το άγχος για τον Θρύλο παραμέριζε τα πάντα....
Και φτάσαμε γύρω στις τέσσερις... μαζί με τη λύτρωση...
Το πανηγύρι τέλειωνε.Η αναμέτρηση με το μάζωμα της μάνας αιωνίως χαμένη μ έβγαζε.Σχεδόν τα μισά τσουβάλια.
Και ξεκινούσε το φόρτωμα των τσουβαλιών στο άλογο.Και η καλύτερη στιγμή της μέρας.Τα καντμέρια που θα κοβα απ το χωράφι..
Και η επίσκεψη στο ελαιοτριβείο του Αγροτικού Συνεταιρισμού.Για να αφήσουμε τα τσουβάλια με τις ελιές.
Κάθε παραγωγός σε συγκεκριμένο χώρο.Μέχρι να μαζευτούν αρκετά για άλεσμα.Και το καθιερωμένο κέρασμα καπερού ψωμιού με μόλις αλεσμένο λάδι.Το χρυσαφένιο λάδι του νησιού.Μοναδικό,και ευλογημένο..Απ τον ιδρώτα των ανθρώπων του τόπου μας.
Λοιπόν;; Ποιός θα ρθει για "γιαρντουμτζής";;;
Νταιφάδες=σόι,οικογένεια,φυλή.Συγκεκριμένα το τσούρμο των ανθρώπων που πήγαιναν για μάζωμα
Σκουνόστι=σηκωθείτε
Ντέμπλες=μεγάλα ραβδιά για το ράβδισμα της ελιάς
Μαξούλ=Σοδειά,συγκομιδή,παραγωγή
Βλούσαν απί λιες=Βούλιαζαν από ελιές
Άει βρι κουπιλούδα σήκου πια να μαζέψουμι καμια λια=Άντε βρε κορίτσι μου σήκω να μαζέψουμε καμιά ελιά
Κατμέρια=Κρόκοι αυτοφυείς
Γιαρντουμτζής=Φιλοξενούμενος,άνθρωπος που ήρθε να βοηθήσει.