Η γραμμική Β είναι μια συλλαβική γραφή που χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση των Μυκηναϊκών Ελληνικών. Προηγήθηκε της αλφαβητικής Ελληνικής γραφής κατά αρκετούς αιώνες (από τον 13ο μέχρι ίσως τον 17ο αι. π.Χ., δείτε την πέτρα από τα Καυκάνια) και φαίνεται να χάνεται με την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι περισσότερες από τις πινακίδες γραμμικής Β βρέθηκαν στην Κνωσό, στην Κυδωνία, στην Πύλο, στη Θήβα και στις Μυκήνες.
Ο άνθρωπος ο οποίος αποκρυπτογράφησε τη γραμμική Β ήταν ο Ventris. Ενώ στην αρχή είχε υποθέσει ότι η γλώσσα θα ήταν Ετρουσκικά (γιατί άραγε;) στη συνέχεια διαπίστωσε ότι αρκετές επαναλαμβανόμενες λέξεις άλλαζαν μόνο στην τελευταία τους συλλαβή με τρόπο που θύμιζε τις κλήσεις στα Ελληνικά. Αφού δημιούργησε μια σχάρα με τις πιθανές φωνητικές αξίες των συμβόλων, έψαξε να βρει μια λέξη στις επιγραφές που να είναι τοπωνύμιο. Μια λέξη που θα άρχιζε με Α θα ήταν ιδανική, αφού το Α είναι ένα γράμμα που εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα. Επίσης, αν η γλώσσα ήταν Ελληνική, θα έπρεπε η ίδια λέξη να καταλήγει πιθανότατα σε –ος. Με αυτά τα κριτήρια και τις υπόλοιπες φωνητικές αξίες που ο ίδιος είχε αποδώσει στα διάφορα συλλαβογράμματα, ο Ventris κατάφερε να ταυτοποιήσει τη λέξη ‘Αμνισός:’
q K C v
a mi ni so
(Άμνισος)
καθώς επίσης και επιθετικούς τύπους της ίδιας λέξης, όπως
q K C c ] q K C c p
a mi ni si jo a mi ni si ja
(Αμνίσιος) (Αμνίσια)
ακόμη και έναν τύπο της ίδιας λέξης που να σημαίνει κατεύθυνση
q K C v S
a mi ni so de
(Αμνισόδε)
Από εκεί και πέρα κατάφερε να ταυτοποιήσει και άλλα τοπωνύμια όπως
. V v H e f G < v
ko no so pa i to tu li so
(Κνωσός) (Φαιστός) (Τύλισος)
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα τοπωνύμια αναφέρονται στην Κρήτη με κύρια ίσως εξαίρεση την Πύλο όπου και βρέθηκαν αρκετές επιγραφές. Η λέξη Μυκήνες (για να μην αναφερθούμε σε μια λέξη Αγαμέμνων) απουσιάζουν. Ίσως να μένει να βρεθούν κι άλλες επιγραφές. Το γεγονός πάντως ότι δεν υπάρχει κατευθείαν σχέση ανάμεσα στη γραμμική Α με τη γραφική Β δείχνει ότι μάλλον η Ελληνική γραμμική Β δημιουργήθηκε από νεοαφιχθέντες Έλληνες στην Κρήτη και από εκεί διαδόθηκε στα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας (χωρίς να αποκλείεται αλλά ούτε και να μπορεί προς το παρόν να αποδειχτεί μια συγγένεια με τη γλώσσα των Μινωιτών).
Δεν είναι βεβαίως τόσο τα τοπωνύμια και τα κύρια ονόματα που υποδεικνύουν την Ελληνικότητα της γραμμικής Β όσο κλιτά μέρη του λόγου όπως επίθετα, μετοχές, κλπ. Αμέσως μετά τα ονόματα κύριων πόλεων ο Ventris ταυτοποίησε λέξεις όπως
f v f z
to so to sa
(τόσο) (τόσα)
καθώς και δυο μετοχές του ρήματος αραρίσκω
a ra ru ja a ra ru wo a
αραρύια αραρύοντα
Αυτή η παραλλαγή στα επίθετα και στις μετοχές παρακειμένου ανάμεσα στους θηλυκούς και στους ουδέτερους τύπους, οδηγούν σε ένα σύνολο λέξεων που όχι μόνο είναι χαρακτηριστικές της ελληνικής γλώσσας, άλλα απαντώνται μόνο στην ελληνική. Έτσι έγινε αντιληπτή ή ύπαρξη ενός πυρήνα ελληνικών λέξεων και τύπων.
Από εκεί και ύστερα άνοιξε ο δρόμος για την ταυτοποίηση πλήθους λέξεων σύμφωνα με τις φωνητικές αποδόσεις του συλλαβαρίου της γραμμικής Β το οποίο και παραθέτω για πληρότητα και ευκολότερη κατανόηση των συμβόλων και των αντίστοιχων ήχων:
Η γραμμική Β περιείχε και ιδεογράμματα όπως φαίνεται στους δύο παρακάτω πίνακες:
Τα ιδεογράμματα σε αρκετές περιπτώσεις μας βοηθάνε να βρούμε τη φωνητική αξία συλλαβογραμμάτων που χρησιμοποιούν το ίδιο ή παρεμφερές σύμβολο με κάποιο ιδεόγραμμα όπως για παράδειγμα το συλλαβόγραμμα o που μοιάζει με το ιδεόγραμμα για το βόδι (βους) και προφέρεται wo.
Η ερμηνεία του Ventris οδήγησε σε ένα σύνολο κανόνων βάσει των οποίων σχηματίζονται οι λέξεις στη γραμμική Β από τα αντίστοιχα σύμβολα, έτσι ώστε να διαβάζονται και ολόκληρες φράσεις (παρότι οι περιπτώσεις είναι λίγες λόγω του ταξινομικού χαρακτήρα των πινακίδων):
wlt; a e [ M p w m w t m f U
w f C ] w m w s r
e-ri-ta i-je-re-ja e-ke e-u-ke-to-qe
e-to-ni-jo e-ke-e te-o
Ερίθα ιέρεια έχει εύχετοί τε
ετώνιον έχεεν θεόν
A L S K h c... r Z f w m w
da-mo-de-mi pa-si... o-na-to e-ke-e
δάμος δε μιν φάσι... όνατον έχεεν
Το γεγονός ότι η φωνητική αξία που αποδόθηκε, σύμφωνα με την ερμηνεία του Ventris, στα συλλαβογράμματα της γραμμικής Β οδήγησε στη δυνατότητα διαβάσματος ολόκληρων φράσεων, οδηγεί προφανώς στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα των κειμένων είναι ελληνική, έστω σε ένα πρώιμο στάδιο. Το χαρακτηριστικό άλλωστε της γραφής αυτής να μην κάνει διάκριση σε καταλήξεις (π.χ. τα –ο, -ος, -οι, κοκ γράφονταν με το ίδιο σύμβολο ) μας περιορίζει ως προς τη σωστή απόδοση των λέξεων, αφού και ο τρόπος που τις προφέρουμε είναι από τη μεταγενέστερη Ελληνική γλώσσα. Σε γενικές πάντως γραμμές η ουσία είναι ότι η γραμμική Β ήταν ελληνική και όχι λόγου χάρη Ετρουσκική, Λυδική, Φρυγική, Φοινικική, ή οτιδήποτε άλλο.
Η (σημαντική) πάντως ομοιότητα των Ελληνικών με τα Φρυγικά αλλά και τα Αρμενικά, υποδεικνύει μια αρχική κοιτίδα των τριών αυτών γλωσσών κάπου στην Ανατολία (ειδικότερα Μικρά Ασία). Οι Φρύγες τοποθετούνται ανάμεσα στην Τροία και στον Εύξεινο Πόντο (από όπου έφυγαν και ξαναεπέστρεψαν), ενώ οι Αρμένιοι νοτιότερα και ίσως ανατολικότερα. Έτσι μένει ένας κενός χώρος στη βορειοανατολική και ίσως ακόμη πιο κάτω περιοχή της Μικρής Ασίας για την πρώτη Ελληνική γλώσσα. Σημειώστε ότι η λεγόμενη Παλαϊκή γλώσσα που ομιλείτο σε εκείνη την περιοχή εξαφανίζεται την περίοδο που εμφανίζεται η Μυκηναϊκή γλώσσα (μια υπόθεση κάνω!) Προτού λοιπόν εμφανιστούν οι Φρύγες και οι Έλληνες στα Βαλκάνια, η γλώσσα τους είχε ήδη κάνει ένα πρώτο ταξίδι από την Ανατολία.
Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος ‘Πελασγικά’ με τον οποίο συνηθίζεται να αναφέρονται αδιακρίτως οι γλώσσες που ομιλούνταν στην Μικρή Ασία, στο Αιγαίο, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, στο απώτερο παρελθόν. Η υπόθεση της επίσημης αρχαιολογίας είναι ότι τα τοπωνύμια με το θέμα ινθ- (π.χ. Τίρυνθα, Κόρινθος) ή την κατάληξη –ισσός (π.χ. Αμνισσός, Λάρισσα, κοκ) είναι προελληνικά (‘Πελασγικά’). Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τοπωνύμια με την κατάληξη –ος (π.χ. Κνωσός, Φαιστός, κλπ), καθώς και κύρια ονόματα με καταλήξεις –ος και –ων (π.χ. Πελασγός, Ακρίσιος, Αγαμέμνων, Ποσειδών, κλπ). Ακόμα και τα κύρια ονόματα σε –εύς (π.χ. Θησεύς, Περσεύς, Ζεύς, κοκ) έχουν υποτεθεί ως μη Ελληνικά. Προφανώς υπάρχει ένα πρόβλημα σε αυτήν την υπόθεση. Γιατί δεν είναι μόνο κύρια ονόματα και τοπωνύμια με αυτές τις καταλήξεις, αλλά και τόσα άλλα καθημερινά πράγματα και μέρη της ελληνικής γλώσσας με αυτές τις καταλήξεις (π.χ. άνθος, πόθεν, άνωθεν, σίτος, κοκ). Επομένως, αν όλες αυτές οι λέξεις δεν είναι Ελληνικές τότε και τα Ελληνικά είναι Πελασγικά. Γιατί όλες αυτές οι ‘Πελασγικής’ προέλευσης λέξεις αποτελούν το βασικό υπόστρωμα αλλά περιέχουν και βασικούς κανόνες τις Ελληνικής γλώσσας.
Ως γνωστό, ένας κατακτητής φροντίζει να δώσει δικά του ονόματα στα μέρη που κατακτά (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ‘Αλεξάνδρειες’ που ίδρυε ο Μέγας Αλέξανδρος απ’ όπου περνούσε). Αν λοιπόν οι Μυκηναίοι Αχαιοί ήταν ξένοι κατακτητές στην Πελοπόννησο, τότε γιατί κράτησαν τοπωνύμια ‘Πελασγικά’ στις κύριες πόλεις τους; Προφανώς επειδή τα ονόματα τους ήταν οικεία. Αν μάλιστα αναλογιστούμε τη μεγάλη διασπορά τέτοιων ονομασιών σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στην Κρήτη αλλά και την Μικρά Ασία, συνειδητοποιούμε ένα ισόγλωσσο (ομοιογένεια γλώσσας) που απλώνεται σε μια ευρεία περιοχή και αρκετά πίσω στο χρόνο.
Αυτό βεβαίως που απομένει είναι η όσο το δυνατό βαθύτερη και πληρέστερη ερμηνεία της γραμμικής Β, η σύγκρισή της με την άγνωστη ακόμη γραμμική Α, και η σχέση της με τις σύγχρονες (ή ίσως και παλαιότερες) ελληνικές διαλέκτους. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο ‘Εισαγωγή στη Γραμμική Β:’
‘‘Τα στοιχεία που παρουσιάσαμε έως τώρα είναι επαρκή για να αποδείξουν ότι ένας ορισμένος αριθμός λέξεων στα κείμενα της Γραμμικής Β ανήκει στην ελληνική γλώσσα: απόδειξη που εδράζεται σε φωνολογική και, πρωτίστως, σε μορφολογική και συντακτική βάση. Το ερώτημα που ανακύπτει τώρα είναι αν, με δεδομένες αυτές τις πληροφορίες για τις μυκηναϊκές λέξεις αφενός, και τις εκτεταμένες γνώσεις μας για τις ελληνικές διαλέκτους των ιστορικών χρόνων αφετέρου, μπορούμε να κατατάξουμε τη μυκηναϊκή ανάμεσα στις άλλες διαλέκτους. Είδαμε από τη ρηματική κατάληξη -si και από άλλα συριστικοποιημένα μορφήματα, ότι είναι δυνατό να συναχθεί πως η μυκηναϊκή αναμφίβολα ανήκει στην ανατολική ελληνική και όχι στη δυτική. Άλλα χαρακτηριστικά υποδηλώνουν ότι η μυκηναϊκή έχει μια ειδική σχέση με την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο της ανατολικής ελληνικής. Η μέση κατάληξη -to = τοι την συνδέει με την αρκαδική και πρόκειται για μια ενθαρρυντική σύνδεση, γιατί μοιάζει λογικό, εκ πρώτης όψεως, οι μυκηναϊκές κοινότητες της ηπειρωτικής Ελλάδας να χρησιμοποιούσαν κάποια διάλεκτο συγγενή προς εκείνη που χρησιμοποιείτο στο εσωτερικό της Πελοποννήσου κατά τους ιστορικούς χρόνους. Και αν pa-ro σημαίνει πράγματι ‘παρά, από,’ είναι αξιοσημείωτο ότι συντάσσεται με δοτική: ανάμεσα στις διαλέκτους των ιστορικών χρόνων, μόνον ή αρκαδική και ή κυπριακή χρησιμοποιούν τη δοτική με λέξεις που σημαίνουν ‘από.’
Άλλα, όμως, χαρακτηριστικά στοιχεία της μυκηναϊκής εμφανίζονται τόσο στην αιολική όσο και στην αρκαδοκυπριακή: τέτοια είναι ό τύπος a-pu= απύ (αντί του αττικοϊωνικού ‘από’) και η ανάπτυξη του αρχικού συλλαβικού ro σε ro ή or, και όχι σε ra/ar, όπως στην αττική- ιωνική. Μία ακόμη σχέση με την αιολική, όχι όμως και με την αρκαδική, προσφέρει ένα καλά τεκμηριωμένο χαρακτηριστικό της μυκηναϊκής, και συγκεκριμένα η χρήση πατρωνυμικών σε -i-jo (-ιος).
Με λίγα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η μυκηναϊκή δεν αντιστοιχεί απόλυτα σε καμιά ελληνική διάλεκτο των ιστορικών χρόνων ούτε και θα έπρεπε να αναμένουμε μια τέτοια στενή αντιστοιχία, δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των τελευταίων επιγραφών της Γραμμικής Β και της πρώτης εμφάνισης της αλφαβητικής ελληνικής γραφής- και ιδίως επειδή στο μεσοδιάστημα αυτό συντελέστηκαν εκτεταμένες μεταναστεύσεις ελληνοφώνων, οι όποιες προκάλεσαν σημαντικές επικαλύψεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες διαλέκτων. Οι σχέσεις είναι στενότερες με την αρκαδική, όπως διαπίστωσαν οι Ventris και Chadwick αμέσως μετά την αποκρυπτογράφηση της γραφής, αλλά και οι αναλογίες με την αιολική διάλεκτο δεν είναι δυνατό να παραβλεφθούν. Το τελευταίο ίσως υποδηλώνει ότι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που αργότερα συνδέθηκαν με την αιολική, κατά την εποχή του Χαλκού ήταν περισσότερο διαδεδομένα στις ανατολικές ελληνικές διαλέκτους.
Τέλος, είναι αναγκαίο να αναφέρουμε ένα περίεργο χαρακτηριστικό των κειμένων της Γραμμικής Β, εξαιτίας των συμπερασμάτων που επιτρέπει να εξαχθούν σχετικά με τις διαλεκτικές συνάφειες της μυκηναϊκής. Πέρα των ορθογραφικών ανωμαλιών που εμφανίζονται σποραδικά στα κείμενα και που φαίνεται να οφείλονται σε λάθη των γραφέων ή σε τοπικές διαφορές όχι σημαντικές για τη διάλεκτο, είναι δυνατό να απομονώσουμε έναν αριθμό παραλλαγών, οι οποίες υποδηλώνουν ότι υπήρχαν ουσιαστικές διαλεκτικές διαφορές και μέσα στην ίδια τη μυκηναϊκή…
Η διαφορά ανάμεσα στα pe-mo και pe-ma, κι εκείνη ανάμεσα στα po-se-da-o-ne και po-se-da-o-ni, ίσως εξηγούνταν αν υποθέσουμε ότι τα κείμενα της γραμμικής Β είναι γραμμένα όχι σε μία μονολιθική ‘μυκηναϊκή’ διάλεκτο, αλλά σε δύο τουλάχιστον διαλέκτους… Ίσως λοιπόν να αντανακλά την αβεβαιότητα των γραφέων, που καλούντο να μεταγράψουν ήχους για τους οποίους δεν είχαν συγκεκριμένα σύμβολα.’’
Το ότι τα Ελληνικά είναι κατά πάσα πιθανότητα μία Ανατόλια διάλεκτος που πέρασε στην κυρίως Ελλάδα, έχει ήδη αναφερθεί. Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε την προγενέστερη κατάσταση των Ανατόλιων διαλέκτων, αν δηλαδή προήλθαν από μια προγενέστερη κοιτίδα στην περιοχή του Καυκάσου και τι πιθανές επιρροές δέχτηκαν από τις πιο προηγμένες πολιτισμικά σημιτικές περιοχές (τα βορειοδυτικά όρια των οποίων βρίσκονταν εκεί που κάποτε ήταν η Φοινίκη και τώρα ο Λίβανος). Εντούτοις η πρώιμη Ελληνική Αιολική διάλεκτος που μιλήθηκε στην κεντρική Ελλάδα και νοτιότερα, έχει τα βασικά χαρακτηριστικά μιας Πελασγικής διαλέκτου. Στο μυαλό μου έρχεται χαρακτηριστικά το όνομα της Αρχαίας ποιήτριας Κόρυννας. Διαπιστώστε την ομοιότητα με τα ονόματα κόρυθος (κράνος, λοφίο κράνους), Κόρινθος, κόρη, κούρος, Κόρισσος (υποθετική λέξη), κορίτσι, κλπ, κλπ, κλπ. Η Αιολική διάλεκτος δεν απέχει και τόσο ούτε από τα Πελασγικά, ούτε από τα Μυκηναϊκά Αχαϊκά, ούτε από τα Δωρικά, τα οποία άλλωστε αντικατέστησαν ως έναν βαθμό τη γλώσσα των Μυκηναίων.
Δεν είναι επίσης γνωστό αν τα Ελληνικά ήταν μία Πελασγική διάλεκτος ή το συνονθύλευμα αρκετών Πελασγικών διαλέκτων. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσω μια χαρακτηριστική διγλωσσία που κάθε Ελληνόφωνος μπορεί να διαπιστώσει. Για παράδειγμα τα ζεύγη λέξεων όπως άνθος και λουλούδι, οίνος και κρασί, κοκ. Είναι η μία λέξη Ελληνική και η άλλη Πελασγική; Ή μήπως είναι και οι δύο λέξεις δύο διαφορετικών Πελασγικών διαλέκτων; Δεν το γνωρίζω, αλλά αυτή η χαρακτηριστική διγλωσσία (ίσως και τριγλωσσία ή πολυγλωσσία) δείχνει ότι τα Ελληνικά διαμορφώθηκαν με τον καιρό από περισσότερες από μία διαλέκτους οι οποίες μπορεί να διέφεραν αρκετά μεταξύ τους. Ωστόσο, έτσι ή αλλιώς, ουδέποτε και πουθενά δεν φαίνεται μια γλωσσική αντικατάσταση. Περισσότερο, διαπιστώνεται η συνέχεια μια γλώσσας από μια αρχαϊκότερη προς μια πιο σύγχρονη μορφή. Άλλωστε αν η γλώσσα μας επιβίωσε από τους Τούρκους, τους Πέρσες, και ακόμα παλαιότερα από τους Χιττίτες, δεν θα ήταν κουτό να υποθέσουμε ότι ο Αγαμέμνων ήταν… ξένος που μας έμαθε Ελληνικά;
*Σημείωση: Για να εμφανιστούν οι χαρακτήρες της γραμμικής Β θα πρέπει να κατεβάσετε τα αντίστοιχα fonts από το τρίτο link παρακάτω, και να τα εγκαταστήσετε (με copy-paste) στο φάκελο C:/Windows/Fonts
(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)
(Λεξικό γραμμικής Β)
[Χαρακτήρες (Fonts) γραμμικής Β]