... Τί είναι, όμως, ο εαυτός;
Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε.
Γι' αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο
δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος,
αλλά η απώλεια του παρελθόντος.
Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου,
παρούσα στη ζωή ...

[Μίλαν Κούντερα]
__________________________________________________

Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2008

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ: MOBY-DICK or, THE WHALE - ΙΙΙ

“ΛΕΓΕ με Ισμαήλ”. Μ’ αυτές τις λέξεις αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο του Μόμπι-Ντικ. Ο Ισμαήλ είναι ο αφηγητής της ιστορίας. Ο επιζών. Προτάσσονται δύο «εισαγωγικά» κεφάλαια, η «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ» και τα «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ», τα οποία μπορεί να φανούν στον ανυποψίαστο αναγνώστη άσχετα, αλλά τίποτα δεν είναι άσχετο, τίποτα δεν μπήκε στη θέση του κατά τύχη. Ο Μέλβιλ, για να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό του πριν παραδώσει το βιβλίο του στους αναγνώστες, βασάνισε την κάθε λέξη που χρησιμοποίησε, έψαξε τα ονόματα, διάβασε την ιστορία τους. «Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. … Αυτό, που άπαξ και το ’βρισκε κανείς, ξεκαθάριζαν και όλα τα υπόλοιπα», λέει ο ίδιος κλείνοντας το μάτι. Κι αυτό που έβαλε στο μυαλό του ο Μέλβιλ, δεν ήταν άλλο από το ίδιο το μυαλό, το νου, το «πνεύμα». Την άλαλη τρέλα. Κι επειδή τούτη η τρέλα είναι άλαλη, «ανείπωτη», άρρητη, δεν εκφράζεται με λόγια και με λέξεις, αλλά, πάλι, μόνο με λόγια και λέξεις μπορούμε να εκφράζουμε τις έννοιες που σκεπτόμαστε (και σκεπτόμαστε τις έννοιες που εκφράζουμε), γι’ αυτό έγραψε ο Μέλβιλ με τον τρόπο που έγραψε. Αποκαλύπτοντας με λόγο το άλογο, όχι αποδομώντας τον λόγο, αλλά ανοίγοντας δρόμους και δίπλα στους δρόμους μονοπάτια, συγκλίνοντας πάντα προς ένα ανύπαρκτο κέντρο, ένα μεταβαλλόμενο τίποτα. Στο δισυπόστατο, μισερό και αυτοσυντριβόμενο πνεύμα. Αυτή η σκέψη χτύπησε την πόρτα του νου του κι έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την εκφράσει. Να εκφράσει την αλλόκοτη φύση της έννοιας του «σκέπτεσθαι» και του «υπάρχειν» ως σκεπτόμενο ον. Αυτό δεν είναι ό,τι ονομάζουμε «αυτογνωσία»; Αυτός ο σκολιός και βαθύς δρόμος, δεν είναι ο δρόμος της σκέψης του ανθρώπου; Ειδικά του ανθρώπου απέναντι σ’ ένα καθρέφτη, πιθανότατα παραμορφωτικό…

Ήδη, τα δύο πρώτα, χωρίς αρίθμηση, κεφάλαια δίνουν, έμμεσα, στον αναγνώστη -πιθανώς σε μια δεύτερη ανάγνωση, απ’ την οποία περιμένει περισσότερα- μια ιδέα για το κύριο θέμα του βιβλίου, καθώς και οδηγίες για την κατανόησή του.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι «πνεύμα» εδώ δεν έχει τη σημασία που δίνει στον όρο η κοινή γλώσσα, αλλά εννοείται το λαθρόβιο πνεύμα, που ερμηνεύει τον αυθεντικό εαυτό του. Αυτό το λαθρόβιο πνεύμα είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου του Μέλβιλ, για τον οποίο, άλλωστε, η έννοια «πνεύμα», όσο είναι μια δισυπόστατη, διαρκώς μεταβαλλόμενη και αυτοσυντριβόμενη έννοια, δεν μπορεί να έχει νόημα. Έτσι, τόσο ο «μακαρίτης φθισικός Δασκαλάκος» (late consumptive Usher) του πρώτου εκτός αρίθμησης κεφαλαίου, όσο και «Βιβλιοθηκαρίσκος» (Sub-sub – librarian) του δεύτερου, από τη μια εκφράζουν το άυλο ον «που φωλιάζει στο σκήνωμα κάθε ανθρώπου», αυτό το αυτοσυντριβόμενο ον, κι από την άλλη αποτελούν δυο προσωποποιήσεις, δυο θεατρικές μάσκες της δισυπόστατης σημασίας του.

Η πρώτη παράγραφος της «Ετυμολογίας», κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι ενδεικτική:

Ο χλομός Δασκαλάκος –με χιλιοτριμμένο ρούχο, καρδιά, σώμα και μυαλό. Ακόμα τον βλέπω. Ξεσκόνιζε διαρκώς τα παλιά λεξικά και τις γραμματικές του, μ’ ένα παράξενο μαντήλι, στολισμένο κοροϊδευτικά με όλες τις χαρούμενες σημαίες απ’ όλα τα γνωστά έθνη του κόσμου. Του άρεσε να ξεσκονίζει τις παλιές του γραμματικές. του θύμιζε κάπως μαλακά το μελλοντικό θάνατό του.

Και στο πρωτότυπο:

The pale Usher – threadbare in coat, heart, body and brain; I see him now. He was ever dusting his old lexicons and grammars, with a queer handkerchief, mockingly embellished with all the gay flags of all known nations of the world. He loved to dust his old grammars; it somehow mildly reminded him of his mortality.

Αυτά είναι λοιπόν τα εργαλεία του Δασκαλάκου. Τα Λεξικά και Γραμματικές, με τα οποία όλα τα γνωστά έθνη, χαρούμενα (ανυποψίαστα), παράγουν έννοιες κι εξηγούν σημασίες. Αυτά τα ίδια λεξικά και γραμματικές, οι λέξεις που εκφράζουν έννοιες δηλαδή, στον Δασκαλάκο με το τριμμένο (υποψιασμένο) μυαλό θυμίζουν τη θνητότητά του.

Το ίδιο ενδεικτική είναι η αρχή των «Αποσπασμάτων»:

Θα φανεί πως αυτός ο δυστυχισμένος βιβλιοθηκαρίσκος –αυτός ο απλός φιλόπονος ορύκτης, η κάμπια ετούτη- μοιάζει να πέρασε μέσα από τις μακριές βιβλιοθήκες του Βατικανού και τα υπαίθρια βιβλιοεμπορικά στέκια της γης, συνάζοντας στην τύχη όποιους υπαινιγμούς για φάλαινες μπόρεσε κουτσά-στραβά να βρει σε κάθε λογής βιβλίο, ιερό ή ανίερο …

Και στο πρωτότυπο:

It will be seen that this mere painstaking burrower and grub-worm of a poor devil of a Sub-Sub appears to have gone through the long Vaticans and street-stalls of the earth, picking up whatever random allusions to whales he could anyways find in any book whatsoever, sacred or profane …

Συνάζοντας τυχαίους υπαινιγμούς (random allusions), έμμεσα και υπαινικτικά θα μιλήσει ο Μέλβιλ δια στόματος Ισμαήλ. Και θα μιλήσει για την αληθινή φύση του πνεύματος, αφού ο έτυμος λόγος είναι το θέμα της πραγματείας του δασκαλάκου. Το πνεύμα, που μέσα από την καταστροφική διαδικασία της ετυμο-λογίας διαλύεται. Και θα μιλήσει αποσπασματικά, μέσα από τα συντρίμμια της αυτοσυντριβής του, για το δισυπόστατο ον που δεν είναι ολόκληρο, ποτέ ακέραιο, αλλά πάντα ένα λειψό απόσπασμα.

—————————————————–

Περισσότερα για τα δύο εισαγωγικά κεφάλαια θα βρείτε στο δοκίμιο του Α. Κ. Χριστοδούλου: «ΕΝΑ ΔΙΠΛΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΣΤΟ ΜΟΜΠΙ-ΝΤΙΚ ΤΟΥ ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ», εκδ. Ίνδικτος

—————————————————–

Το κείμενο του Α. Κ. Χριστοδούλου, που παραθέτω στη συνέχεια (όπου συμπεριέλαβα για λόγους πληρότητας και την πρώτη παράγραφο που υπήρχε στο προηγούμενο ποστ), αποτελεί μια προσέγγιση της γνωσιολογίας του Μέλβιλ. Θα μπορούσε να έχει όντως γραφεί από τον ίδιο, αν ο Μέλβιλ ήθελε να δώσει στους αναγνώστες με άμεσο τρόπο τα κλειδιά που ανοίγουν τη σκέψη του, οδηγίες κι εξηγήσεις δηλαδή εκτός του κειμένου του Μόμπι-Ντικ. Ο τρόπος όμως του Μέλβιλ είναι λογοτεχνικός, μ’ άλλα λόγια «κωδικοποιημένος», κι αυτό για την εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού, του ίδιου θέματος του βιβλίου.

«ΛΕΓΕ με Ισμαήλ». Μια απλή φράση, που ωστόσο εκφέρεται από τον επιζώντα αφηγητή της ιστορίας του Μόμπι-Ντικ. Αυτές οι τρεις απλές λέξεις, μαζί με την παράγραφο που τις ακολουθεί, δίνουν ένα πρώτο βοήθημα στην απόπειρα αποκωδικοποίησης του Μόμπι-Μτικ. Η φράση δεν αποτελεί μέρος της αφηγούμενης ιστορίας. Η ιστορία έχει τελειώσει «Πριν από μερικά χρόνια – δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς-». Ο Ισμαήλ την βίωσε, την αφομοίωσε και είναι έτοιμος να μας την διηγηθεί. Ωστόσο, αυτό το «Λέγε με Ισμαήλ» (Call me Ishmael στο πρωτότυπο), δηλώνει ότι ο Ισμαήλ «φωτίζεται», αποκτά ταυτότητα, συγκροτείται, μόνο όταν τον καλεί ο «άλλος»…

Αλλά μ’ αυτά θ’ ασχοληθούμε στην μεθεπόμενη συνέχεια, αφού θα έχετε –ελπίζω- διαβάσει το άγραφο κείμενο του Μέλβιλ στο Inferno. Επίσης, θα αναφερθούμε στο ενδιαφέρον οντολογικό δοκίμιο «Έξοδος Θεάτρου» του Ηλία Παπαγιαννόπουλου.

Για το επόμενο, σας έχω κλείσει δωμάτια στο hôtel de Cluny, με ξενάγηση σε μια περίεργη, «αυθαίρετα εμβόλιμη», παράγραφο του Μόμπι-Ντικ. Ξεναγός πάντα ο Α. Κ. Χριστοδούλου κι εγώ ο χλομός με το χιλιοτριμμένο μυαλό, δυστυχισμένος ορύκτης, στο ρόλο του Sub-sub-ξεναγίσκου.

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ: Ένα άγραφο κείμενο του Μέλβιλ

«ΠΝΕΥΜΑ» ΚΑΙ «ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ». Ήμουν εικοσιοχτώ χρονών όταν συνέβη κάτι απρόσμενο στη ζωή μου. Όλα άρχισαν μόνα τους, όπως οι ψιχάλες της βροχής. Κάποιο απόγευμα, περπατώντας αμέριμνος σε κάποιο ήσυχο σοκάκι της Νέας Υόρκης, καθώς παρατηρούσα «τα όμορφα σπίτια» που υψώνονταν δεξιά και αριστερά, ένιωσα μέσα μου «κάτι» παράξενο – μιαν απροσδιόριστη παρουσία. Ήταν κάτι σαν αστραπιαία έλλαμψη. Δεν έδωσα όμως περισσότερη σημασία. Λίγα μέτρα πιο κάτω ωστόσο ένιωσα μέσα μου πάλι εκείνη την αόριστη παρουσία. Δεν ήταν κάποιο ευχάριστο ή ενοχλητικό αίσθημα. Δεν ήταν καν αίσθημα. Κι ούτε ήταν κάτι που είχα θυμηθεί ξαφνικά. Κοντολογίς δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο ή χεροπιαστό. Δεν ήξερα ούτε μπορούσα να πω τι ακριβώς ήταν. Κοντοστάθηκα και αυτοσυγκεντρώθηκα για να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε εκείνη τη στιγμή μέσα μου, καθώς κοίταζα τα σπίτια στο ήσυχο σοκάκι. Έκλεισα τα μάτια και «πλημμύρισα ολόκληρος» από ένα «βαθύ σκοτάδι». Ωστόσο ένιωσα πάλι εκείνο το «κάτι» να σαλεύει σαν ασώματη αράχνη, να φτερουγίζει σαν αόρατη νυχτερίδα πίσω από αυτό το «βαθύ σκοτάδι». Άνοιξα τα μάτια και είδα ξανά εκείνα «τα όμορφα σπίτια» - εκείνη η αλλόκοτη παρουσία είχε και πάλι στυλωμένα τα αόρατα μάτια της πάνω μου. Ολόγυρα όμως δεν υπήρχε ψυχή. Μετά από πολλές δοκιμές συνειδητοποίησα τελικά πως εκείνο το παράξενο ον δεν ήταν παρά κάτι δικό μου, κάτι κρυμμένο στον ίδιο τον εαυτό μου. Τι ακριβώς όμως ήταν; Βύθισα τη σκέψη μου ως τα φύκια του είναι μου και προσπάθησα να διακρίνω σε κείνον το χορταριασμένο βυθό το «πρόσωπο» αυτού του άγνωστου όντος. Ύστερα από επίμονη σκέψη βεβαιώθηκα τελικά πως εκείνο το ον δεν ήταν παρά μια άλλη όψη του ίδιου του εαυτού μου. Συνειδητοποίησα δηλαδή πως αν και ο νους μου ήταν αυτός που σχημάτιζε την εικόνα αυτών των σπιτιών, ο ίδιος όμως έμοιαζε σα να μη συμμετείχε καθόλου στη διαδικασία ετούτη και σα να παρακολουθούσε απλώς –και μάλιστα «από μακριά», θα τολμούσα να πω- τον ίδιο τον εαυτό του να εκτελεί το έργο αυτό. Ξαφνιάστηκα από αυτή την ιδέα. Ποτέ πιο μπροστά δεν είχα συνειδητοποιήσει αυτό τον διχασμό. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου και ταυτόχρονα να μην είμαι καθόλου ο εαυτός μου, πως πίσω από τον ίδιο τον εαυτό μου μπορούσε να κρύβεται ένας άλλος εαυτός. Ποτέ πιο μπροστά δεν είχα «φανταστεί» το μυαλό μου σαν κάτι χωριστό από τη «ζωή» μου. Δεν ήμουν μόνος λοιπόν σε κείνο το σοκάκι. Λίγα μέτρα πιο κάτω είδα ένα παγκάκι. Κάθισα πάνω σε κείνο το καναπεδάκι και προσπάθησα να βάλω τις αλλόκοτες σκέψεις μου σε τάξη. Είχα ένα κακό προαίσθημα. Μες στο απογευματινό ημίφως, έκλεισα τα μάτια και βύθισα το «εγώ» μου σε κείνο τον άλλο εαυτό μου. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα καθαρά πως αυτός ο άλλος εαυτός μου δεν ήταν παρά ο ίδιος ακριβώς ο εαυτός μου, πως δεν ήμουν παρά ο ίδιος εγώ που όμως δεν ήμουν ένας και μόνο, αλλά αυτός και συνάμα εγώ! Ήμουν μπερδεμένος. Ένιωθα τώρα «κάτι άυλο, αιθέριο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο και φευγαλέο» να ζει και να κυκλοφορεί ελεύθερο μες στο κορμί μου –και συγκεκριμένα σε κείνο το μέλος του σώματος που οι άνθρωποι ονομάζουν «κεφάλι». Το μυαλό μου αγκιστρώθηκε ξαφνικά από τη μαγική λέξη «πνεύμα». Ναι, εκείνο το αυτεξούσιο ον –εκείνος ο άλλος εαυτός μου που φώλιαζε μες στον ίδιο τον εαυτό μου και δεν ήμουν παρά ο ίδιος εγώ, αυτό το διπλό εγώ μου, ήταν το ίδιο μου το πνεύμα. Τι σήμαιναν όλα αυτά ωστόσο; Μια φωνή μέσα μου ψιθύριζε κιόλας κάτι παράξενα λόγια για κάποια χαμένη αθωότητα1. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε μια εξώπορτα να ανοίγει. Ύψωσα το κεφάλι και θέλησα να διώξω μακριά τις αλλόκοτες σκέψεις. Μπροστά μου ωστόσο δεν έβλεπα πια τα όμορφα σπίτια που θαύμαζα λίγο πιο πριν. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στη θέση των σπιτιών υψώνονταν τώρα κάτι παράξενες σκιές. Τραβήχτηκα προς τα πίσω με τρόμο όταν πέρασε ξαφνικά από το νου μου η σκέψη πως οι σκιές που υψώνονταν μπροστά μου, μπορούσαν να μην είναι οι σκιές των όμορφων σπιτιών, αλλά σκοτεινές ζωγραφιές ενός αλλόκοτου ζωγράφου που είχε στήσει το ατελιέ του στη κάμαρα του τρομαγμένου μου μυαλού.

Η ΔΙΣΥΠΟΣΤΑΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Σηκώθηκα και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Είχα μια παράξενη ταραχή. Εκείνη η ξαφνική αποκάλυψη είχε αναστατώσει την ψυχή μου. Ένα ερώτημα έμπηγε τώρα τα νύχια του μέσα μου.. Ήταν άραγε αλήθεια ό,τι είχα νιώσει στα κατάβαθα της ψυχής μου; Ήμουν πράγματι διπλός; Μαύρες σκέψεις άρχισαν να πυκνώνουν και να σκοτεινιάζουν το μυαλό μου σα νέφη απειλητικά. Έβλεπα τους ανθρώπους, άκουγα τις ρόδες των αμαξιών να τρίζουν στους δρόμους, μύριζα την ευωδία των λουλουδιών και συνάμα ένιωθα μέσα μου εκείνο το αθέατο και άγνωστο «ον» να κοιτάει κι αυτό τους ανθρώπους, να ακούει κι αυτό τις ρόδες των αμαξιών που έτριζαν στους δρόμους, μα μυρίζει κι αυτό την ευωδία των λουλουδιών.. Ύψωσα τα μάτια στον ουρανό και είδα τον καιρό που ήταν έτοιμος να βρέξει. «Θα βρέξει» αντήχησε μέσα μου την ίδια στιγμή μια άφθογγη, άηχη φωνή. Τότε ακριβώς κατάλαβα για πρώτη φορά πως η ανθρώπινη λειτουργία που ο Αριστοτέλης ονόμαζε νου, το ον που λίγο πιο πριν αποκάλεσα «πνεύμα», δεν ήταν παρά ένας καθρέφτης μαγικός που «έβλεπε» όσα έβλεπα εγώ, ένα αλλόκοτο ηχείο που «αντηχούσε» όποιον ήχο άκουγα εγώ. ταυτόχρονα μάλιστα με μένα, χωρίς εγώ ή αυτό να προηγείται. Την ώρα όμως που έλεγα μέσα μου «εγώ ή αυτό», αισθάνθηκα κάτω από τα πόδια μου ένα αιφνίδιο χάσμα. Είχα παρομοιάσει το πνεύμα με καθρέφτη μαγικό, που καθρέφτιζε αυτό ακριβώς που έβλεπα κι εγώ. Όμως τι ήταν αυτό που έβλεπα εγώ. Δε δυσκολεύτηκα να απαντήσω. Ήταν εικόνες απλές. «Εικόνες» έβλεπα εγώ, «εικόνες» καθρέφτιζε κι ο νους. Ολόιδιες ακριβώς. Και μάλιστα την ίδια ώρα ακριβώς. «Αν το πνεύμα λοιπόν δεν ήταν παρά ένας καθρέφτης, εγώ τότες τι ήμουν;» ήταν το ερώτημα τώρα. «Ένας άλλος καθρέφτης» ήταν η απάντηση. Και μάλιστα ένας καθρέφτης ολόιδιος ακριβώς με το πνεύμα. που «καθρέφτιζε» τις ίδιες ακριβώς εικόνες. Άρχισα να τα χάνω. Αν και έβλεπα τώρα πως εγώ και το πνεύμα μου ήμασταν «ένα και το αυτό», δεν μπορούσα να αγνοήσω ωστόσο πως «εγώ» ήμουν αυτός που είχα συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του και πως λογικά δεν θα μπορούσα ποτέ να συνειδητοποιήσω την ύπαρξή του, αν αυτό δεν ήταν κάτι ξεχωριστό από μένα. Κάτι παράξενο έκρυβε η διαπίστωση ετούτη. Πλησιάζοντας στο σπίτι που έμενα, ένα άλλο βασανιστικό ερώτημα χοροπηδούσε μέσα μου. «Όταν λέω εγώ, τι ακριβώς εννοώ; Το σώμα ή το πνεύμα μου; Πώς, με ποιο όργανο δηλαδή, συνειδητοποίησα μέσα μου την ύπαρξη αυτού του αλλόκοτου όντος που ονόμασα πνεύμα;» Η απάντηση ήταν απλή. «Χρησιμοποιώντας ασφαλώς όχι κάποιο μέρος του κορμιού μου, από σάρκα, αλλά το ίδιο (μου) το πνεύμα – το άσαρκο πνεύμα». Με την απάντηση αυτή κατάλαβα πως είχα κάνει κιόλας το πρώτο βήμα στο Γολγοθά της αυτογνωσίας. Τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως για να εννοήσω αυτή την άυλη και άγνωστη δύναμη μέσα μου που ονόμαζα «πνεύμα», είχα χρησιμοποιήσει το ίδιο (μου) το πνεύμα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακάλυψα πως «εγώ και το πνεύμα μου» ήμασταν ένα και το αυτό. Ήμασταν όμως πράγματι ένα και το αυτό; «Εγώ», που ήμουν ολόκληρος ένα ακέραιο «πνεύμα», είχα αντίκρυ μου το «ίδιο μου το πνεύμα». Ένα ον λοιπό που συνδιαλεγόταν με τον ίδιο τον εαυτό του, λογικά δεν μπορούσε ποτέ να είναι «ένα και το αυτό» κι ας ήταν φανερό πως το ον αυτό ήταν ένα και το αυτό. Έβλεπα τώρα την αποτρόπαιη αλήθεια. Ό,τι οι άνθρωποι ονόμαζαν «πνεύμα» ήταν ένα δισυπόστατο πλάσμα, ένα ον και ταυτόχρονα δυο. Ό,τι λοιπόν σκεφτόμουν εγώ, ήταν οι σκέψεις που έκανε «το ίδιο (μου) το πνεύμα». Με τη διαπίστωση αυτή ανοίχτηκε μπροστά μου ένα άλλος γκρεμός. «Όταν λέω ‘‘εγώ’’», ξαναείπα μέσα μου, «τι ακριβώς εννοώ;» Πριν αρχίσω να ανεβαίνω τη σκάλα του διώροφου σπιτιού μου, στάθηκα ένα λεπτό για να ακούσω τα αόρατα χείλια, που δε σταματούσαν να μιλούν μες στην ψυχή μου, τη μοιραία απάντηση. «Όταν λέω ‘‘εγώ’’ εννοώ το ίδιο μου το πνεύμα, γιατί από όλο τον ανθρώπινο οργανισμό μονάχα το πνεύμα μπορεί να σχηματίσει την έννοια του ‘‘εγώ’’». Ό,τι λοιπόν είχα σκεφτεί λίγη ώρα πιο πριν για κείνο το «άυλο, αιθέριο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο, και φευγαλέο κάτι, που ζούσε και κυκλοφορούσε ελεύθερο μες στο κορμί μου και συγκεκριμένα σε κείνο το μέρος του σώματος που οι άνθρωποι ονόμαζαν ‘‘κεφάλι’’», ό,τι είχα σκεφτεί «εγώ» δηλαδή για το «πνεύμα» (μου), δεν ήταν ουσιαστικά τίποτα άλλο από έννοιες που είχε πλάσει το ίδιο (μου) το πνεύμα, στην προσπάθειά του να συλλάβει την έννοιά του – ήταν το «ίδιο το δισυπόστατο πνεύμα». Έβλεπα καθαρά τώρα πια μέσα σε κείνον τον αλλόκοτο και παραμορφωτικό καθρέφτη, πως ό,τι οι συνάνθρωποί μου ονόμαζαν «μυαλό», «νου», «διάνοια» ή «πνεύμα», ήταν πράγματι ένα δισυπόστατο πλάσμα, ένα αλλόκοτο ον που μπορούσε ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή δηλαδή, την ίδια ώρα ακριβώς, να είναι υποκείμενο και αντικείμενο, ποιούν και πάσχον ταυτόχρονα, εκείνης της νοητικής τραγωδίας που θεωρούσε ύψιστη αρετή ο Σωκράτης κι οι άνθρωποι αποκαλούν αυτογνωσία.

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ. Την άλλη μέρα ξύπνησα με κεφάλι βαρύ. Ένιωθα εκείνο το «κεφάλι» σαν ένα στενάχωρο κλουβί. Πάνω στις βέργες του κρανίου χτυπούσε τώρα τα φτερά του ένα δικέφαλο πουλί. Πήρα το πρωινό ρόφημα, φόρεσα τη ζακέτα μου και βγήκα στο δρόμο, που οδηγούσε χαμηλά στο μουράγιο. Έφτασα την ώρα που ξεκινούσαν τα πλοία για το μεγάλο ταξίδι στον απέραντο ωκεανό. Η θάλασσα ήταν κάλμα. Έπιασα ένα πόστο πάνω στην προκυμαία κι άρχισα να χαζεύω παρατηρώντας την κίνηση στο λιμάνι. Έβλεπα τα κύματα να σπάζουν στον κυματοθραύστη της Νέας Υόρκης γλυκά, άκουγα τους γλάρους να κράζουν θρηνητικά, κοίταζα τα ψαροκάικα να χάνονται στον ορίζοντα, γέμιζα τα πνευμόνια μου με τη μυρωμένη θαλασσινή αύρα και χάιδευα ηδονικά τη μακριά μου γενειάδα. Βυθισμένος σε κείνη την πρωινή μαγεία, άκουσα ξαφνικά ένα γρύλισμα δίπλα μου. Κοιτάζοντας δεξιά, είδα ένα σκύλο να τρέμει κοντά μου. Ήταν ένα από κείνα τα αδέσποτα σκυλιά που αλητεύουν σε όλα τα λιμάνια. Ο πειναλέος σκύλος με τη γλώσσα να κρέμεται απέξω «έβλεπε» κι αυτός «τα κύματα να σπάζουν στον κυματοθραύστη της Νέας Υόρκης γλυκά, άκουγε κι αυτός τους γλάρους να κράζουν θρηνητικά, κοίταζε τα ψαροκάικα να χάνονται στον ορίζοντα, γέμιζε τα πνευμόνια του με τη μυρωμένη θαλασσινή αύρα κι έγλυφε ηδονικά πότε πότε τα μακριά του ποδάρια». Κοίταξα ένα λεπτό εκείνο το ανύποπτο ζώο κι ύστερα άκουσα μέσα μου εκείνη την άφθογγη και άηχη φωνή να ψελλίζει με δόλο: «Για δες, αυτό το άλαλο και άλογο ζώο. Βλέπει όπως εγώ κι εσύ, τα κύματα να σπάζουν στον κυματοθραύστη της Νέας Υόρκης γλυκά. ακούει όπως κι εσύ, τους γλάρους να κράζουν θρηνητικά. Κοτάζει όπως κι εσύ τα ψαροκάικα να χάνονται στον ορίζοντα. Γεμίζει όπως κι εσύ τα πνευμόνια του με τη μυρωμένη θαλασσινή αύρα. Και γλύφει ηδονικά, όπως χαϊδεύεις κι εσύ ηδονικά τη γενειάδα σου, τα μακριά του ποδάρια. Πες μου, σε τι διαφέρουν ετούτη την ώρα αυτές οι παράλληλες και «όμοιες» εμπειρίες σας, ενός αμέριμνου ανθρώπου δηλαδή από την όμοια εμπειρία ενός αμέριμνου ζώου; Όσο μεγάλη κι αν ήταν η ταραχή που ένιωθα μες στην ψυχή μου, ήξερα πια πώς να απαντήσω. Γιατί γνώριζα βαθιά πως μόνο «εγώ έβλεπα τα κύματα να σπάζουν στον κυματοθραύστη της Νέας Υόρκης γλυκά». μόνο «εγώ άκουγα τους γλάρους να κράζουν θρηνητικά» μόνο «εγώ κοίταζα τα ψαροκάικα να χάνονται στον ορίζοντα». μόνο «εγώ γέμιζα τα πνευμόνια μου με τη μυρωμένη θαλασσινή αύρα». Γιατί μόνο εγώ ήμουν προικισμένος (sic) με πνεύμα και μόνο εγώ μπορούσα να έχω «συνείδηση» αυτών των»εννοιών» και μάλιστα με άμεσο, αυτόματο, ακαριαίο και ασυνείδητο, θα έλεγα, τρόπο. Πραγματικά, ενώ εκείνο το άλογο ζώο ανάσαινε κοντά στα κύματα και τους γλάρους, δίπλα στα ψαροκάικα ακριβώς, «δεν έβλεπε», «δεν άκουγε», δε μύριζε» εκείνα τα πράγματα όπως εγώ που ανάσαινα, όχι δίπλα σε κείνα τα πράγματα αλλά μέσα στις άυλες έννοιές τους. Δοκίμασα να «ζήσω» κι εγώ, έστω και για ένα κλάσμα δευτερολέπτου μονάχα, όπως εκείνο το άλογο ον. Έκλεισα τα μάτια λοιπόν και «βυθίστηκα» στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν άργησα όμως να καταλάβω πόσο ματαιοπονούσα. Γιατί συνειδητοποίησα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να χαθώ και να ζήσω στο απόλυτο κενό, σε ένα κενό δηλαδή άδειο από τη μεστή (και άγρυπνη δυστυχώς) έννοιά του. Σε κείνη την προκυμαία λοιπόν μάθαινα τώρα μιαν άλλη αλήθεια. Πως το έλλλογο ον που ονομάζεται «άνθρωπος», δεν μπορεί να δει όπως βλέπει ο σκύλος, δεν μπορεί να περπατήσει όπως, να φάει, να τεντωθεί ή να ξυστεί, όπως περπατάει, όπως τεντώνεται, όπως ξύνεται ή όπως τρώει ο σκύλος. πως δεν μπορεί κοντολογίς να υπάρξει όπως υπάρχει ο σκύλος, ο γλάρος, το νερό, τα βουνά, όπως υπάρχει η αύρα που φυσά, σαν ένα απλό «ασυνείδητο κάτι» δηλαδή μες στο σύμπαν. πως ο μόνος τρόπος για να «υπάρχει» είναι να ζει και να σχηματίζει αυτόματα και ταυτόχρονα –συνειδητά ή ασυνείδητα- την έννοια πως «βλέπει, πως «περπατάει», πως «τρώει», πως «ζει» δηλαδή. με άλλα λόγια να «αναπνέει» διαρκώς με τα «πνευμόνια» του ακοίμητου μυαλού του.

Η ΜΙΣΕΡΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. «Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος;» αναρωτήθηκα, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού. Είχε μεσημεριάσει. Μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται στον ουρανό. «Τι είναι λοιπόν αυτό το άγνωστο ον που ονομάζουμε άνθρωπο; Είναι ένα ον με σάρκα και οστά ή μια άυλη σκιά; Τι είμαι εγώ ο ίδιος;» αναρωτήθηκα για δεύτερη φορά, δρασκελώντας ένα χαντάκι. «Μη, μη βιαστείς να απαντήσεις», άκουσα μέσα μου εκείνη την άγνωστη φωνή να ψιθυρίζει πονηρά.» Πριν απαντήσεις, σκέψου καλά ‘‘ποιος είναι αυτό που ρωτάει’’. Δε θα δυσκολευτείς καθόλου να καταλάβεις πως ‘‘αυτός που ρωτάει’’ είσαι εσύ ο ίδιος. Πως εσύ είσαι που ρωτάς και θέλεις να μάθεις την αληθινή σου ταυτότητα. Πρόσεξε ακόμα και τούτο. Πουθενά σ’ όλη την πλάση δε θα βρεις δεύτερο πλάσμα εξόν από σένα, εξόν από τον ‘‘άνθρωπο’’ δηλαδή, που να ρωτάει γυρεύοντας να μάθει ‘‘ποιος είναι’’, που να γυρεύει να μάθει την αληθινή του ταυτότητα. Μόνο εσύ, μόνο ο άνθρωπος δηλαδή ‘‘νιώθει’’ πως δεν είναι ακέραιο, ενιαίο και ολόκληρο ον. μόνο αυτός ‘‘νιώθει λειψός’’ και γυρεύει την αληθινή του ‘‘ταυτότητα’’ –ένα συμπλήρωμα για να υπάρξει. Ενώ το δέντρο, η θάλασσα, το νερό, το βουνό κι όλα τα πλάσματα του άλογου κόσμου είναι πράγματι ‘‘τέλεια’’ όντα. γιατί κάθε ον αυτού του άψυχου κόσμου είναι ένα ‘‘όλο μέσα στο όλο’’ (totus-in-toto) κι όχι, όπως το δισυπόστατο πνεύμα, ‘‘ένα μέρος μέσα σε ένα δισυπόστατο όλο’’».

ΕΝΑ ΔΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟ ΟΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΔΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ. «Δε με ξεγελάς, πονηρό φίδι», απάντησα εγώ σε κείνη την υποχθόνια φωνή. «Ξέρω καλά την ψυχή σου. Ναι, ‘‘εγώ’’ είμαι αυτός που ρωτάει. Δεν αντιλέγω καθόλου. ‘‘Εγώ και συ’’ όμως, δόλιο πνεύμα, είμαστε ένα. Μην το ξεχνάς. Είναι δική σου διδαχή. Εσύ λοιπόν –το ίδιο μου το πνεύμα- είσαι που ρωτάς και θέλεις να μάθεις την αληθινή φύση του ανθρώπου, την αληθινή μου φύση δηλαδή, τη δική σου ψυχή τελικά, γιατί εγώ κι εσύ είμαστε ‘‘ένα’’ –μην το ξεχνάς». Άρχισα να παραπατάω, ζαλισμένος από το μπέρδεμα που ένιωθα μες στο μυαλό μου. Άκουγα δυο φωνές να «συνομιλούν» εντός μου κι ενώ ήξερα πως οι φωνές εκείνες ήμουν ο ίδιος εγώ, «ένιωθα» συνάμα πως δεν ήμουν εγώ αλλά δυο ξένοι μες στον ίδιο μου εαυτό.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΜΙΑ «ΕΝΝΟΙΑ». «Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος; Είναι ένα ον με σάρκα και οστά ή είναι μια άυλη σκιά;» -ξαναρώτησε μέσα μου εκείνο το φιλοπερίεργο πλάσμα που ονόμαζα «πνεύμα». Δε βιάστηκα όμως να απαντήσω. Έκανα πρώτα ένα μικρό «απολογισμό». Το προηγούμενο βράδυ, σε κείνο το ήσυχο και δροσερό σοκάκι, είχα συνειδητοποιήσει μέσα μου «κάτι άυλο, αιθέριο, απροσδιόριστο, ασύλληπτο και φευγαλέο», ένα «περίεργο ον», θα μπορούσα να πω, που είχε την παράξενη ικανότητα, αν και απροσδιόριστο, ασύλληπτο και φευγαλέο αυτό καθαυτό, να κάνει «αισθητή διαρκώς» την αλλόκοτη παρουσία του μέσα μου. Ένιωθα επίσης πως αυτό το φευγαλέο κάτι, που συμβατικά είχα ονομάσει, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, «πνεύμα», ήμουν ο ίδιος εγώ και πως «εγώ» ή «εκείνο το πνεύμα» (μου) ήμασταν ένα αλλόκοτο «σύμπλεγμα» από δύο ασώματες, ανάερες, απροσδιόριστες και αταύτιστες υποστάσεις. από δύο ασχημάτιστα και νοερά, αυθύπαρκτα αλλά και αναπόσπαστα, «έμβρυα». Βρισκόμουν τώρα έξω από τη δημόσια βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Ήταν ένα μαρμάρινο κτήριο με κίονες στην είσοδο. Ψιχάλιζε. Προχώρησα λοιπόν και μπήκα σε κείνο τον επιβλητικό ναό του πνεύματος. Στο έρημο αναγνωστήριο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κάθισα κάπου ώσπου να πάψουν οι ψιχάλες και αυτοσυγκεντρώθηκα. Ύστερα από βαθιά περισυλλογή διαπίστωσα πως το προηγούμενο βράδυ είχα δώσει ασυναίσθητα έναν «ορισμό» του «πνεύματος». Είχα εντοπίσει βαθιά μέσα μου, όπως είπα, «κάτι άυλο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο και φευγαλέο», «μια αζωγράφιστη, ανεικόνιστη εικόνα, μια άηχη, άφθογγη φωνή». Ο ορισμός αυτό ήταν ολοφάνερα μια σειρά από έννοιες που φυσικά δεν με ικανοποιούσαν καθόλου, γιατί δεν απαντούσαν καθόλου στο επίμονο ερώτημα τι ήταν εκείνο το «άυλο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο και φευγαλέο κάτι», τι ήταν εκείνη «η αζωγράφιστη, ανεικόνιστη εικόνα», αυτή η άηχη και άφθογγη φωνή. Με μια νοητή γομολάστιχα έσβησα όλες αυτές τις έννοιες από το μαυροπίνακα του μυαλού. Την επόμενη κιόλας στιγμή ήμουν στο «απόλυτο κενό» - το μυαλό μου ήταν μια «σελίδα λευκή». Ωστόσο μέσα σε κείνο το αλλόκοτο «κενό», ανακάλυψα πως το «πνεύμα» δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς κάποια έννοια (του). Καταστρέφοντας όλες εκείνες τις (έστω και αρνητικές) έννοιες, είχα αφανίσει την ίδια την έννοιά του – την ίδια την ύπαρξή μου δηλαδή. Επαλήθευσα αυτή την απλή αλήθεια με μια νέα δοκιμή. Είπα μέσα μου: «Πνεύμα είναι η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου». κι αμέσως πήρα τη γομολάστιχα κι έσβησα όλες αυτές τις έννοιες. Σβήνοντας και την «τελευταία» έννοια. Αφανίστηκε «το ίδιο (μου) το πνεύμα». Ήταν φανερό λοιπόν πως το πνεύμα (μου) δεν ήταν παρά μια «έννοια».

Ο «ΑΝΘΡΩΠΟΣ» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΕΝΝΟΙΑ. Μπορούσα όμως να πω το ίδιο και για τον «άνθρωπο»; Μπορούσα να πω δηλαδή πως ολόκληρος ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «απλή έννοια»;» Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος;» - αναρωτήθηκα με ρίγος μέσα σε κείνη την αράγιστη σιωπή. «Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απλή έννοια», απάντησε με εκδικητικό ύφος το ίδιο μου το πνεύμα. «Είσαι γελασμένος, φίλε μου», αποκρίθηκα εγώ, «αν νομίζεις πως μπορώ ποτέ να συμφωνήσω μαζί σου. Είπες πως ο ‘‘άνθρωπος’’ δεν είναι παρά μια απλή έννοια, μια ‘‘σκιά’’ (σου) δηλαδή που έχεις αναζωογονήσει εσύ ο ίδιος – το ίδιο (μου) το πνεύμα. Πώς μπορώ να δεχτώ μια άποψη τόσο εξωφρενική και γελοία, όταν ο ‘‘άνθρωπος’’ είναι σε όλους γνωστό πως δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το ‘‘σώμα’’, πως ο ‘‘άνθρωπος’’ είναι ένα ον με σάρκα και οστά δηλαδή. Ο ‘‘άνθρωπος’’ λοιπόν δεν είναι κάτι άυλο, αόριστο, μια αέρινη ύπαρξη, ένα άπιαστο φάντασμα, αλλά ένα ‘‘σώμα’’ τέλεια οργανωμένο, που ‘‘σίγουρα’’ μπορείς να αγγίξεις, να πιάσεις και να αισθανθείς». «Πρόσεχε, πρόσεχε», είπε το πνεύμα, «έρχεται μπόρα μεγάλη. Φυλάξου μη βραχείς. Άκου λοιπόν, ασυλλόγιστε νεαρέ. Αυτό που ονόμασες ‘‘άνθρωπο’’ δεν είναι σου λέω, παρά πλάσμα δικό μου, μια απλή έννοια – το ίδιο ασύλληπτο φάντασμά μου. Πάρε ξανά εκείνη τη νοητή γομολάστιχα και σβήσε από το μυαλό σου τον άνθρωπο, όπως έκανε λίγο πιο πριν. Τι παρατηρείς; Ο ‘‘άνθρωπος’’ έχει χαθεί στα ερέβη του σύμπαντος, όπου είναι χαμένοι εκατομμύρια ‘‘άγνωστοι’’ κόσμοι – άπειρα αστέρια, κομήτες, γαλαξίες και δορυφόροι. Φέρε τώρα πάλι στο νου σου τον ‘‘άνθρωπο’’. Τι παρατηρείς; Ο ‘‘άνθρωπος’’ ζει μια καινούρια ζωή. Όσο για το ‘‘σώμα’’ δεν είναι τίποτα άλλο κι αυτό παρά μια απλή έννοια. Για να ‘‘αγγίξεις’’ ή να το ‘‘πιάσεις’’ δεν χρειάζεσαι χέρια, αλλά μονάχα μυαλό. Γιατί δεν μπορείς να ‘‘αγγίξεις’’ το σώμα, αν δε σχηματίσεις ταυτόχρονα, ασυναίσθητα, αυτόματα και αυθόρμητα, την έννοια πως ‘‘αγγίζεις’’ το σώμα. Το ‘‘άγγιγμα’’ δεν είναι καθόλου πράξη ‘‘σωματική’’ αλλά πράξη καθαρά νοητική. Φέρε ετούτη την πέτρα σε επαφή με κείνο το ξύλο. Αν και είναι φανερό πως η πέτρα ‘‘αγγίζει’’ το ξύλο, είναι απόλυτα βέβαιο ωστόσο, πως η ίδια η πέτρα ‘‘δεν αγγίζει’’ το ξύλο. Δεν μπορεί να το ‘‘αγγίξει’’, γιατί δεν μπορεί να σχηματίσει ταυτόχρονα, ασυναίσθητα και αυτόματα, την έννοια πως αγγίζει εκείνο το ξύλο». Άκουγα εκείνα τα λόγια με δέος.

ΤΟ ΔΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟ ΠΝΕΥΜΑ Ή Η ΣΚΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΙΑΣ. «Αν ό,τι ονομάζουμε ‘‘πνεύμα’’ δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απλή έννοια, αν ο ‘‘άνθρωπος’’ δεν είναι τίποτα άλλο κι αυτός παρά μια απλή έννοια. αν αυτό που ονομάζουμε ‘‘έννοια’’ δεν είναι παρά μια φευγαλέα ‘‘σκιά του μυαλού’’, σημαίνει τότε πως ο ‘‘άνθρωπος’’, ‘‘το πνεύμα μου’’, ‘‘ο ίδιος εγώ’’ δηλαδή δεν είμαι τίποτα άλλο παρά μια άμορφη σκιά – μια ‘‘σκιά’’ της σκιάς που ονόμαζα πνεύμα (μου), μια σκιά της σκιάς μου». Λίγο ήθελα να ξεφωνήσω μέσα σε κείνη την απόκοσμη σιωπή. Για να γλυτώσω από τα σαγόνια αυτής της αδυσώπητης λογικής, ρίχτηκα μες στη βροχή που οργίαζε σε όλη τη φύση. Μια παχιά ομίχλη είχε σαβανώσει και είχε εξαϋλώσει όλη την πόλη. Έβλεπα τους ανθρώπους να τρέχουν στο δρόμο σα λευκές ανάερες οπτασίες. Μια τρεμούλα συγκλόνιζε το εκτεθειμένο κορμί μου. Έτρεχα για το σπίτι κι άκουγα την καρδιά μου να κλωτσάει δυνατά – ήταν έτοιμη να σπάσει. Όταν βρέθηκα πια στην κάμαρά μου, έβγαλα τη μουσκεμένη ζακέτα μου κι έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι. Ήμουν κουρέλι.

Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ. Ξύπνησα όταν είχε πια σουρουπώσει. Ήξερα τώρα πως ό,τι εννοούσα με τη λέξη «εγώ», ό,τι εννοούσα με το όνομα «Μέλβιλ», ήταν ένα και το αυτό με ένα άγνωστο, φευγαλέο, σκιώδες και αόρατο ον. με ένα επικίνδυνο ον που τόσο εγώ όσο και οι ανύποπτοι, αφελείς και φιλήσυχοι συμπολίτες μου συντηρούσαμε στα βάθη του είναι μας. με ένα ον που εκείνοι ονόμαζαν «πνεύμα» και δεν ήταν άλλο από τον άγνωστο εαυτό μας. Ήξερα λοιπόν πως ότι αποκαλούσα ο ίδιος εγώ «πνεύμα», δεν ήταν παρά μια πλαστή «έννοια», η έννοιά του, η ίδια η έννοιά μου, κάτι άγνωστο δηλαδή που είχε σκαρώσει το ίδιο το μυαλό, ο ίδιος ο εαυτός μου, χρησιμοποιώντας σαν πηλό τον εύπλαστο εαυτό του Ένιωθα μάλιστα αυτό το αεικίνητο και άγνωστο ον να τρέχει και να φεύγει διαρκώς μπροστά μου κι εγώ να ακολουθώ σα σκιά μια σκιά. Ναι, είχα ριχτεί σε ένα εξωφρενικό κυνήγι –εγώ, ένα ασύλληπτο φάντασμα, κυνηγούσα να συλλάβω την ασύλληπτη σκιά μου, τον εαυτό μου δηλαδή – την αληθινή έννοιά του. Έβλεπα να κρατάει τα γκέμια μια αχαλίνωτη «μονομανία» και να οδηγεί το «αφηνιασμένο» μυαλό μου στον πιο απάνθρωπο γκρεμό. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον «ξαναμμένο» μου νου. «Κυνηγός και θήραμα» ήμουν ο ίδιος «εγώ» - ο άγνωστος εαυτός μου. Όλο αγωνία ρωτούσα διαρκώς «ποιος είμαι;» και την ίδια στιγμή ένιωθα τον εαυτό μου να χάνεται σαν ασύλληπτο κήτος στον αβυσσαλέο βυθό.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ Ή ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ. Ωστόσο, όσο εξωφρενικό κι αν ήταν αυτό το κυνήγι, δεν μπορούσε να γίνει με άλλο μέσο εκτός από το καράβι της πατροπαράδοτης λογικής. Με αυτό το καράβι ταξίδευα κιόλας σε έναν απέραντο ωκεανό. Χρησιμοποιώντας τις θεμελιώδεις αρχές και του κανόνες της ΤΥΠΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ του Αριστοτέλη, είχα αρχίσει να ξεστρατίζω σε άγνωστα ως τώρα πελάγη. Με βάση τους τύπους εκείνους, που ο αρχαίος σοφός ονόμαζε κρίσεις και συλλογισμούς, με εργαλεία τους τύπους αυτούς που είχαν σαν προϋπόθεση εκείνες τις πρώτες αρχές, έβλεπα πια πως η αριστοτελική και αλάνθαστη «λογική» μας, που στηριζόταν σε αυτές ακριβώς τις αδιάσειστες, αυταπόδεικτες και πατροπαράδοτες αλήθειες, σε κείνες τις θεμελιώδεις λογικές αρχές, που όριζαν το ανθρώπινο πνεύμα σαν κάτι ενιαίο και αρμονικό, σαν κάτι που εκδηλώνεται πότε θετικά και πότε αρνητικά και ποτέ δε βρίσκεται σε «μέση» ή «τρίτη» κατάσταση, σαν κάτι που αρμολογεί τον κόσμο και συγκροτεί το σύμπαν – ετούτη η πατροπαράδοτη λογική, λέω, ήταν ένας χάρτινος πύργος, χτισμένος στην άμμο. Γιατί αυτές οι αρχές που δεν ήταν παρά αυθαίρετα «δόγματα», είχαν απατήσει μυριάδες γενιές. Έβλεπα τώρα πως σε αυτές τις πρώτες αρχές κρυβόταν μια άλλη αλήθεια – μια εντελώς αντίθετη και αποτρόπαιη αλήθεια. Απέρριψα όλα όσα δίδασκε ετούτη η λογική σχετικά με τη φύση του αλλόκοτου όντος, που η ίδια βάφτιζε (και ησύχαζε) άνθρωπο, πνεύμα, συνείδηση, λόγο, μυαλό, αντίληψη, νου, νόηση, διάνοια, διανόηση, καρδιά, μνήμη, αίσθηση, σκέψη, υποσυνείδητο, φαντασία, ευφυΐα, και στοχασμό –αρνήθηκα δηλαδή όλες τις ιδιότητες που απέδιδαν στο ανθρώπινο πνεύμα εκείνες οι πρώτες αρχές- κι άρχισα έναν άνισο αγώνα για να συλλάβω την τερατώδη έννοια αυτού του άγνωστου όντος, να γνωρίσω δηλαδή την αληθινή φύση του. Ως τότε ζούσα όπως όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, μηχανικά δηλαδή, ακολουθώντας τυφλά τους κανόνες που είχαν θεσπίσει η ανθρώπινη επιστήμη και όλες οι υπόλοιπες ανθρώπινες τέχνες, με μοναδικό γνώμονα τους ιερούς, απαράβατους και αναμφισβήτητους νόμους της ΤΥΠΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ του Αριστοτέλη. Με αυτούς τους κανόνες, που είχαν περάσει από το αρχαίο και ατσάλινο κόσκινο της ΤΥΠΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ μυριάδες φορές, οι άνθρωποι είχαν οικοδομήσει τη ζωή και τον «πολιτισμό» της στεριάς και είχαν «μεγαλουργήσει» (sic).

Η ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΓΟΝΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ. Εγώ ωστόσο, ύστερα από κείνη τη νωπή δοκιμασία, ήμουν αποφασισμένος να ξεκινήσω από την ίδια αρχέγονη αφετηρία, που είχαν ξεκινήσει ο Αριστοτέλης και ο Παρμενίδης. Με μόνο όπλο λοιπόν την απλή και πατροπαράδοτη λογική μας, αυτήν που μού ’χε αποκαλύψει την πρώτη αλήθεια πως η αρχή της ταυτότητας ήταν μια καθαρή αυταπάτη, γιατί το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι ένα και το αυτό, αλλά μια διχασμένη και δισυπόστατη φύση, ρίχτηκα σ’ αυτό το κυνήγι με μυαλό καθαρό, χωρίς προκαταλήψεις, σαν αγνός πρωτόγονος κυνηγός. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα στη σκοτεινή μου κάμαρα, ήταν μια ασυγκράτητη επιθυμία, ένα πρωτόγνωρο «πάθος» που ανάβλυζε μέσα από την ίδια την ψυχή μου –με είχε συνεπάρει πια εκείνο το αλλοπρόσαλλο κυνήγι. Ήξερα πως δε θα μπορούσα ποτέ να ησυχάσω αν δεν έφτανα ως την άκρη, αν δεν έμπαινα στο απαγορευμένο «ιερό», αν δεν φώτιζα τη σκοτεινή «κρύπτη» όπου ήταν θαμμένο το αρχαίο μυστικό. Ήξερα ακόμα πως εκείνη η άγρια και αχαλίνωτη δύναμη που σάρωνε σαν πούπουλο την ψυχή μου και την ρουφούσε όπως το Νάρκισσο στα σκοτεινά ερέβη του «είναι» μου, ήταν η ίδια η ψυχή μου. Το ίδιο μου το πνεύμα που γύρευε να συλλάβει την αληθινή του φύση.

Ο ΑΠΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα μες στο νεογέννητο δειλινό δυο αμέριμνα παιδάκια να παίζουν. Και λίγο παρέκει μια γαλήνια γριούλα να πλέκει. Η μακαριότητα άπλωνε το χέρι της να με χαϊδέψει –τόσο επιβλητική ήταν εκείνη η αθόρυβη αρμονία, που ντράπηκα νιώθοντας τη βέβηλη ταραχή μου να θορυβεί. Τα παιδάκια έπαιζαν, η γιαγιά μειδιούσε γλυκά. Τίποτα δεν «ήξερα», τίποτα δεν «ζητούσαν». Μια παράξενη αθωότητα έλαμπε στα πρόσωπά τους. Η ευλογημένη ασυνειδησία τους, με τον ατάραχο ύπνο της, ζωογονούσε και γαλουχούσε διαρκώς την ψυχή τους. «Η ευλογημένη ασυνειδησίας τους!» κάγχασα μέσα μου. Κούφια λόγια. Ήταν άραγε εκείνα τα ανύποπτα παιδιά «αθώα»; Η ευτυχισμένη και ασυνείδητη ζωή τους δε θήλιαζε κι αυτή ολημερίς το νήμα στο δίχτυ του ίδιου ανυποψίαστου κακού; Ω ναι, ένιωθα κάτι φριχτό να σαλεύει στον αέρα και να μολύνει την άκακη γιαγιά και τούτα τα αθώα παιδιά. Κάποιο πανανθρώπινο δράμα παιζόταν σε μια παγκόσμια σκηνή.

Η ΑΥΘΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΘΡΩΠΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Ωστόσο ο μαύρος βυθός που με τραβούσε εκείνη την ώρα δεν ήταν άλλος παρά μόνο ο «σκοτεινός» μου εαυτός. Κοίταξα μες στο σπασμένο καθρέφτη κι είδα ένα εξαγριωμένο πρόσωπο να σκίζεται στα δύο. «Ποιος είμαι λοιπόν;» ψέλλισα άθελα κι αμέσως το σκοτεινό δωμάτιο φωτίστηκε από ένα εκτυφλωτικό φως. Ήταν η λάμψη του ίδιου ακονισμένου σπαθιού –μιας αυτοσυνειδησίας φριχτής. Γιατί εκείνη ακριβώς την ώρα συνειδητοποίησα πως το αεικίνητο, αιθέριο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο και φευγαλέο «κάτι», που ζούσε «μια δική του ζωή» μες στο κορμί μου, εκείνο το άγνωστο ον που οι άνθρωποι ονόμαζαν «πνεύμα», «νου», «νόηση», «ψυχή», «καρδιά», «μυαλό», δεν ήταν καθόλου «αυθύπαρκτο». Έβλεπα τώρα πως η αυθυπαρξία εκείνη μες στο ίδιο μου το σώμα ήταν μια αθέατη, αβάσταχτη σκλαβιά. Γιατί ένιωθα πως «ο ίδιος εγώ», «ο αθέατος εαυτός μου», «το ίδιο μου το πνεύμα» ή εκείνο το «ακαθόριστο κάτι» που ονόμαζα «πνεύμα», όσο απροσδιόριστο κι αν ήταν, έπρεπε να δώσει μιαν απάντηση σε κείνο το επίμονο ερώτημα, έπρεπε να συλλάβει την έννοιά του για να υπάρξει. πως ο ίδιος εγώ έπρεπε να σχηματίσω μιαν έννοια –την αληθινή έννοιά μου- για να υπάρξω. πως άρχιζα να «ζω» και ζούσα την «αυθύπαρκτη» ζωή μου, από τη στιγμή ή τη στιγμή που γινόμουν πράγματι «πνεύμα», μια «έννοια» δηλαδή. Η αποκάλυψη ετούτη ήταν μοιραία για μένα. Γιατί ο ίδιος εγώ –ένας νεαρός συγγραφέας που «διψούσε» για ζωή και αναζητούσε με πάθος την «αλήθεια»- συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να υπάρξω χωρίς να ορίσω την αληθινή μου ταυτότητα, χωρίς να συλλάβω την αληθινή έννοιά της, χωρίς να απαντήσω τελικά στο βασανιστικό ερώτημα «ποιος είμαι».

Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Από κείνη την ώρα λοιπόν έπαψα να είμαι «ο Μέλβιλ» κι έγινα ένα «τραγικό, ασώματο, άυλο και ανώνυμο ον», «ένα στοιχειωμένο και άγνωστο ον», που περιπλανιόταν εναγώνια σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, σε όλα τα νησιά και τα πελάγη, γυρεύοντας την έννοιά του –μια «σάρκα»- για να υπάρξει. Ζωή μου πια ήταν η περιπλάνησή μου -η αιώνια μετάβασή μου από τη μια έννοια στην άλλη, σε μια έννοια κάθε φορά δηλαδή που δεν ήταν ποτέ η αληθινή έννοιά μου. Γιατί η έννοια ετούτη ήταν ένα ασύλληπτο φάντασμα. Σε αυτό το ατέλειωτο και μαρτυρικό ταξίδι κάθε «έννοια» που συναντούσα, κάθε «έννοια» που χτυπούσα με το καμάκι μου, γύρευε την (αληθινή) έννοιά της για να υπάρξει. Γιατί το «αεικίνητο» στοιχειό που λυσσομανούσε μέσα μου, μόλις σχημάτιζε την έννοιά του, την ίδια στιγμή ακριβώς γύρευε την έννοια αυτής της συγκεκριμένης έννοιάς του για να υπάρξει, μια έννοια δηλαδή που δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει, γιατί κάθε έννοιά του γύρευε την έννοιά της για να υπάρξει.

ΤΟ ΔΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΜΗΤΡΑ ΚΑΙ ΝΕΟΓΝΟ ΣΥΝΑΜΑ. Καθώς η άμορφη νύχτα άπλωνε τα δίχτυα της σε όλο το στερέωμα, «εκείνο το απρόσωπο δισυπόστατο ον» που οργίαζε μέσα μου, συνειδητοποίησε σε κείνη τη θεοσκότεινη κάμαρα, μιαν άλλη ακόμα φριχτότερη αλήθεια. Θυμήθηκα «τα όμορφα και επιβλητικά σπίτια» που είχα δει την προηγούμενη μέρα σε κείνο το ήσυχο και δροσερό σοκάκι, έφερα πάλι στο νου «τα κύματα» που είχα δει το πρωί «να σπάζουν στον κυματοθραύστη της πόλης», «τους γλάρους» που είχα ακούσει «να κράζουν θρηνητικά» και ανακάλυπτα με δέος πως εκείνες οι «ανεικόνιστες εικόνες», εκείνες οι αιθέριες ζωγραφιές ήμουν «ο ίδιος εγώ», «ατόφιος εγώ», «εγώ» που δεν μπορούσα «να υπάρξω» χωρίς τις έννοιες τούτες. Διαπίστωνα με τρόμο λοιπόν πως εκείνος ο μαγικός «καθρέφτης», εκείνο το αλλόκοτο «ηχείο» μέσα μου, δεν ήταν μόνο καθρέφτης, μόνο ηχείο, αλλά ήταν καθρέφτης και είδωλο, ηχείο και ήχος, καλούπι και ομοίωμα, σφραγίδα και αποτύπωμα ταυτόχρονα, κάτι αληθινά «δισυπόστατο» μέσα μου. κάτι που για να ζει έπρεπε να μετασχηματίζει διαρκώς τον ίδιο τον εαυτό του σχηματίζοντας «σπίτια», «κύματα», «γλάρους, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να υπάρξει. Συνειδητοποίησα λοιπόν πως εκείνο το δισυπόστατο ον, ο ίδιος εγώ δηλαδή, ήμουν συνάμα η μήτρα και το νεογνό στον πιο εξωφρενικό «τοκετό» που επινόησε ο δημιουργός. Την στιγμή που το πνεύμα (μου) γεννούσε μια οποιαδήποτε έννοια (του), εκείνη ακριβώς τη στιγμή λάβαινε σάρκα και οστά «η ίδια η ύπαρξή του, ή ίδια η έννοιά του» -ο ίδιος εαυτός μου δηλαδή. Το «πνεύμα» (μου), τη στιγμή που «γεννούσε», εκείνη ακριβώς τη στιγμή «γεννιόταν». τη στιγμή που «οικοδομούσε», εκείνη ακριβώς τη στιγμή «κτιζόταν». τη στιγμή που «κυνηγούσε», εκείνη ακριβώς τη στιγμή «θηρευόταν».

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΔΥΟ ΔΙΔΥΜΟΙ, ΔΥΟ ΣΙΑΜΑΙΟΙ, ΕΝΑΣ ΣΩΣΙΑΣ. Άλλη μια φορά λοιπόν εκείνο το άγνωστο ον επαλήθευε τη «δισυπόστατη» φύση του. Άλλη μια φορά συνειδητοποιούσε πως ό,τι ονομαζόταν «συνείδηση» ή «αυτοσυνείδηση», δεν ήταν παρά μια δίδυμη έννοια, όπως το σώμα των σιαμαίων, ένας σωσίας δίπλα σε ένα αλλόκοτο πρότυπο. Εκείνο το παράξενο ον που ήξερα ίσαμε τότε με το όνομα «Μέλβιλ», εκείνο το αξιολύπητο ον, που είχε χάσει για πάντα το όνομα ή την ταυτότητά του, ήξερε πια πως ήταν μια δισυπόστατη, αυθύπαρκτη και μοναχική φύση μέσα στη Φύση, που ζούσε μιαν αλύτρωτη σκλαβιά. Αυτό που οι άνθρωποι ονόμαζαν «πνεύμα» δεν ήταν λοιπόν παρά «η υπεξούσια σκιά μιας αυτεξούσιας σκιάς».

ΜΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Τίποτα έξω στη Φύση δε μαρτυρούσε το ασύλληπτο δράμα που ζούσα «εγώ» στη μικρή, ασφυκτική φυλακή του ίδιου του εαυτού μου. Ναι, κατέβαινα διαρκώς τα σκαλιά μια ακατόρθωτης, μαρτυρικής αυτογνωσίας. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Μια άγρυπνη μανιακή εμμονή, που στριφογύριζε τις τελευταίες ώρες στο κρεβάτι, με πίεζε φριχτά να φτάσω ως την άκρη. Ήξερα πια πως εκείνο το εφιαλτικό και αποτρόπαιο κυνήγι δεν ήταν τίποτα άλλο κατά βάθος παρά μια απλή ετυμολογική έρευνα, μια μάταια έρευνα σε όλες τις γλώσσες που είχε επινοήσει ο παγκόσμιος νους, μια έρευνα που είχε σα μόνο σκοπό την αποκάλυψη της αληθινής σημασίας μιας και μοναδικής λέξης, όπου ήταν κρυμμένο ωστόσο το μεγάλο μυστικό, το «κλειδί» που οδηγούσε στα άδυτα του «ανθρώπου» στον ίδιο τον «κρυφό» εαυτό μου.

Η ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Μες στην αφώτιστη κάμαρα, σφίγγοντας το πονεμένο κεφάλι και με τα δυο μου χέρια, βημάτιζα νευρικά. Περιπλανιόμουν νοερά σε σκοτεινούς, σκολιούς μαιάνδρους. Ώρες ολόκληρες πάλευα να συλλάβω εκείνο το ανήμερο θηρίο. Προς τα ξημερώματα μια φευγαλέα σκιά φάνηκε να σέρνεται στον τοίχο. ύστερα από επίμονη προσπάθεια ξεχώρισα τελικά μέσα σε κείνη την αχνοθώρητη σκιά μιαν αλλόκοτη ζωγραφιά –ένας «χωλός» καμακιστής είχε υψωμένο το «καμάκι ενάντια σε μιαν εξαγριωμένη φάλαινα. Ω, ναι! Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έκανα ακόμη ένα βήμα στα σκοτεινά. Ήξερα τώρα πια πως το πνεύμα δεν ήταν μια ακέραιη, αρτιμελής και ολόκληρη φύση. πως για να υπάρξει, για να αρχίσει να «αναπνέει» και να ζει δηλαδή, χρειαζόταν μιαν ιδιότυπη «ψυχή», ένα άυλο μέλος που δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει –την (αληθινή) έννοιά του.

«ΠΝΕΥΜΑ» : ΕΝΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΟΝ. Κοντολογίς το «πνεύμα» έπρεπε να σχηματίσει την έννοιά του για να υπάρξει. Για να σχηματίσει όμως την έννοιά του, έπρεπε να (προ)«υπάρχει». Έβλεπα καθαρά δηλαδή πως το πνεύμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την (αληθινή) έννοιά του και πως (αυτή ακριβώς) η «έννοιά του» δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το ίδιο το «πνεύμα», χωρίς της (αληθινή) έννοιά του δηλαδή. Τι σήμαινε αυτό; Ό,τι πιο φρικτό μπορούσα να φανταστώ. Πως αυτό το παράξενο ον ήταν ένα ανυπόστατο ον. Γιατί ό,τι ονομάζουμε «πνεύμα» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την (αληθινή) «έννοιά του», που ωστόσο δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει χωρίς την (αληθινή) «έννοιά της». Έβλεπα πια καθαρά πως με βάση τους κανόνες της ΤΥΠΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ, το «πνεύμα» δυο πανομοιότυπες υποστάσεις, δυο ταυτόσημες έννοιες για να υπάρξει. Πως καθεμιά από αυτές τις «δυο» υποστάσεις δεν μπορούσε να υπάρξει δίχως την άλλη και πως αυτή η «άλλη» υπόσταση δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει κατά βάθος. Γιατί «πνεύμα» είναι η ίδια η «έννοιά του», που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την «έννοιά της» και γιατί ή «έννοιά της» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την «έννοιά του».

ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΙΔΙΑ Η ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΟΥ. Αν και είχα συνειδητοποιήσει ως το μεδούλι των κοκάλων μου πως δεν ήμουν παρά ένα ανυπόστατο ον, ένιωθα ωστόσο πως κάτι μες στο μυαλό μου Ξεγλιστρούσε σα χέλι. Γιατί όσο πειστική κι αν ήταν η αριστοτελική λογική μου, δεν μπορούσα να παραβλέψω το γεγονός πως αυτό το ανυπόστατο ον ήταν κάτι ζωντανό που δούλευε μες στο μυαλό μου. Αυτοσυγκεντρώθηκα με όλη τη δύναμή μου. Και ξαφνικά είδα με φρίκη την αποτρόπαιη αλήθεια. Ω ναι, ό,τι αναζωογονούσε, ό,τι κρατούσε στη ζωή εκείνο το «αγέννητο ον» που ονόμαζα «πνεύμα», ήταν η ανυπόστατη έννοιά του –ένα «αρτίζωο ανώνυμο έμβρυο» που δεν μπορούσε να γεννηθεί. Με άλλα λόγια ό,τι ονόμαζα «ζωή (μου)», ό,τι αναζωογονούσε αυτή τη «ζωή» (μου), ό,τι με κρατούσε κυριολεκτικά στη ζωή, δεν ήταν άλλο από την ίδια τη ζωή μου, τον ίδιο τον εαυτό μου δηλαδή, που γύρευε ωστόσο κάποιο νόημα για να μπορέσει να κρατηθεί στη ζωή, κάποιο νόημα που όμως δεν μπορούσε ποτέ να βρεθεί για να δώσει ζωή στη ζωή μου, που θέλοντας και μη, δίχως νόημα, ήταν πράγματι μια ζωή «κενή» ή «νεκρή». Ένιωθα μέσα μου αυτό το κενό, όπως ένας τυφλό. Μέσα στο διαλυμένο μυαλό μου έβλεπα τώρα πια να συντρίβονται οι ανόητες κραυγές «υπάρχω», «αναπνέω» και «ζω». Ο θόλος του πειραγμένου κρανίου ράγιζε από ένα αόρατο, ατσάλινο γλωσσίδι που συντριβόταν με ορμή στα τοιχώματα εκείνου του ηχείου, αντιλαλώντας δυνατά τη ζωντανή αυτοσυντριβή του. Γιατί αυτό που οι άνθρωποι ονόμαζαν «ζωή», δεν ήταν παρά η «ασύντριφτη», αέναη αυτοσυντριβή τους.

ΕΝΑ ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από μια πρωτόγνωρη αγωνία, γιατί μια τρομερή άβυσσος έχασκε τώρα μπροστά μου. «Πες μου, ποια είναι η αληθινή μου ταυτότητα; Ποιος είμαι τελικά;» -αναρωτήθηκε με δέος εκείνος ο άγνωστος μέσα μου. «Είμαι ο άνθρωπος» απάντησα εγώ. «Συμφωνώ. Τι είναι ‘‘άνθρωπος’’ όμως;» ξαναρώτησε εκείνη η πνιχτή και βασανιστική φωνή. «Άνθρωπος είναι ζώο θηλαστικό με δυο πόδια και δυο χέρια, προικισμένο με νόηση και έναρθρο λόγο», απάντησα εγώ. «Σύμφωνοι. Ωστόσο τι είναι ‘‘ζώο’’, τι είναι ‘‘θηλαστικό’’, τι είναι ‘‘πόδι’’, τι είναι ‘‘χέρι’’, τι είναι ‘‘νόηση’’, τι είναι ‘‘λόγος’’;» -επέμενε η ενδόμυχη φωνή. «Ζώο είναι ‘‘ένα ενόργανο πλάσμα προικισμένο με αισθήσεις και με την ικανότητα να κινείται’’. Θηλαστικό είναι ‘‘ένα σπονδυλωτό πλάσμα. αν είναι θηλυκό έχει μαστούς’’. Πόδι είναι ‘‘το ακραίο τμήμα του σκέλους ενός σώματος, από τον αστράγαλο ως τα δάχτυλα’’. Χέρια είναι ‘‘τα δυο άνω άκρα των έμβιων όντων’’. Νόηση είναι ‘‘η ενέργεια, η αντίληψη του νου’’. Λόγος είναι ‘‘η ομιλία’’», είπα ζαλισμένος εγώ. «Συμφωνώ με όλα αυτά. Ωστόσο τι σημαίνει ‘‘ένα’’, τι είναι ‘‘ενόργανο’’, τι είναι ‘‘πλάσμα’’, τι σημαίνει ‘‘προικίζω’’, τι είναι ‘‘αίσθηση’’, τι είναι ‘‘ικανότητα’’, τι είναι ‘‘κίνηση, τι είναι ‘‘σπονδυλωτό’’, τι είναι ‘‘θηλυκό’’, τι είναι ‘‘μαστός’’, τι είναι ‘‘ακραίο’’, τι είναι ‘‘τμήμα’’, τι είναι ‘‘σκέλος’’, τι είναι ‘‘σώμα’’, τι είναι ‘‘αστράγαλος’’, τι είναι ‘‘δάχτυλο’’, τι σημαίνει ‘‘δυο’’, τι σημαίνει ‘‘άνω’’, τι είναι ‘‘άκρο’’, τι είναι ‘‘έμβιος’’, τι είναι ‘‘ον’’, τι σημαίνει ‘‘ενέργεια’’, τι σημαίνει ‘‘αντίληψη’’, τι είναι ‘‘νους’’, τι είναι ‘‘ομιλία’’;» επέμενε η ενδόμυχη φωνή. «Δες το λεξικό», είπα αυθόρμητα εγώ, σταματώντας αυτό τον εξωφρενικό διάλογο που θα μπορούσε να ξεγεννήσει δισεκατομμύρια εννοιολογικούς ορισμούς, όλους ατελείς και λειψούς. Ωστόσο ένα ρίγος συγκλόνιζε τώρα ολόκληρο το κορμί μου. Γιατί είχα συνειδητοποιήσει με αυτόν το διάλογο πως το πνεύμα έπρεπε να σχηματίσει την έννοιά του –την αληθινή έννοιά του- για να υπάρξει. Για να συλλάβει ωστόσο το νόημά της, έπρεπε να επινοήσει μια (δεύτερη) έννοια. Για να συλλάβει ωστόσο το νόημα κι αυτής της (δεύτερης) έννοιας, έπρεπε να επινοήσει μια (τρίτη) έννοια. Για να συλλάβει ωστόσο το νόημα κι αυτής της (τρίτης) έννοιας, έπρεπε να επινοήσει μια (τέταρτη) έννοια κ.ο.κ. Τι σήμαινε αυτό;

Η ΑΕΝΑΗ ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Πρώτα από όλα πως αυτό το αλλόκοτο ον που ονόμαζα «πνεύμα» και δεν ήταν παρά ο ίδιος ο εαυτός μου –«ολόκληρος εγώ» δηλαδή- δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να «μετουσιώνεται» κάθε λεπτό σε μια έννοια. Πως μετάγγιζε πάντα όλο τον εαυτό του σε μια έννοια, που ήταν πάντα η ίδια η έννοιά του. Πως «κορμί του» ήταν μια έννοια, που ήταν πάντα η έννοιά του. Πως ποτέ δεν ήταν ο αυθεντικός εαυτός του, αλλά μια έννοια που υποκαθιστούσε διαρκώς την έννοιά του. Πως ποτέ δεν ήταν ο ίδιος αυτός, αλλά μια μάσκα που άλλαζε μάσκες διαρκώς. Πως αυτή ακριβώς η ψεύτικη και ανυπόστατη «μάσκα» (του) ήταν ο αληθινός και αυθεντικός του εαυτός.

Η ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Δεύτερον πως το πνεύμα δεν ήταν ένα «αύταρκες» ον. Πως «εγώ» δηλαδή, αν και ήμουν αυτεξούσιος μες στη Φύση, ήμουν απόλυτα εξαρτημένος ωστόσο από τον ίδιο τον (άγνωστο) εαυτό μου – από το αληθινό και βαθύτερο νόημά του. Πως δεν μπορούσα να υπάρξω χωρίς να ορίσω την (αληθινή) ουσία μου, την πραγματική μου ταυτότητα. Πως το πνεύμα κοντολογίς ήταν μια «λειψή» έννοια. το «απόσπασμα» ενός κατεστραμμένου κειμένου, που δεν μπορούσε ποτέ να εκφράσει «ολόκληρο» το νόημά του. Πως ήταν ένα μισερό ον, που η «φύση» του πρόσταζε να μην είναι ποτέ ικανοποιημένο από τον εαυτό του. Πως ήταν ένα ον «χωλό εκ γενετής», που γινόταν «διπλά ανάπηρο» από την ώρα που συνειδητοποιούσε αυτήν την «εκ γενετής» αναπηρία του.

Η ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΥΤΟΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Και τρίτον πως το ίδιο το πνεύμα αναιρούσε, αρνιόταν, κατέστρεφε, χαλούσε και κυριολεκτικά «δολοφονούσε» στον αιώνα, κάθε έννοια που γεννούσε στην προσπάθειά του να ορίσει ή να συλλάβει την αληθινή έννοιά του, γιατί καμιά έννοιά του, κανένα από αυτά τα νόθα παιδιά του, δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι «η γνήσια, αληθινή και αυθεντική έννοιά του» -κάθε έννοιά του γύρευε την έννοιά της για να υπάρξει. Σε αυτό το μαρτυρικό κυνήγι λοιπόν, το «πνεύμα», «ο ίδιος ο εαυτός μου», «εγώ» δηλαδή αναιρώντας τον εαυτό μου και γυρεύοντας έναν άλλο, τον αληθινό εαυτό μου διαρκώς, κατέστρεφα άπειρες φορές τον ίδιο τον εαυτό μου. Γιατί, προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα «ποιος είμαι;» -προσπαθώντας δηλαδή να γεννηθώ- κάθε «έννοια ή μορφή» μου δεν ήταν παρά μια απλή μετουσίωσή μου, μια απατηλή μεταμφίεσή μου. θεωρώντας «ψεύτικες» και αναιρώντας διαρκώς τις μετουσιώσεις αυτές, αναιρούσα στην ουσία και συνέτριβα άπειρες φορές τον ίδιο τον εαυτό μου. Αν και οι άπειρες αυτοσυντριβές μου είχαν σαν προϋπόθεση άπειρες «νεκραναστάσεις» του εαυτού μου, αν και η αέναη αυτοσυντριβή μου είχε σαν προϋπόθεση την ασύντριφτη ζωή μου, εκείνη η αέναη αναζωογόνηση ωστόσο δεν ήταν ο τελικός σκοπός, αλλά ένα μέσο για να κάνει άπειρες φορές την ίδια διαδρομή η φρικτή αυτοσυντριβή μου. Ζούσα για να πεθαίνω διαρκώς. Μέσα στην πρωινή αχλύ ένιωθα κάτι «αιμόφυρτο» να σπαρταράει, κάτι που προσπαθούσε και δεν μπορούσε να γεννηθεί. ¨Κάτι» που σπάραζε στο μεταίχμιο της «ύπαρξης» και της «ανυπαρξίας». Το φρικαλέο «κενό» που συνοδεύει τον άνθρωπο σε όλη τη φθαρτή ζωή του, δεν ήταν άλλο από κείνο το «ανυπόστατο μωρό» μες στο μυαλό, που στην προσπάθειά του να γεννηθεί, καταστρέφει αιώνες τώρα τον τραγικό εαυτό του. Αυτό το νεκρό και αθάνατο μωρό ήμουν ο ίδιος εγώ. Είχα συλλάβει πια το φριχτό μυστικό της ζωής, που αν και νεκρή εκ γενετής, δεν μπορεί ποτέ ωστόσο «να αφανιστεί και να σωπάσει».

Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΦΥΣΗ. Μέσα στη δίνη της τρέλας που με ρουφούσε γοργά στο μαύρο βυθό της, γύρεψα κάτι για να πιαστώ και να μείνω στον παρήγορο αφρό. Αρπάχτηκα από την πλεξούδα μιας σπλαγχνικής ηλιαχτίδας. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλει. Ένα απαλό φως χάιδευε το πρόσωπό μου. Με κατακόκκινα μάτια, με την ψυχή μου να τρέμει σαν ψάρι, «εγώ» ο αμαρτωλός, άκουγα την ίδια πάντα κραυγή να ουρλιάζει: «Θέλω όλη την αλήθεια Θέλω όλη την αλήθεια». Εκείνο το πράο φως «ερέθιζε» με έναν παράξενο πόνο ακόμα περισσότερο τα ταραγμένα μου νεύρα. Τράβηξα τις βαριές κουρτίνες και η κάμαρα βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Ωστόσο εκείνη η ροδοκόκκινη αυγή με το κοριτσίστικο πρόσωπο, είχε προλάβει να δηλητηριάσει άλλη μια φορά τη μαρτυρική και γερασμένη ψυχή μου. Πιασμένος γερά στα δόκανα εκείνης της απάνθρωπης στέρησης, ένιωθα να φτερουγίζουν πουλιά, άκουγα γάργαρα νερά να κυλούν σε δροσερά ποτάμια. έβλεπα πανύψηλα δέντρα κι απέραντα καταπράσινα δάση, ατένιζα περήφανα βουνά και ακίνητες λίμνες, έβλεπα πολύχρωμα ψάρια και ανάλαφρα ελάφια. Μια νάρκη γλυκιά είχε αρχίσει να με αγκαλιάζει μαλακά με τα μπράτσα της. Ταξίδευα τώρα σε μέρη τροπικά, σε παραδείσια νησιά, γεμάτα εξωτικές καλλονές και φρούτα γλυκά. Το όνειρο ωστόσο δεν άργησε να γίνει εφιάλτης. Γιατί ένιωσα ξαφνικά εκείνο το αποκρουστικό, δισυπόστατο και ακρωτηριασμένο «ον» να ξεσπάει μέσα μου σε γέλια. Σα να ετοιμαζόταν να εκτελέσει με δόλο μιαν ανατριχιαστική κακουργία. «Άκουσέ με προσεκτικά, νεαρέ, μια και αναζητάς με τόσο πάθος την Αλήθεια. Μόλις είδες εκείνο το πλάνο Φως, ήσουν έτοιμος να προσκυνήσεις. ΣΕ θάμπωσε το ‘‘μεγαλείο’’ της Φύσης. Άκουσέ με λοιπόν προσεκτικά, αν θες να μάθεις όλη την Αλήθεια. Μέσα σε αυτή τη σκοτεινή κάμαρα δεν υπάρχουν μήτε πουλιά μήτε γάργαρα νερά μήτε πανύψηλα δέντρα μήτε λίμνες μήτε βουνά μήτε νησιά με καλλονές και φρούτα γλυκά. Δεν υπάρχει η Φύση που τόσο θαυμάζεις. Υπάρχει μονάχα ένα βαθύ σκοτάδι. Κι όμως πριν από λίγο ‘‘ζούσες’’ σε μέρη τροπικά, σε παραδείσια νησιά, γεμάτα εξωτικές καλλονές και φρούτα γλυκά. Τι σημαίνει αυτό; Ύστερα από όσα σου έχω διδάξει, δεν μπορείς να μην ομολογήσεις πως εκείνα τα «πουλιά», εκείνα τα ‘‘γάργαρα νερά’’, οι ‘‘λίμνες και τα βουνά’’, εκείνες ‘‘οι καλλονές στα παραδείσια νησιά’’, δεν είναι τίποτα άλλο από έννοιες, από τα ίδια τα ‘‘πλάσματά σου’’, από τα ίδια τα ‘‘πλάσματά μου’’. Δεν είναι λοιπόν η Πλάση που δημιούργησε ο Θεός, αλλά ένα ομοίωμά της, μια ‘‘άλλη πλάση’’ που δημιουργήσαμε εσύ κι εγώ κι όχι ο παντοδύναμος Θεός. Μη βιάζεσαι όμως, νεαρέ. Σε λίγο θα καταλάβεις τι θέλω να πω, με αυτά τα ανίερα λόγια. Αν κι έχω μιλήσει πιο πάνω γι αυτό ακριβώς το θέμα, δε θά ’ταν άσκοπο να διαλύσω, για πάντα, τη μεγαλύτερη πλάνη που βασιλεύει σε αυτό το πλανήτη και να σου δώσω να καταλάβεις πως αυτό που όλος ο κόσμος ονομάζει ‘‘πραγματικότητα’’ ή ‘‘φύση’’ δεν είναι παρά μια φρικτή αυταπάτη. Δες εκείνη τη λάμπα που είναι ακουμπισμένη εκειδά. Μπορείς να την αγγίξεις, μπορείς να την πιάσεις και με τα δυο σου χέρια και να την κουβαλήσεις εδωνά. Σε ακούω να μουρμουρίζεις και να λες ‘‘ναι, βλέπω τη λάμπα που λες. είναι ένα πράγμα υλικό που υπάρχει έξω από μένα. Είναι κάτι συγκεκριμένο και χεροπιαστό. Είναι κάτι πραγματικό. Κάτι που υπάρχει στον έξω κόσμο, μέσα στη Φύση’’. Ναι, ασφαλώς, η λάμπα που βλέπεις είναι ένα πράγμα που υπάρχει εκειδά, έξω από σένα, μέσα στη «Φύση». Δεν αντιλέγω καθόλου. Όμως το ζήτημα δεν είναι καθόλου, μα καθόλου αυτό. Το ζήτημα είναι ‘‘πού’’ βρίσκεσαι εσύ όταν βλέπεις τη λάμπα να είναι ακουμπισμένη εκειδά. τί ακριβώς κάνεις όταν ‘‘αγγίζεις’’, όταν ‘‘κοιτάζεις’’, όταν ‘‘πιάνεις’’ ή όταν ‘‘κουβαλάς’’ εκείνο το πράγμα που τόσο ‘‘ανόητα’’ οι άνθρωποι ονομάζουνε ‘‘λάμπα’’. Και δεν πρέπει να ξεχνάς πως όταν λέω ‘‘εσύ’’, εννοώ το άυλο, άμορφο και ασχημάτιστο «πνεύμα» σου, τον ίδιο το δισυπόστατο και ανυπόστατο εαυτό μου, γιατί ολόκληρος εσύ, από την κορφή ως τα νύχια, είσαι μια έννοιά του, ένα μεταπλασμένο είδωλό του, το ίδιο το είδωλό μου. Πού είναι λοιπόν το μυαλό σου, όταν βλέπεις τη λάμπα ακουμπισμένη εκειδά; Τι ακριβώς κάνει το μυαλό σου όταν αγγίζεις ή όταν πιάνεις τη λάμπα; Πώς αντιλαμβάνεσαι ότι η λάμπα υπάρχει και βρίσκεται εκειδά; Πώς αντιλαμβάνεσαι ότι αγγίζεις, ότι σηκώνεις τη λάμπα; Θα μπορούσες άραγε να σκεφτείς ή να πεις πως η λάμπα υπάρχει, τη βλέπω, βρίσκεται εκεί, είναι κάτι αυθύπαρκτο μέσα στη φύση. θα μπορούσε ‘‘να περάσει από το νου σου’’ (άθελα ή ασυναίσθητα έστω) αυτή η ‘‘ατράνταχτη αλήθεια’’, αν δεν ήσουν εσύ, αν δεν ήμουν εγώ δηλαδή, αν το μυαλό –ο ‘‘λόγος’’ ή το ‘‘πνεύμα’’ σου δηλαδή, το μοναδικό όργανο σε ολόκληρη την πλάση που μπορεί να ‘‘αντιλαμβάνεται και να εννοεί’’- δεν ‘‘εννοούσε’’ την αυθύπαρκτη, καθώς λες, ύπαρξή της; Θα μπορούσες ποτέ να σκεφτείς ή να πεις πως βλέπεις ή πως αγγίζεις ή πως πιάνεις τη λάμπα, χωρίς να σχηματίσεις την ίδια στιγμή, ασυναίσθητα, αυτόματα και αυθόρμητα, από ένστικτο θα ’λεγα, στο μυαλό σου τούτες τις έννοιες; Θα μπορούσες χωρίς το μυαλό σου ‘‘να αγγίξεις’’, όπως είπα πιο πάνω, ή ‘‘να πιάσεις’’ τη λάμπα; Μια πέτρα θα μπορούσε ‘‘να αγγίξει’’, θα μπορούσε ‘‘να δει’’ τη λάμπα; Όχι ασφαλώς, γιατί δεν είναι ‘‘προικισμένη’’ (sic) με νου, όπως δεν θα μπορούσε να την ‘‘αγγίξει’’ ή να τη ‘‘δει’’ ακόμα και στο πιο άπλετο φως, μια αλεπού κι ας έχει χέρια και μάτια».

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΑΤΗΛΗ ΜΑΣΚΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. «Τι κάνει λοιπόν το αεικίνητο μυαλό σου όταν βλέπει τη λάμπα ακουμπισμένη εκειδά; Πετάει σαν το πουλί και κάθεται πάνω σε κείνο το άγνωστο πράγμα. Ύστερα αρχίζει να λιώνει και να τυλίγει με τη ρευστή ουσία του εκείνο το άγνωστο πράγμα από όλες τις μεριές, ώσπου ετούτο το πράγμα σκεπάζεται και χάνεται πίσω από την κέρινη κρούστα του που σχηματίζει μιαν ανάγλυφη μάσκα –πίσω από τη μάσκα σου δηλαδή. Η μάσκα ετούτη, που δεν είναι παρά μια μεταμφίεση του ίδιου του μυαλού, μια απλή έννοιά του, ο ίδιος εσύ, είναι ό,τι ονομάζουμε ‘‘λάμπα’’ – η ίδια η ‘‘πραγματικότητα’’ δηλαδή, η ίδια η ‘‘φύση’’. Το μυαλό σου λοιπόν βλέπει στον έξω κόσμο κάθε φορά, μια μάσκα δική του φτιαγμένη με το δικό του κερί, ένα εύπλαστο μεταπλασμένο κερί. Αυτή καθαυτή η πραγματικότητα και η φύση θα παραμείνουν για πάντα ένας κρυφός και απρόσιτος κόσμος –ποτέ ο άνθρωπος δε θα μπορέσει όντως να ‘‘αγγίξει’’, δε θα μπορέσει όντως να ‘‘δει’’ αυτό τον απόμακρο κόσμο, γιατί μεσολαβεί εκείνο το κρύο κερί –η αδιάφανη κρούστα της ψυχής σου. Όποιο δρόμο κι αν πάρεις στο σύμπαν, νεαρέ, θα σε βγάλει πάντα στο δισυπόστατο εαυτό σου».

ΝΟΥΣ: Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΚΑΙ Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ. «Ας ξαναπιάσουμε όμως το νήμα, γιατί βλέπω πως ακόμα δεν έχεις πειστεί. Η ‘‘πραγματικότητα’’ βλέπεις –αυτό το πελώριο ψέμα που έχω δημιουργήσει ο ίδιος εγώ- έχει προαιώνιες ρίζες. Σε ακούω λοιπόν να ψιθυρίζεις: ‘‘Κι ΄΄όμως η λάμπα είναι κάτι αυθύπαρκτο μέσα στη φύση. Αυθύπαρκτο όπως τα δέντρα, η θάλασσα και τα βουνά’’. Με την πιο απλή λογική, με το μυαλό που διαθέτει κι ο πιο αμόρφωτος άνθρωπος δηλαδή, δεν μπορείς να αρνηθείς πως αυτός ο ‘‘ατράνταχτος ισχυρισμός’’ σου, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σειρά από δέκα λέξεις που αντιστοιχούν σε ισάριθμες έννοιες. Μπορούσε να είχες σκεφτεί ή εκφράσει το ίδιο πράγμα με πέντε έννοιες ή λέξεις. Και τότε ακόμα ο ισχυρισμό θα ήταν μια σειρά από έννοιες ή λέξεις, λιγότερες ίσως, αλλά οπωσδήποτε όμως μια σειρά από έννοιες ή λέξεις. Μπορούσε τέλος να είχες σκεφτεί το ίδιο πράγμα ακριβώς, πως η λάμπα δηλαδή είναι μια ξεχωριστή πραγματικότητα άσχετη από σένα, χωρίς να ξεστομίσεις την παραμικρή λέξη. Και τότε ακόμα η ‘‘λάμπα’’ θα ήταν μια έννοια. Πρόσεξε τώρα. Όλες αυτές οι λέξεις ή έννοιες, οι δέκα, οι πέντε ή και η μία έστω, γεννήθηκαν από κάποια ‘‘μήτρα’’. Μήτρα όμως που γεννάει έννοιες είναι μόνο εκείνο το ον που συμβατικά ονομάζουμε πνεύμα. Πού καταλήγουμε με αυτή την απλή λογική; Πως δεν μπορεί να ‘‘υπάρξει’’ η ‘‘πραγματικότητα’’ ή η ‘‘φύση’’ χωρίς το ανθρώπινο μυαλό. Πως για να ‘‘υπάρξει’’ αυτή η ‘‘πραγματικότητα’’ χρειάζεται πάντα ένα ανθρώπινο μυαλό. Πως ο ‘‘εξωτερικός κόσμος’’, η ίδια η Φύση δηλαδή –που μπροστά της απλώς σιωπώ- δε φτάνει ως εμάς παρά σα μια έννοια που γεννάει το ίδιο το μυαλό. Αν βγάλεις τον ‘‘άνθρωπο’’ από την ‘‘πλάση’’, όλα γίνονται σκόνη, αν η ‘‘έννοια της σκόνης’’ μπορεί να υπάρξει μέσα σε κείνη τη φριχτή ερημιά. Σου ξαναλέω λοιπόν, νεαρέ, ‘‘ποτέ δεν είπα κι ούτε θα πω’’ πως ‘‘δεν υπάρχουν’’ ή πως ‘‘υπάρχουν’’ η γη, τα δέντρα, το νερό, η θάλασσα και τα βουνά. Όχι, δε θα πέσω ποτέ σε αυτή την παγίδα. Λέω μονάχα πως η θάλασσα, τα δέντρα και τα βουνά είναι απλές ‘‘ετικέτες’’, ψιλά ονόματα δηλαδή, που ‘‘κρύβουν’’ την αληθινή θάλασσα, τα αληθινά δέντρα και τα αληθινά βουνά –αυτόν το μεγάλο, ανώνυμο και άγνωστο κόσμο. Λέω κοντολογίς πως τούτες οι λέξεις που είναι λέξεις απλές, απλές νοητικές κατασκευές δηλαδή, δεν είναι πράγματι η θάλασσα, τα δέντρα και τα βουνά. Και λέω πως είναι μεγάλη αυταπάτη να κρύβεις και να αφανίζεις με αυτές τις άπειρες πλαστές ετικέτες ‘‘κάτι’’ που είναι και θα είναι για πάντα απρόσιτο σε σένα». Άκουγα αυτόν τον αποκαλυπτικό μονόλογο με κομμένη ανάσα. Όταν εκείνη η ενδόμυχη φωνή έπαψε να μιλάει, ένιωσα όλο τον κόσμο να λιώνει σα κερί. «Η θάλασσα, τα δέντρα και τα βουνά. τα ζώα τα ψάρια και τα πουλιά. οι πολιτείες, τα σπίτια και τα χωριά. οι λίμνες, τα σπήλαια και τα ποτάμια. οι γυναίκες, οι γέροντες και όλα τα παιδιά. τα μνημεία, τα έργα τέχνης και τα δισεκατομμύρια βιβλία. τα όργανα και όλα τα εργαλεία» δεν ήταν παρά κέρινα ομοιώματα, στοιχειωμένες σκιές του ίδιου κάθε φορά προσωπείου. Δημιουργός του κόσμου λοιπόν δεν ήταν παρά μόνο το δισυπόστατο πνεύμα –εγώ και μόνον εγώ δηλαδή που «γεννούσα» κάθε λεπτό «δέντρα», «ωκεανούς», «βουνά», «ποτάμια», «σπηλιές», «μνημεία», «ανθρώπους», «πολέμους», «άστρα», «νεκρές πολιτείες», «καταστροφές», «λιμούς», «ανέμους», «θεομηνίες», «θρησκείες», «ιστορίες», «πολιτισμούς» και «εκστρατείες». «αιματοχυσίες» και «αψιμαχίες» . «αυτοκράτορες» κι «επαναστάτες». «δράκους», «τελώνια», «ξωτικά» και «νεράιδες». «όνειρα» και «εφιάλτες». «βασανιστήρια» και «μαγείες». «εργαλεία», «όργανα», «όπλα». «συμβουλές», «νουθεσίες», «θεσμούς», «νόμους», «κώδικες» κι ό,τι άλλο μπορούσε να βάλει ο νους. Εγώ λοιπόν, ο ίδιος εγώ, ήμουν ο μέγας πατριάρχης, ο πρώτος γενάρχης –φτυστά παιδιά μου οι πανομοιότυπες έννοιές μου. Όποια έννοια «γεννούσε» το μυαλό μου, γινόταν αυτόματα μέλος μιας τεράστιας οικογένειας, μιας παγκόσμιας αδελφότητας. Συγγενικός δεσμός αυτής της μυστικής αδελφότητας ήταν η κοινή καταγωγή. Μέλη της όλες οι έννοιες που μπορούσα να γεννήσω ή να αναστήσω εγώ «ο μόνος δημιουργός».

ΝΟΥΣ – ΕΝΑ ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΓΥΑΛΙ, ΜΙΑ ΣΤΕΝΗ ΦΥΛΑΚΗ. Ο «ήλιος» που έβλεπα κάθε πρωί στον ουρανό δεν ήταν σίγουρα ο ήλιος. Ένιωθα σαν το αδύναμο όστρακο στο βυθό που είναι καταδικασμένο να βλέπει εκείνο το πύρινο άστρο όχι απευθείας, αλλά πάντα μέσα από το νερό. Καταλάβαινα τώρα πως η μόνη σχέση που έχει ή μπορεί να έχει ο άνθρωπος με ό,τι ονομάζουμε «σύμπαν», είναι σχέση καθαρά νοητική και ποτέ σωματική. Καταλάβαινα ακόμα πως ο άνθρωπος ήταν το μόνο πλάσμα σε όλη τη Δημιουργία, που ήταν «καταδικασμένο» να βλέπει τον κόσμο και τον ουρανό μέσα από ένα καπνισμένο γυαλί. Πως απλώνοντας το χέρι για να αδράξει το γλυκό καρπό, έπιανε πάντα ένα σκουληκιασμένο και χαλασμένο προϊόν. Αισθανόμουν πως το πνεύμα, ο ίδιος ο εαυτός μου δηλαδή, δεν ήταν παρά μια τεράστια γυάλα, η πιο μεγάλη και η πιο μικρή συνάμα, η πιο ασφυκτική φυλακή, που είχε «επινοήσει» ο θεός για μένα. Πατούσα γερά τώρα πια στα τελευταία σκαλιά της αυτογνωσίας. Μόνο που τα σκαλιά εκείνα ήταν ολότελα σάπια. Τι φρίκη! Ω ναι, ένιωθα εκείνη τη στενή φυλακή να με πνίγει. Ποτέ δε θα μπορούσα να ανοίξω την «πόρτα», για να πετάξω ελεύθερος στον αέρα.

Η ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Προς το βράδυ, μες στη φρίκη της αφώτιστης νύχτας που πλάκωνε την ψυχή μου, εκείνο το αβυσσαλέο, δισυπόστατο, ακρωτηριασμένο και ανυπόστατο ον που σπάραζε αβοήθητο μέσα μου, δέχτηκε το τελειωτικό και μοιραίο χτύπημα. Πάνω στο ερμάρι του δωματίου είδα τακτοποιημένα τα χειρόγραφα από το τελευταίο μου βιβλίο. Ξεφυλλίζοντας γρήγορα εκείνη τη δεσμίδα, διαπίστωσα έκπληκτος πως ήταν 100 ολόκληρες σελίδες. Κάθε σελίδα αριθμούσε 30 αράδες. Κάθε αράδα 15 λέξεις. Είχα γράψει δηλαδή 45.000 λέξεις. Αν καθεμιά από τις λέξεις αυτές είχε πέντε γράμματα κατά μέσο όρο, είχα γράψει τότε πάνω σε κείνο το χαρτί 225.000 χιλιάδες ψηφία συνολικά. Αν τώρα πάλι κάθε ψηφίο ήταν και μια «έννοιά μου», μια μεταμφίεσή μου δηλαδή, ήταν φανερό πως πάνω σε κείνο το χαρτί είχαν αποτυπωθεί 225.000 δικές μου μεταμφιέσεις. Έπεσα σε βαθιά περισυλλογή. Το ερώτημα που με απασχολούσε αυτή τη στιγμή ήταν –«τι ακριβώς είχε συμβεί πάνω σε κείνο το χαρτί», «τι ‘‘έκρυβαν’’ αυτές οι αέναες μεταμφιέσεις;» Πήρα τα πράγματα με τη σειρά. Αναμφίβολα, την ώρα της μεταμφίεσης, την απειροελάχιστη στιγμούλα που φορούσα την άυλη μάσκα εκείνης της μονογράμματης έννοιας, τη στιγμή που σχημάτιζα μέσα την έννοια ενός από τους εικοστέσσερεις φθόγγγους της γλώσσας, εκείνη ακριβώς την απειροελάχιστη στιγμή το πνεύμα μου λάβαινε σάρκα και οστά, «ζούσε» τη δική του ζωή, γινόταν πράγματι «πνεύμα» -μια «έννοια» δηλαδή. Τη στιγμή ωστόσο που το «πνεύμα» (μου) «οικοδομούσε» την έννοιά (του), εκείνη τη στιγμή καταργούσε άθελα «τον ίδιο τον εαυτό του». Τη στιγμή δηλαδή που το «πνεύμα» γινόταν «έννοια», η έννοια ενός οποιουδήποτε ψηφίου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή καταργούσε άθελα «την ίδια την ψυχή του», την προηγούμενη μορφή του. Γιατί, όπως είπα, το πνεύμα δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει αυτό καθαυτό, άσχετα και ανεξάρτητα δηλαδή από «κάποια» έννοιά (του) – από την ίδια την έννοιά του. Αν λοιπόν ό,τι ονομάζουμε «πνεύμα» είναι μια «έννοια» πάντα, μια άυλη και αθέατη «μάσκα» δηλαδή που μεταποιεί συνεχώς τον ίδιο τον εαυτό της, κατασκευάζοντας μια νέα «μάσκα» διαρκώς, χρησιμοποιώντας σα μοναδικό υλικό στη μεταποίηση αυτή το ίδιο το χαλασμένο εαυτό της, είναι φανερό πως αυτές οι αυτόματες και ανεπαίσθητες μεταποιήσεις ταυτίζονται απόλυτα με ισάριθμες αυτοσυντριβές. πως κάθε μεταποίηση ή μεταμφίεση είναι συνάμα και μια αυτόματη, φυσική και ασυναίσθητη αυτοσυντριβή. Με άλλα λόγια κάθε στιγμή που σχημάτιζα μέσα μου μια έννοια, κάθε στιγμή δηλαδή που ολόκληρο το εγώ μου μεταμφιεζόταν και γινόταν μια οποιαδήποτε έννοια, εκείνη ακριβώς τη στιγμή μεταποιούσα «τον ίδιο τον εαυτό μου», αναιρούσα και γκρέμιζα δηλαδή το ίδιο το «εγώ» μου, έπαυα να είμαι εκείνος ο εαυτός μου και με μοναδικό υλικό αυτό το γκρεμισμένο και ξηλωμένο «εγώ» μου, οικοδομούσα έναν άλλο εαυτό – γινόμουν μια άλλη έννοια, που δεν ήταν παρά ένας άλλος εαυτός μου, ο ίδιος ο εαυτός μου. Αυτή η αέναη μεταποίηση ή μεταμφίεσή μου στηριζόταν ουσιαστικά και είχε σαν προϋπόθεση την αέναη και έμφυτη αυτοσυντριβή μου.

«ΖΩΗ»: Η «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΤΗΣ «ΑΥΤΟΣΥΝΤΡΙΒΗΣ». Στο διάστημα λοιπόν μιας και μόνης ζωής, ζούμε εκατό ζωές. Πράγματι, κάθε στιγμή που οικοδομούσα την έννοια ενός οποιουδήποτε «ψηφίου», κάθε στιγμή δηλαδή που «ενσαρκωνόμουν» εγώ ο ίδιος, «εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχανα τη ζωή μου». Τη στιγμή που λάβαινα «σάρκα και οστά», εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχανα τη σάρκα μου και όλα τα οστά. Την ώρα που «γεννιόμουν», ενταφίαζα τον ίδιο τον εαυτό μου. Την ώρα που έπαιρνα βαθιά αναπνοή, άφηνα την «τελευταία» μου πνοή. Την ώρα που αποκτούσα «ψυχή», αποδημούσε ετούτη η ψυχή. Αλλαξοπιστούσα την ώρα ακριβώς που βαφτιζόμουν. Έβλεπα τώρα με δέος πως ένα θαυμαστικό εξαντλούσε όλη τη ζωή. πως ένα φωνήεν συνόψιζε την αυτοβιογραφία και όλη την μακραίωνη ιστορία του ανθρώπου. Ω ναι, έβλεπα τώρα με τρόμο πως αυτό το μουντζουρωμένο χαρτί δεν ήταν κατά βάθος παρά ένα απλό κοιμητήρι, όπου ήταν θαμμένες χιλιάδες ψυχές –οι άπειρες μάσκες οι μύριες «ζωές» μου. «Σε τίποτα δε διαφέρει η ‘‘αυθεντική ζωή’’ (μου) από αυτό το φρικαλέο χειρόγραφο», ψιθύρισα με δέος. «Γιατί ζωή (μου) είναι η λογο-τεχνική αυτοσυντριβή (μου) –οι άπειρες λογοτεχνικές νεκραναστάσεις της ασύντριφτης αυτοσυντριβής (μου)». «Κάθε λεπτό γεννάμε δεκάδες ‘‘νεκρούς’’. Περπατάμε και αφήνουμε πίσω μας εκατομμύρια ‘‘πτώματα’’», είπα μέσα μου και ανατρίχιασα, νιώθοντας ένα σιχαμερό ερπετό να «ξυπνάει» μες στο ιδρωμένο κορμί μου.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Θυμήθηκα τη γιαγιά και τα παιδιά στην αυλή. Έφερα στο μυαλό μου τα χαρωπά και αμέριμνα «πρόσωπα» των ανθρώπων όλης της γης. Ήξερα πια πως αυτά τα γελαστά προσωπεία ενσάρκωναν με τέχνη περισσή, θέλοντας και μη, έναν και μόνο ρόλο στο θέατρο της ζωής –έναν αποτρόπαιο ρόλο στη φρικαλέα σκηνή της. «Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη, που να είναι πράγματι ‘‘αθώος’’», είπα με λύπη. «Μια βαριά ενοχή έχει συντρίψει, συντρίβει και θα συντρίβει όλους τους ανθρώπους σε όλους τους αιώνες. Κάθε «άνθρωπος» σε τούτη τη γη δεν είναι παρά ένα φάντασμα, μια φευγαλέα σκιά που χάνεται κάθε λεπτό χωρίς να νιώθει αυτό το ασύλληπτο κακό – ό,τι ονομάζουμε «παρελθόν» δεν είναι παρά ένα «κοινό» νεκροταφείο, γεμάτο με άπειρες ψυχές που δεν πρόλαβαν να ζήσουν –γεμάτο με αδικαίωτες ζωές. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους είναι πως λίγοι αισθάνονται αυτό το κακό και αυτοσυντρίβονται συνειδητά, ενώ όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός ζει διαρκώς στην αυταπάτη.

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΣΥΛΛΗΠΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ. Ένα αστραπιαίο, εκτυφλωτικό φως σάρωσε μέσα μου τα πάντα και είδα πιο καθαρά την τρομερή και αδιανόητη ΑΛΗΘΕΙΑ: Πως «ζωή» εκείνου του αλλόκοτου όντος που οι άνθρωποι ονόμαζαν πνεύμα, «ζωή μου» δηλαδή –«Η ΙΔΙΑ Η ΖΩΗ»- ήταν η αυτοσυντριβή μου, η ίδια η ΑΥΤΟΣΥΝΤΡΙΒΗ δηλαδή –αν μπορούσε να ονομαστεί ο «θάνατος» αυτός «ζωή», έστω κι αν ήταν απόλυτη αλήθεια πως δεν ήμουν παρά ένας «ζωντανός νεκρός», ο μόνος ζωντανός νεκρός σε ολόκληρη την Πλάση. Ένας ιδιότυπος νεκρός που δεν μπορούσε ποτέ «να πεθάνει», γιατί ο θάνατος ήταν η ασύντριφτη ζωή μου, ένας νεκρός δηλαδή που δεν μπορούσε ποτέ να σχηματίσει την αληθινή «έννοιά του» για να «υπάρξει» (sic) – για να συντριβεί πραγματικά δηλαδή. Αυτή η τραγική και αδιανόητη αντίφαση, αυτή η «λογική της τρέλας», ήταν η φριχτή αλήθεια που ψηλαφούσα τώρα τυφλός μες στο σκοτάδι. Ήξερα πια πως εκείνο το δισυπόστατο ον που σφάδαζε μπροστά μου, ήμουν «ο ίδιος εγώ». Ήξερα πως εκείνο το «άγνωστο» ον που ο κάθε άνθρωπος αποκαλούσε «εγώ», για να συλλάβει την αληθινή έννοιά του –για να ζήσει δηλαδή- έπρεπε να καταστρέψει τον άγνωστο εαυτό του, να αρνηθεί την άγνωστη φύση του και να μετασχηματιστεί την ίδια ακριβώς στιγμή σε μιαν άλλη έννοια, να ξαναγίνει δηλαδή ένα άγνωστο ον κάτω από μια νέα ετικέτα, γι να αυτοσυντριβεί ξανά και να μετασχηματιστεί άλλη μια φορά σε μια έννοια, που δεν μπορούσε ποτέ να είναι η αληθινή έννοιά του. Σε αυτό το αποτρόπαιο κυνήγι της αυτογνωσίας, θύτης και θύμα, κυνηγός και θήραμα ήταν ένα και το αυτό. Θύμα της ίδιας αυτοσυντριβής ήταν κι ένας άνθρωπος απλός, «που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να γνωρίσει τον εαυτό του». Γιατί κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ένα έλλογο ον, που ασυνείδητα, θέλοντας και μη δηλαδή, άλλαζε άπειρες «μάσκες» διαρκώς στο διάβα της ζωής. Όπως είδαμε όμως, κάθε αλλαγή ήταν και μια καταστροφή –μια αυτοσυντριβή- ένας ακούσιος και ύπουλος «θάνατος» δηλαδή. Εξουθενωμένος από αυτή την τραγική και φρικαλέα αντίφαση, βγήκα από τη σκοτεινή μου κάμαρα ένας «ζωντανός νεκρός». Έτρεξα σαν τρελός στο ποτάμι, κυνηγημένος από έναν ασύντριφτο σκελετό που έτριζε και μειδιούσε δίπλα μου με σαρκασμό. Ήξερα πια πως αυτή η άσπλαγχνη, στυγνή, ειρωνική, άτρωτη, άγνωστη και απαραμέριστη παρουσία που παρακολουθούσε και ζούσε συνάμα, ασυγκίνητη και ψυχρή, το δράμα της αυτοσυντριβής, ήμουν ο ίδιος «εγώ», ο διπλός εαυτός μου. Γονάτισα στην όχθη του ποταμού και αναλύθηκα σε δάκρυα.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΤΡΙΒΗΣ. Έριξα λίγο νερό στα βουρκωμένα μάτια μου και κοίταξα τις χιονισμένες βουνοκορφές. «Ένα βαθυγάλαζο φως ψηλά στον ορίζοντα σήμαινε πως είχε αρχίσει πια να χαράζει». ‘Εγώ» ‘όμως, που είχα δυο μερόνυχτα να κοιμηθώ, ήμουν ολόκληρος ένα «ανυπόστατο σκοτάδι». Ήξερα πως εκείνο «το βαθυγάλαζο φως ψηλά στον ορίζοντα» ήταν μια καθαρή αυταπάτη. Ήξερα πως εκείνο το απαλότατο φως στον ορίζοντα ήταν μια ροδαλή ανταύγεια από το ίδιο το σκοτωμένο μου αίμα. Το «εγώ μου», καλούπι και ομοίωμα συνάμα, καταστροφέας και συντρίμμι συνάμα, είχε διαλύσει και πάλι το «διπλό εαυτό του» και είχε μετασχηματιστεί ταυτόχρονα σε «βαθυγάλαζο φως ψηλά στον ορίζοντα». Ήταν φανερό λοιπόν πως η αυτοσυντριβή του ταυτιζόταν απόλυτα με τη μεταμφίεσή του. Έβλεπα τώρα πως η ανυπόστατη ζωή του ήταν ένας φαύλος κύκλος. Ξεκινώντας πάντα από την έννοιά του, κατέληγε πάντα στην έννοιά του. Τέλος ήταν η αρχή του και αφετηρία το τέλος του. Όπως ακριβώς κάποιος που οδοιπορεί κυκλικά. Γονατισμένος στο χείλος της όχθης του ποταμού, έριξα τα μάτια στον καθρέφτη του καθάριου νερού. Είδα το παραμορφωμένο, βασανισμένο, πονεμένο και αγνώριστο είδωλό μου και ψιθύρισα σπαρακτικά – «Ποιος είμαι, Θεέ μου;» Ήξερα ωστόσο πως με κείνο το «ξέσπασμα» γύρευα απελπισμένα μιαν «άλλη ψυχή» για να υπάρξω –μια ψυχή που δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει.

Ο ΒΙΒΛΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ. Είχα παραβιάσει το φριχτό μυστικό της ζωής. Είχα παραβιάσει το «μυστικό» ενός πανάρχαιου μύθου. Ο θεός είχε φυτέψει έναν παράδεισο στην Εδέμ και είχε βάλει εκεί μέσα τον άνθρωπο που είχε πλάσει. Του είχε δώσει εντολή να καλλιεργεί αυτόν τον κήπο και να τον φυλάει. Του είχε πει ακόμα πως μπορούσε να τρώει από όλα τα δέντρα του παραδείσου. Μέσα σε κείνο τον κήπο ωστόσο υπήρχε κι ένα άλλο παράξενο δέντρο –το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ο Θεός είχε προειδοποιήσει τον άνθρωπο πως μπορούσε να τρώει καρπούς από όλα τα δέντρα του παραδείσου, εκτός από το δέντρο της «γνώσης του καλού και του κακού». Γιατί όταν θα έτρωγε από το δέντρο αυτό θα πέθαινε – θα φώλιαζε μέσα του για πάντα ο θάνατος. Ο άνθρωπος ωστόσο, παρακούοντας την εντολή του Θεού, έφαγε τον καρπό από το απαγορευμένο δέντρο και αμέσως «προικίστηκε» (sic) με γνώση. Έτσι, ενώ ως τότε «έβλεπε» χωρίς να «ξέρει» πως «βλέπει», χωρίς να σχηματίζει μέσα του την έννοια πως βλέπει, από την ώρα της παρακοής ωστόσο άρχισε να λειτουργεί ο νους, άνοιξαν τα μάτια του και συνειδητοποίησε πως ήταν γυμνός. Η γύμνια εκείνη, που δεν ήταν άλλη από το μοιραίο κενό που «γεμίζει» τη ζωή μας κι ονομάζουμε αυτοσυντριβή, έμελλε να είναι ο «γλυκός και μελιστάλακτος» καρπός από το δέντρο της γνώσης. Ο Θεός δε συγχώρησε ποτέ την τραγική παρακοή του ανθρώπου. Έτσι τα λόγια του βγήκαν αληθινά. Από την πρώτη στιγμή της επίγειας ζωής ο θάνατος είχε φωλιάσει γι πάντα μες στο ανθρώπινο μυαλό. Το πρώτο και μοναδικό αμάρτημα του ανθρώπου λοιπόν, που δε συγχώρησε ποτέ ο Θεός, ήταν και είναι η γλυκιά «γνώση». Αυτός ο καρπός, που έχει μολύνει και θα μολύνει το αίμα μας διαρκώς, δε θα χαρίσει ποτέ ζωή και δύναμη στον άνθρωπο –αντίθετα θα αφαιρεί τη ζωή του. Από όλους τους αμαρτωλούς όμως, «εγώ» ήμουν διπλά αμαρτωλός. Ω, ναι, είχα αμαρτήσει φριχτά. Η μαρτυρική αυτοσυντριβή μου δεν μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματική συγνώμη, χωρίς ταυτόχρονα να συντρίψει τη (συντριπτική αλλά και λυτρωτική) έννοιά της.

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Με αυτή την τρομερή αυτεπίγνωση να κυκλοφορεί μέσα στο ίδιο μου το αίμα, έκλεισα τα μάτια και γύρεψα την ειρήνη που μπορεί να χαρίσει σε ένα ταραγμένο μυαλό ο ύπνος. Ένα τέτοιο μυαλό όμως δεν κοιμάται ποτέ. Ο εφιάλτης που είδα ήταν ακόμα πιο φοβερός. Ονειρεύτηκα ένα πανάθλιο, δικέφαλο και ακρωτηριασμένο ον να περιπλανιέται διαρκώς στις πιο άγριες και απρόσιτες περιοχές αυτού του άσπλαγχνου κόσμου, κυνηγώντας με μια μονομανία που είχε ξεπεράσει τα όρια της τρέλας την έννοιά του, γιατί ήξερε καλά πως χωρίς αυτήν δε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Έμπηγε λοιπόν το καμάκι όλο και πιο βαθιά στην έννοιά του, χωρίς ποτέ να μπορεί να χτυπήσει την καρδιά της. Κάθε φορά που επινοούσε την «έννοιά του», αρνιόταν πως αυτή ήταν η (αληθινή) έννοιά του. Όσο πιο απρόσιτη γινόταν η (αληθινή) έννοιά του, τόσο μεγάλωνε το πάθος να συλλάβει την έννοιά του. Καθώς πορευόταν σε αυτή την μαρτυρική πορεία, πίσω του άφηνε μονάχα νεκρούς, νεκρούς και μόνο νεκρούς, τις άπειρες αυτοσυντριβές του. Εκείνο το ανάπηρο ον ήξερε πια πως δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει πράγματι ον. γιατί θέλοντας και μη αναιρούσε διαρκώς την «ασύστατη» έννοιά του –τον αγέννητο και ανυπόστατο εαυτό του.

Η ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Αν και πατρίδα ή κατοικία του κάθε φορά ήταν μια άλλη έννοιά του, αυτό το αλλόκοτο και πεντάρφανο ον δεν μπορούσε να υπάρξει τελικά «πουθενά». Μολονότι αυτό το στοιχειό ήταν πανταχού παρόν μέσα στο σύμπαν, γιατί ενώ τη μια στιγμή βρισκόταν στον «Ισημερινό» και την άλλη στιγμή μπορούσε εντελώς ξαφνικά να βρεθεί σε ένα «παγωμένο βουνό», κατά βάθος δεν μπορούσε να «υπάρξει» πουθενά. Αν και από τη χιονισμένη «κορφή των Ιμαλαΐων» μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά στο θαλασσινό «βυθό» και από την παγωμένη «Ανταρκτική» στις καταπράσινες «Άνδεις» . αν και μπορούσε να γίνει «Φαραώ» και την άλλη στιγμή ένας «νέγρος με σαλεμένα μυαλά», παρόλα αυτά εκείνο το ορφανεμένο «ον» δεν είχε «κατοικία» πουθενά. Γιατί καμιά έννοιά του δεν μπορούσε να είναι ποτέ η αληθινή και οριστική έννοιά του. Η μόνη πατρίδα του ήταν η άγνωστη ξενιτιά.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Καθώς εκείνο το μανιασμένο πλάσμα κατρακυλούσε σαν ξεκολλημένη χιονοστιβάδα, καταστρέφοντας «πόλεις» και «χωριά», «έργα», «βιβλία», «ναούς», «φιλοσοφίες», «τέχνες», «επιστήμες», «κάστρα» και «οχυρά» -τα άπειρα προσωπεία του- έκανε κομμάτια ακόμα και το πιο επιβλητικό είδωλό του –τον ίδιο το Θεό. Εκείνο το αλλόκοτο ον είδε με τρόμο πως ακόμα κι Αυτός ο Θεός ήταν μια έννοιά του, μια μισερή μεταμφίεσή του, που δεν μπορούσε να σωθεί από αυτή τη σαρωτική καταστροφή. Ένιωθε με απερίγραπτη οδύνη πως εκείνος ο γκρεμισμένος θεός ήταν «ο ίδιος ο εαυτός του» -ένα ημίθεος- μισός αθάνατος και μισός θνητός, ένας ασύντριφτος θεός, ο μόνος Θεός, ο μόνος Νεκρός. Πως όλα τα πλάσματα της Φύσης, όλα τα πράγματα μέσα στο άπειρο σύμπαν, από τη λεπτότερη τρίχα της κεφαλής ως τον πανίσχυρο λεβιάθαν, δεν ήταν παρά σκιές δικές του, μεταμφιέσεις ενός «θεού» δηλαδή που ήταν ο μόνος Πλάστης και Δημιουργός και πως κάθε πλάσμα και κάθε πράγμα συνεπώς, ήταν κι ένας θεός. Ένας εξωφρενικός πανθεϊσμός θα μπορούσε να είναι η ύστατη αλήθεια, αν ετούτος ο πανθεϊσμός δεν ήταν κι αυτός μια φτηνή αυταπάτη. Γιατί ο ανθρώπινος Νους πάντα θα εξαπατά το θρησκόληπτο ποίμνιό του. Αυτός ο αθάνατος νεκρός που αυτοσυντρίβεται στον αιώνα, πάντα θα εξαπατά το συντριμμένο εαυτό του, γιατί η «αυτοσυντριβή του» δεν είναι η αληθινή αυτοσυντριβή του, αλλά μια απλή μεταμφίεσή του που κι αυτή ακόμα γυρεύει την έννοιά της για να υπάρξει.

ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ. Πονούσα μέσα μου βαθιά και ήξερα πως ήμουν το μόνο πλάσμα στο σύμπαν που «ένιωθε πόνο». Γιατί ο «πόνος», η «θλίψη», η «οδύνη», η «χαρά», η «αγάπη», το «μίσος», η «φιλία», η «ευτυχία», η «δυστυχία», η «μελαγχολία», η «πικρία» και όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα αισθήματα, δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς το μυαλό που σχηματίζει ασυναίσθητα και αυτόματα την έννοιά τους. Έβλεπα τώρα καθαρά πως δεν ήταν το σώμα που πονούσε ή αισθανόταν, αλλά το άρρωστο ή το ευαίσθητο μυαλό.

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ (ΛΟΓΙΚΕΣ) ΑΡΧΕΣ. Είχε πια ξημερώσει. Γύρισα λοιπόν στη σκοτεινή μου κάμαρα και πήρα στην τύχη κάποιο βιβλίο να ξεφυλλίσω. Ήταν Η ΤΥΠΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ που είχα διδαχτεί στην τελευταία τάξη του σχολείου. Ξεφυλλίζοντας το μικρό εγχειρίδιο, ανατρίχιασα όταν κατάλαβα ξαφνικά πως εκείνο το «λογικότατο» βιβλίο, που αποτελούσε το όργανο, τη βάση, το θεμέλιο κάθε βιβλίου, όλων των επιστημών, όλων των έργων, όλων των ανακαλύψεων, της ιστορίας και των θρησκειών, όλων ανεξαίρετα των τεχνών, κοντολογίς της ίδιας της ζωής ως τις παραμικρότερες λεπτομέρειες, δεν ήταν παρά ένα οικοδόμημα χτισμένο στη λάσπη. Ήξερα όπως όλοι πως η αριστοτελική λογική μας στηριζόταν σε τέσσερις αυτονόητες, αυταπόδειχτες, απόλυτες και καθολικές αλήθειες ή αρχές, που κανείς ποτέ σε αυτό τον πλανήτη δεν τόλμησε να αρνηθεί ή να αμφισβητήσει. Στην αρχή της ταυτότητας, στην αρχή της αντίφασης, στην αρχή του αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου και στην αρχή του αποχρώντος λόγου. Σύμφωνα με την πρώτη αρχή, την αρχή της ταυτότητας, κάθε έννοια είναι πάντοτε ίδια με τον εαυτό της. Σύμφωνα με την αρχή της αντίφασης, καμιά έννοια δεν μπορεί να αντιφάσκει την ίδια στιγμή με το εαυτό της, δεν μπορεί δηλαδή να υπάρχει και την ίδια στιγμή να μην υπάρχει. Σύμφωνα με την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου ή μέσου, κάθε έννοια ή υπάρχει ή δεν υπάρχει, τρίτη ή μέση κατάσταση αποκλείεται. Σύμφωνα με την αρχή του αποχρώντος λόγου, καμιά έννοια δεν είναι αληθινή, αν δεν είναι αναγκαία ακολουθία μιας άλλης έννοιας. Ύστερα από την εφιαλτική εμπειρία των προηγούμενων ημερών ήξερα πια πως αυτά τα τέσσερα αγκωνάρια της ανθρώπινης ζωής, αυτές οι δήθεν αυταπόδεικτες αλήθειες, ήταν ψεύδη μεγάλα, πλάνες φριχτές, που είχαν απατήσει μυριάδες ψυχές ολόκληρους αιώνες. Η ίδια η γλωσσική διατύπωση των τριών πρώτον αρχών μαρτυρούσε την κολοσσιαία απάτη. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια της ταυτότητας, αν δεν προϋπάρχουν ταυτόχρονα δυο πανομοιότυπα όντα. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια της αντίφασης, αν δεν προϋπάρχουν ταυτόχρονα δυο αντιφατικά όντα. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια του «τρίτου» ή του «μέσου», αν δεν υπάρχουν ταυτόχρονα δυο ανυπόστατα όντα. Η ίδια λοιπόν η αρχή της ταυτότητας, η ίδια η αρχή της αντίφασης, η ίδια η αρχή του αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου, μαρτυρούσαν τη λανθάνουσα αλήθεια, πως κάθε έννοια είναι μια δισυπόστατη μεταμφίεση του νου, είναι ο ίδιος ο δισυπόστατος νους, είναι μια έννοια με άλλα λόγια που δεν ταυτίζεται ποτέ με τον εαυτό της, που βρίσκεται μόνιμα σε μια τραγική αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, που «ζωή της» είναι η ζωντανή αυτοσυντριβή της, που βρίσκεται πάντα δηλαδή σε μια Τρίτη ή μέση απάνθρωπη κατάσταση, ανάμεσα στο «είναι» και το «μη είναι», στο μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας δηλαδή, γιατί δεν μπορεί ούτε να γεννηθεί ούτε και να πεθάνει.. Δε δυσκολεύτηκα να συνειδητοποιήσω λοιπόν την εξωφρενική αυταπάτη που λανθάνει και στην τέταρτη αρχή. Καμιά έννοια δεν είναι αληθινή, καμιά έννοια δεν μπορεί να υπάρξει δηλαδή, αν δεν αποτελεί λογική ακολουθία μιας προηγούμενης έννοιας. Ήταν φανερό πως ετούτη η αρχή είχε σαν προϋπόθεση όλες τις προηγούμενες που θεωρούσαν τις έννοιες σαν αυθύπαρκτες, αυτεξούσιες, αληθινές και ακέραιες «ουσίες» ή «υπάρξεις», ανεξάρτητες από το νου που τις έπλαθε. Και οι τέσσερις αρχές θεωρούσαν πως το «πνεύμα» είναι ένα αυτεξούσιο και αυθύπαρκτο ον που πράγματι υπάρχει, όπως υπάρχει ένα δέντρο ή ένα βουνό μες στο σύμπαν. Η αρχή του αποχρώντος λόγου μάλιστα, με βάση αυτή την βεβαιότητα, που θεμελίωναν οι τρεις προηγούμενες, οικοδομούσε εκείνο το αυθύπαρκτο και άπειρο υλικό που οι άνθρωποι ονόμαζαν «έννοιες». Το απλούστερο κτίσμα της ήταν η κρίση. το τελειότερο ο συλλογισμός. Με την αρχή του αποχρώντος λόγου, ο νους γεννούσε διαρκώς έννοιες που τις λάτρευε σαν αυθυπόστατα όντα. Με τον τρόπο αυτό είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο γενεαλογικό δέντρο, ένα πελώριο δίχτυ που είχε παγιδεύσει όλη τη γη. Ήταν ολοφάνερη πια η μεγάλη και τραγική αυταπάτη. Εκείνα τα ασύλληπτα όντα που οι άνθρωποι ονόμαζαν «έννοιες», δεν ήταν παρά απλές μεταμφιέσεις μιας και μοναδικής «έννοιας», ενός και μοναδικού «όντος» που δεν ήταν πράγματι «έννοια», που δεν ήταν πράγματι «ον», αλλά «κάτι» που δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει, η ίδια η αυτοσυντριβή που δεν μπορούσε ποτέ να επαληθεύσει τον (ανυπόστατο) εαυτό της και να υπάρξει. Ήταν ολοφάνερο λοιπόν όχι μόνο πως τίποτα δεν μπορούσε να έχει την αρχή του πουθενά, αλλά και πως ακόμα και η έννοια της αυτοσυντριβής δεν μπορούσε να έχει την αιτία της στο πνεύμα, γιατί ούτε το πνεύμα ούτε η μεταμφίεσή του, αυτό το τίποτα δηλαδή που συμβατικά θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «αυτοσυντριβή», μπορούσαν να υπάρξουν ποτέ. Έτσι η αρχή του αποχρώντος λόγου, που αποτελεί το κρυφό θεμέλιο των κρίσεων και των συλλογισμών, της γραμματικής και του συντακτικού, της ίδιας της γλώσσας δηλαδή, αυτή η δήθεν αυταπόδεικτη αλήθεια που οργανώνει αιώνες ολόκληρους έναν κόσμο πλαστό μέσα στο απρόσιτο και αμέτοχο σύμπαν, ήταν μια φριχτή αυταπάτη. Αυταπάτη λοιπόν ήταν όλες οι κρίσεις, όλοι οι συλλογισμοί, η γραμματική και το συντακτικό και όλες οι γλώσσες. Ναι, είχα φτάσει πια στο απάνθρωπο τέρμα.

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΕΝΑ ΤΕΡΑΣ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με κείνο το όργανο της ΛΟΓΙΚΗΣ στα χέρια, το κρανίο μου είχε ανοίξει στα δυο και είχε γεννήσει ένα αποτρόπαιο τέρας. Αν η εφιαλτική εμπειρία που αφηγήθηκα πιο πάνω, δεν ήταν παρά μια λογική αλληλουχία κρίσεων και συλλογισμών, ένα οικοδόμημα εκείνης της ανυπόστατης δύναμης που οι άνθρωποι ονόμαζαν «αποχρώντα λόγο», ήταν φανερό πως η αλήθεια που είχα βιώσει τις προηγούμενες μέρες, ετούτη η πνευματική αυτοβιογραφία που είχε συλλάβει ο ίδιος ο νους μου, δεν ήταν παρά μια α-νόητη, α-σύστατη αυταπάτη, ένα εξίσου πλαστό οικοδόμημα, κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να αληθεύει. Ετούτη η αλήθεια, που αναιρούσε τη γραμματική και το συντακτικό και κατέστρεφε τη γλώσσα, δεν μπορούσε να υπάρξει μέσα σε οποιαδήποτε «γλώσσα». Δεν μπορούσε όμως ποτέ να υπάρξει επίσης έξω από τα όρια της ΓΛΩΣΣΑΣ, έξω από τα όρια της αυτοσυντριβής δηλαδή, που αν και καταργούσε τη δομή και όλο το λεξιλόγιο της ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, δεν έπαυε ωστόσο να είναι μία «γλώσσα». Μια «γλώσσα» όμως που είχε κομμένη την ίδια τη γλώσσα της … Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα σιγά. Άνοιξα με τρεμάμενα χέρια και είπα δειλά –«ποιος είναι;» Στο ημίφως δεν είδα παρά μια παράξενη σκιά. «Ποιος είναι;» ξαναρώτησα δειλά. Από τα αόρατα χείλη εκείνης της σκιάς βγήκε ένας απερίγραπτος βόγγος που πάγωσε όλο μου το αίμα. Ήταν η «ΑΛΑΛΗ ΤΡΕΛΑ» …

[ΕΠΙΛΟΓΟΣ]

Αυτή η εξωφρενική γνωσιολογία, η αυτοσυντριβή της ίδιας της λογικής δηλαδή, αποτελεί το κρυμμένο κλειδί για την κατανόηση όχι μόνο του Μάρντι και του Μόμπι Ντικ, αλλά και όλων των κατοπινών έργων του Μέλβιλ. Γιατί όλο το Μυστικό κρύβεται σε μια και μοναδική «έννοια» -στην αρνητική, δισυπόστατη έννοια του «εγώ». Αν λοιπόν, αναγνώστη, συνειδητοποιήσεις βαθιά πως κάθε λέξη είναι και μια μάσκα κρυφή εκείνου του δισυπόστατου, αντιφατικού και ανυπόστατου όντος, που συμβατικά ονομάζουμε «εγώ», «πνεύμα», «λόγο», «μυαλό», «νου», «διάνοι», «ευφυΐα», «νόηση», «ψυχή», «καρδιά», «φαντασία», «μνήμη», «αντίληψη», «σκέψη», «περισυλλογή», «στοχασμό», «αίσθηση», δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις τον τρόπο που σκέφτεται και γράφει αυτός ο μεγάλος και ευρηματικότατος συγγραφέας. Για το Μέλβιλ, ο νους και το εκφραστικό του όργανο, η γλώσσα, δεν μπορούν ποτέ να ακριβολογήσουν ή να κυριολεκτήσουν. Από την άλλη μεριά πάλι, η πατροπαράδοτη γλώσσα, που καθρεφτίζει την αριστοτελική λογική μας, είναι η μόνη που μπορεί να «φωτίσει», πλάγια πάντα, αυτή την ασύλληπτη τραγωδία. Όχι ακριβολογώντας ή κυριολεκτώντας αλλά χρησιμοποιώντας το υλικό (λέξεις) και τους τύπους της (γραμματική και συντακτικό) με έναν και μόνο τρόπο – πάντοτε μεταφορικά και υπαινικτικά δηλαδή. Η γλώσσα του Μέλβιλ λοιπόν ποτέ δε δηλώνει, αλλά πάντα υποδηλώνει, ποτέ δεν εννοεί, αλλά πάντα υπονοεί, ξεστρατίζοντας διαρκώς το διεισδυτικό αναγνώστη από την κοινότοπη κυριολεξία σε άρρητους υπαινιγμούς που εκφράζουν κατά βάθος, με έναν επίμονο και μονότονο θα ’λεγα τρόπο, τους αλλόκοτους ιριδισμούς του πνεύματος – την πολυπρόσωπη αγλωσσία ή αυτοσυντριβή του. Πίσω από κάθε λέξη, πίσω από κάθε φράση, πίσω από κάθε παράγραφο, πίσω από κάθε κεφάλαιο, πίσω από κάθε έργο του, είναι κρυμμένο με χίλιους τρόπους το ίδιο το «σώμα» του πνεύματος, εκείνο το άγνωστο, ανυπόστατο, καταστροφικό και άφθαρτο ον, που κάνει ωστόσο αισθητή την αθέατη παρουσία του διαρκώς με ακαταμέτρητους λογοτεχνικούς τρόπους. Για το Μέλβιλ, τα μέρη του λόγου δεν είναι δέκα, αλλά ένα και μόνο: η ανυπόστατη και δισυπόστατη προσωπική αντωνυμία «εγώ». Το «αντικείμενο» δεν είναι παρά μια μάσκα του «υποκειμένου» - μια δεύτερη αυτοσυντριβή (του). Το ρήμα δεν είναι παρά το ασύνδετο και ακατανόητο άλμα αυτού του αλλόκοτου όντος από τη μια έννοια στην άλλη – το άλμα της αυτοσυντριβής. Κορυφαίες εκφράσει της εξωφρενικής αλήθειας που υπαινίσσεται διαρκώς ο Μέλβιλ, είναι η τραγική αναζήτηση του Τάτζι και η αλλόκοτη φιλοσοφία του Μπαμπαλάντζα στο Μάρντι, το δραματικό κυνήγι του Αχαάβ στο Μόμπι Ντικ, η αυτοσυντριβή του Πιέρ, η αμιλησία του Μπάρτλεμπι. Όσο κι αν οι ιδέες του Μέλβιλ θυμίζουν τη σιωπή του Κρατύλου, την αφασία των αρχαίων σκεπτικών και την ιδιότυπη γλώσσα του Λυκόφρονα, που ήθελε να ξεφύγει από τον ιδιότυπο διχασμό του, το διχασμό που ένιωθε να εκφράζουν η γραμματική και το συντακτικό. όσο κι αν ο Μέλβιλ μοιάζει να ανήκει στην οικογένεια των αρχαίων ελλήνων σοφιστών και σκεπτικών, κατά βάθος δεν είναι παρά μια ασύγκριτη και μοναχική ψυχή, ένας από τους ελάχιστους μεγαλοφυείς ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον πλανήτη και συνάμα ένας μοναδικός και ανεπανάληπτος καλλιτέχνης. Στα κεφάλαια που ακολουθούν προσπαθώ να επαληθεύσω αυτή την υποχθόνια και «στανική» αλήθεια και να αποδείξω πως το δισυπόστατο πλάσμα που περιέγραψα πιο πάνω είναι οι «δυο κρυφές φωνές» που υπαγόρευσαν όχι μόνο τα περισσότερα έργα του Μέλβιλ, αλλά και όλα τα έργα του Χόθορν. κι ακόμη πως αυτές ακριβώς οι φωνές είναι εκείνες που οργάνωσαν τη σκοτεινή φιλοσοφία του Σέξπιρ.

(Α. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ)

"Προσπάθησε να πει κάτι γλυκό, αλλά η γλώσσα του κρεμόταν στο στόμα του, όπως ένα σάπιο φρούτο απ' το κλαδί, και η καρδιά του ήταν ένα παράθυρο, μπογιατισμένο μαύρο." (Bernard Malamud)

π ε ρ ί π α τ ο ς (αρχείο):

φρέσκα σχόλια:

Widget by ReviewOfWeb