Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΝΤΡΕΝΤ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ


 Μέρος δεύτερο: Έξοδος


 1

Ξημέρωμα στη Μεγάπολη 1, την Πόλη Κράτος της Ανατολικής Ακτής.
Πολυπληθής σπείρα επιτίθεται στην Τράπεζα Εγκεφάλων ιδιωτικής Εταιρίας Μεταμοσχεύσεων. Φορτώνουν ολόκληρους εγκεφάλους και εγκεφαλικό – νευρωνικό υλικό.
Οι ληστές, πάνοπλοι, φορούν μάσκες με πρόσωπα καγκουρό· είναι η Συμμορία των Καγκουρό, μισθοφόροι κακοποιοί που προσλαμβάνονται και εγκληματούν για όποιον πληρώνει καλύτερα.
Ο Δικαστής Ντρεντ σπεύδει στο σημείο, ακολουθούμενος από τους Δικαστές Κρινγκ και ΜακΆιβορι. Άγριο πιστολίδι συγκλονίζει τους χώρους της Τράπεζας – οι μισοί περίπου συμμορίτες πέφτουν νεκροί. Οι στοχευμένες βολές των Δικαστών και η αλάνθαστη σκόπευση αποτρέπουν ζημιές εκατομμυρίων στις τραπεζικές εγκαταστάσεις από τα όπλα τους.

Ο Ντρεντ πολεμά εξοργισμένος· οι μεταμοσχεύσεις εγκεφάλων είναι ήδη αντικείμενο νομικών αντεκδικήσεων: ποιος είναι ο άνθρωπος μετά τη μεταμόσχευση; Ο δότης ή ο λήπτης; Ποιες νομικές υποχρεώσεις τον βαραίνουν; Του δότη ή του λήπτη; Το τελευταίο που θα χρειάζονταν θα ήταν και μια επιδημία ληστειών!...
Η Δικαστίνα ΜακΆιβορι δέχεται ολόκληρη ριπή στα πλευρά της. Πέφτει με γδούπο, αιμόφυρτη, αφήνοντας κύκνειο αναστεναγμό.
Ο Δικαστής Κρινγκ είναι ερωτευμένος μαζί της. Γονατίζει δίπλα της· κρίσιμη κατάσταση. Ανθρωπίνως, δε φαίνεται να ’χει ελπίδες.
Ο νεαρός Δικαστής, πενταετής σε πείρα, απελπισμένος, θυμάται το Λευκό Καβαλάρη. Από τα μάτια του αναβλύζουν δάκρυα, που ρέουν ώς το σαγόνι του, ξεπροβάλλοντας κάτω απ’ το κράνος.
«Αν μπορείς να βοηθήσεις», ψιθυρίζει νιώθοντας την καρδιά του σαν καμίνι έτοιμο να εκραγεί, «κάνε το. Σε παρακαλώ, κάνε το!».
Στη στιγμή ο Καβαλάρης βρίσκεται δίπλα του, πεζός. Γονατίζει δίπλα στην κοπέλα, απέναντι από το νεαρό Δικαστή. Πώς βρέθηκε εκεί;
Ο Ντρεντ ρίχνει, τραυματίζοντας άλλον ένα συμμορίτη, λοξοκοιτώντας συγχρόνως το ξαφνικό σκηνικό.
Ο Καβαλάρης, προσευχόμενος μέσα στην καρδιά του, σταυρώνει με το χέρι το τραυματισμένο σώμα της Δικαστίνας.
«Ζήσε» διατάζει.
Οι σφαίρες πετάγονται έξω απ’ το σώμα της κι οι πληγές αρχίζουν γρήγορα να κλείνουν. Εκείνη ανοίγει στόμα και μάτια με βαριά ανάσα.
Ο Γεώργιος χαμογελάει. Την ευλογεί αγγίζοντάς την στο κράνος και σηκώνεται όρθιος. Απλώνει το χέρι και οι σφαίρες του Ντρεντ και των ληστών – εκατοντάδες σφαίρες – στέκονται μετέωρες και μετά πέφτουν στο πάτωμα με μικρούς μεταλλικούς κρότους.


Ο άγιος στρίβει τη γροθιά του και τα όπλα των κακοποιών φεύγουν απ’ τα χέρια τους· υψώνονται όλα μαζί ώς την οροφή και μετά γκρεμίζονται στο πάτωμα, ένας σωρός, πιστόλια, τουφέκια, μικρά πολυβόλα, με τρομερό πάταγο.
Τώρα μόνο ένα Πιστόλι σημαδεύει κάποιους· ο Νομοθέτης του Δικαστή Ντρεντ. Οι ληστές τρομοκρατημένοι υψώνουν τα χέρια και παραδίνονται.
Η Δικαστίνα ΜακΆιβορι σηκώνεται, ξαφνιασμένη και η ίδια με τη σωτηρία της. Ο Δικαστής Κρινγκ, με το πρόσωπο βρεγμένο, αρχίζει να περνά χειροπέδες στους δράστες. Περνώντας δίπλα στον άγιο, του ψιθυρίζει:
«Ευχαριστώ».
Ο Ντρεντ, συνεχίζοντας να σημαδεύει, λέει ξερά στον παράξενο ταξιδιώτη:
«Τους κατάφερνα».
«Είπα να τους γλιτώσω» αποκρίνεται χαμογελώντας εκείνος, με λαμπερά μάτια.
Ο Γέρος στρέφεται στο Δικαστή Κρινγκ.
«Δικαστή Κρινγκ», λέει με έκδηλη περιφρόνηση, «ένας Δικαστής δεν πρέπει να ’ναι κλαψιάρης – αλλιώς δε θα ζήσει».
Ο Δικαστής Κρινγκ ένιωσε να κοκκινίζει. Φοβόταν το Ντρεντ, όπως πολλοί νέοι Δικαστές. Και ήταν η πρώτη φορά που εκείνο το ιερό τέρας τού απεύθυνε το λόγο.
Ο Ντρεντ συνέχισε, ηπιότερα:
«Μετάλλαξε όλα τα συναισθήματά σου σε μίσος, και θα ζήσεις».
Ο Κρινγκ κοίταξε φευγαλέα τον άγιο Γεώργιο.
«Μη χάσεις την ανθρωπιά σου» τον συμβούλεψε εκείνος.

Καθώς η ΜακΆιβορι, μουδιασμένη ακόμα, ειδοποιούσε για κλούβα, κραυγές πανικού αντήχησαν απ’ το δρόμο. Ντρεντ και Γεώργιος πετάχτηκαν έξω και βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα τραγικό θέαμα: εκατοντάδες ιγκουάνχας – υβρίδια, διασταύρωση ιγκουάνας με πιράνχας, που ξέφυγαν στην Καταραμένη Γη και πολλαπλασιάστηκαν – ξεπρόβαλλαν απ’ τους υπονόμους και ρίχνονταν στους διαβάτες.
Ο Ντρεντ πυροβόλησε και θανάτωσε μερικά. Ο Γεώργιος προχώρησε κατά πάνω τους, μέσα στο πλήθος. Οι χιλιάδες διαβάτες σκορπίζονταν προς κάθε κατεύθυνση ξεφωνίζοντας τρομαγμένοι.
Ένα ιγκουάνχα αρπάχτηκε απ’ το πόδι του κι άρχισε να σκαρφαλώνει. Το ακολούθησε κι άλλο, κι άλλο· δεκάδες ακόμη στράφηκαν προς το μέρος του· σε λίγο, όλα τα ιγκουάνχας προσανατολίστηκαν προς αυτόν.
Ο σκληρός Δικαστής έμεινε να τον κοιτά ξαφνιασμένος· ιγκουάνχας είχαν σκαρφαλώσει πάνω του, καλύπτοντάς τον ολόκληρο, ενώ τα υπόλοιπα συνωστίζονταν γύρω του σα να γύρευαν μια θέση στην αγκαλιά του. Ο άγιος περπάτησε, φορτωμένος ερπετά, που δε δάγκωναν πλέον, και κατευθύνθηκε προς το κοντινότερο άνοιγμα των υπονόμων.
«Στο όνομα του Ιησού Χριστού», τους παράγγειλε ειρηνικά, «γυρίστε στο σπίτι σας».
Τα έσπρωξε μέσα, τα πρώτα τρύπωσαν, τα υπόλοιπα ακολούθησαν. Όλα πήραν πια την αντίστροφη πορεία.


Μέσω των υπονόμων θα ’φταναν στα Τείχη κι από κει προφανώς θα ’βγαιναν πίσω στον τόπο τους, στην Καταραμένη Γη, το ραδιενεργό σκουπιδότοπο, που κάλυπτε σχεδόν όλη την έκταση των πρώην Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Αποτέλεσμα των ατομικών πολέμων της δεκαετίας του 2070, η έρημος της Καταραμένης Γης απλωνόταν ανάμεσα στους δυο Ωκεανούς, ενώ οι εναπομείναντες πληθυσμοί είχαν συσσωρευτεί στις τρεις Μεγαπόλεις, της Ανατολικής Ακτής, του Τέξας και της Καλιφόρνιας. Στην Καταραμένη Γη ζούσαν θηρία και άνθρωποι, μεταλλαγμένοι και απόκληροι, που ούτε οι αμαρτωλές Μεγαπόλεις, που έμοιαζαν με κολάσεις, δεν τους ανέχονταν.
Ο άγιος κράτησε στην αγκαλιά του ένα ιγκουάνχα. Ο Ντρεντ πλησίασε πέτρινος και σιωπηλός, με το Νομοθέτη στο χέρι, κι εκείνος το άφησε τελευταίο να μπει στον υπόνομο.


«Αυτό θα σε οδηγήσει στον κύριό του» του είπε.
Ο κόσμος είχε από ώρα σταματήσει να τρέχει. Παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τον άγνωστο άντρα με την αρχαία αρματωσιά να ημερεύει τα αδηφάγα μικρά θηρία. Τώρα, απ’ τον ουρανό εμφανίστηκε το λευκό άλογο. Κατέβηκε δίπλα στον αναβάτη κι εκείνος ίππευσε μ’ ένα σάλτο κι απογειώθηκε πάλι.
«Θα σε συναντήσω όταν θα ’σαι μόνος» φώναξε στο Ντρεντ.
Το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Ο άγιος Γεώργιος έσφιξε τα χείλη, καθώς ανέβαινε προς τον ουρανό· δεν τον ικανοποιούσαν αυτές οι εκδηλώσεις.
“Δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν” σκέφτηκε με θλίψη. “Πρόβατα χωρίς ποιμένα. Χριστέ μου, βοήθησέ τους!...”.

2

Ο Δικαστής Ντρεντ πήδησε στους υπονόμους κι ακολούθησε το μοναχικό ιγκουάνχα. Περπάτησε κάμποσα χιλιόμετρα στο υγρό σκοτάδι, φωτισμένο απ’ το φακό του, και τελικά έφτασε στο υπόγειο εργαστήρι του δράστη.
Ήταν αργά· καμιά δεκαριά ιγκουάνχας, που είχαν ξεμείνει εκεί, τον είχαν κατασπαράξει.
“Αυτό δε θ’ άρεσε στο Γεώργιο” σκέφτηκε αυθόρμητα ο Ντρεντ και τα ’καψε με το φλογοβόλο του.


Ειδοποίησε εγκληματολόγους και τεχνικούς να σπεύσουν στον τόπο, να ερευνήσουν, αλλά και να πάρουν την τεχνολογία που είχε χρησιμοποιήσει ο δράστης για να ελέγξει τις φονικές σαύρες.
«Άραγε, γιατί το έκανε αυτό;» ρώτησε ένας εγκληματολόγος.
«Γιατί;» είπε σκληρά ο Ντρεντ και τα μάτια του άστραψαν, αθέατα πίσω απ’ το κράνος. «Επειδή ήταν τρελός. Θες κι άλλο κίνητρο;».
Και βγήκε στην επιφάνεια.
Τελείωσε τη βάρδια του, ώρες αργότερα, με το σούρουπο, και γύρισε σπίτι του.
Στο διαμέρισμά του έβγαζε τη στολή και το κράνος του, έκανε ένα χαλαρωτικό ντους, φορούσε τις μαύρες πυτζάμες του (σαν τη στολή του, αλλά χωρίς διακριτικά), έτρωγε κάτι, έτοιμο φαγητό, κι έπεφτε για ύπνο.
Τρεις φορές την εβδομάδα είχε νυχτερινή βάρδια. Και τις υπόλοιπες νύχτες βρισκόταν πάντα σ’ επιφυλακή.
Απόψε όμως δεν έβγαλε τη στολή του, ούτε το κράνος του, ούτε έκανε ντους. Έφαγε κάτι, κάθισε στην καρέκλα του και περίμενε, ένστολος και ένοπλος.
Ούτε η σπιτονοικοκυρά του δεν τον είχε δει ποτέ χωρίς κράνος.
Δεν περίμενε πολύ. Εκείνος ήρθε και μπήκε χωρίς ν’ ανοίξει την πόρτα.
Ο Ντρεντ ορθώθηκε, στάθηκε μπροστά του. Ο Γεώργιος χαμογελούσε με καλοσύνη – αυτή η καλοσύνη έκανε τον Άνθρωπο του Νόμου ακόμη πιο καχύποπτο.
«Νόμιζα πως δεν πηγαίνεις πουθενά ακάλεστος» σάρκασε.
«Μπορώ να καθίσω;».
Ο Δικαστής έδειξε τη μια καρέκλα, από τις δυο που βρίσκονταν δίπλα στο τραπέζι.
«Θέλω να σε συλλάβω» είπε σκληρά, «αλλά πρώτα θα σε ακούσω».
Κάθισαν απέναντι και κοιτάχτηκαν στα μάτια, σα μονομάχοι πριν το θανάσιμο αγκάλιασμά τους. Ο Ντρεντ ένιωσε το βλέμμα του άλλου βαθιά στα μάτια του, κι ας ήταν κρυμμένα πίσω απ’ το κράνος· ακόμη πιο βαθιά: μέσα στο νου του.
«Είναι αλήθεια ότι δε με κάλεσες… Όμως με κάλεσε κάποιος άλλος για σένα».


Ποιος άλλος; Στο μυαλό του Γέρου στροβιλίστηκαν υποθέσεις: ο Δικαστής Φώκας; ο Κρινγκ; το κορίτσι του ουρανοξύστη; ή μήπως η Αρχιδικαστής Χέρσυ;
Κάτι μέσα στο Ντρεντ, στα σκοτεινά υπόγεια, ήθελε να είναι η Αρχιδικαστής Χέρσυ. Ο Ντρεντ την ήξερε απ’ όταν εκείνη ήταν δεκαοχτώ χρονών, πρόσφατη απόφοιτη της Ακαδημίας του Νόμου. Εκείνος ήταν σαράντα και ήδη θρύλος της Μεγάπολης. Πολέμησαν δίπλα δίπλα στη Γη και στο διάστημα κι η ευνοϊκή έκθεσή του καθόρισε την καριέρα της· δεν εκθείαζε μόνο το θάρρος και τις πολεμικές της ικανότητες αλλά και την ανθρωπιά της.
Κατόπιν την έσωσε από το Φινκ Έιντζελ, το μεταλλαγμένο παράφρονα, που ετοιμαζόταν να τη διαμελίσει ζωντανή, για να εκδικηθεί το θάνατο της εγκληματικής οικογένειάς του, της Συμμορίας των Αγγέλων.
Βαθιά μέσα του ήξερε πως ένιωθε κάτι περισσότερο γι’ αυτήν· αλλά ποτέ δε θα το παραδεχόταν. Ο Δικαστής δεν πρέπει να ’χει συναισθήματα, πίστευε· η ψυχή του πρέπει να ’ναι φρούριο, η καρδιά του πέτρα.
«Όχι κάποιος από αυτούς» απάντησε με γλυκύτητα ο άγιος· «λυπάμαι, αλλά και χαίρομαι για τα συναισθήματά σου».
Ο Ντρεντ μούγκρισε – δεν του άρεσε να τον διαβάζουν· και σε ποιον αρέσει;
Ίσως αυτή η μανία του με το κράνος να οφειλόταν σε κάποιο κόμπλεξ ή φοβία του γι’ αυτό το θέμα.
«Τότε ποιος;».
«Ο άνθρωπος…», απάντησε ο άγιος διστάζοντας κάπως, «ο άνθρωπος που γράφει αυτή την ιστορία».
Για πρώτη φορά ο θρυλικός Δικαστής αληθινά αιφνιδιάστηκε.
«Τι είν’ αυτά που λες;» γρύλισε.
Ο Γεώργιος μέτρησε τα λόγια του κάμποση ώρα.
«Αδελφέ μου», άρχισε με επισημότητα, «θα σου αποκαλύψω κάτι. Κάτι ασύλληπτο, που δύσκολα θα το αποδεχτείς. Όμως μέσα σου ξέρεις πως δε λέω ψέματα».
«Ακούω».
«Αυτά που ζεις, και ό,τι έχεις ζήσει μέχρι τώρα, δεν είναι η πραγματικότητα… αλλά ιστορίες που αφηγείται μια μακρά σειρά από κόμικς».
Ο Δικαστής τον κοίταξε αποσβολωμένος· και μετά έκανε κάτι που του συνέβαινε σπάνια: ξέσπασε σε γέλια.
Ο Γεώργιος τον περίμενε να τελειώσει.
«Πας καλά;» ρώτησε ο Δικαστής.
«Πολύ καλά. Θα συνεχίσω και στο τέλος θα με καταλάβεις. Είσαι δημιούργημα κάποιων καλλιτεχνών, που εργάζονται για μια μεγάλη εκδοτική εταιρία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει η Μεγάπολη, ούτε οι άλλες Μεγαπόλεις, ούτε η Καταραμένη Γη, ούτε οι Δικαστές… Ούτε εσύ. Δεν έχουν γίνει οι ατομικοί πόλεμοι και ο πραγματικός κόσμος δε βρίσκεται στον 22ο αιώνα, αλλά μόλις μπήκε στον 21ο, και συγκεκριμένα στο 2017».
«Αυτοί οι δημιουργοί που λες σε έφεραν εδώ;».
«Όχι. Ένας άλλος, που γράφει μόνον αυτή την ιστορία. Ένας Έλληνας, ορθόδοξος χριστιανός, όπως εγώ, που νιώθει κάποιο ενδιαφέρον για σένα και για όλους τους αναγνώστες των κόμικς. Γι’ αυτό έβαλε στην ιστορία το Δικαστή Φώκας, που είναι Έλληνας, όπως εκείνος».
«Έχεις αποδείξεις για όλα αυτά τα τρελά;».
 «Ας πούμε ότι έχω την απόλυτη απόδειξη· μια πρόσκληση, με τη βοήθεια του Θεού, για να πάμε μαζί στον πραγματικό κόσμο».
«Έτσι, ε;».
Ο Ντρεντ χαμογέλασε, με ένα στραβό σαρκαστικό χαμόγελο που θύμιζε μεθυσμένο λύκο.
«Έχω δει πάρα πολλά στη ζωή μου» απάντησε· «δε φαντάζεσαι πόσα. Πώς λοιπόν ξέρω ότι δεν είναι εδώ ο πραγματικός κόσμος και εκεί που θα με πας εσύ ο εικονικός;».
Ο άγιος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Θα το νιώσεις» είπε απλά.
Ο Ντρεντ θυμήθηκε το εικόνισμα που είχε δει στο διαμέρισμα του Δικαστή Φώκας. Αλλά κι αυτό δεν ήταν ακαταμάχητη απόδειξη πως έλεγε αλήθεια ο παράξενος ξένος ή πως ήταν εκείνος που ισχυριζόταν.
«Σκότωσες δράκο;» ρώτησε, υποκύπτοντας στην περιέργεια.
«Όχι».
«Και η εικόνα;».
«Η δύναμη του Χριστού τον ηρέμησε· η πριγκίπισσα τον έδεσε με τη ζώνη της και τον πήγαμε στην πόλη. Κατόπιν τον έστειλα στον άλλο κόσμο, από τον οποίο είχε έρθει».
«Όπως τα ιγκουάνχας».
Ο Γεώργιος ένευσε καταφατικά.
Ο Δικαστής συλλογίστηκε λίγο ακόμη. Ήταν πειστικός αυτός ο τύπος. Όμως είχε δει πολλούς πειστικούς απατεώνες στη ζωή του.
Αλλά κανείς απατεώνας δε φαινόταν αληθινά πειστικός στο Δικαστή Ντρεντ· ενώ αυτός εδώ ο ξένος φαινόταν ειλικρινής.
«Και γιατί με “δημιούργησαν” αυτοί που έφτιαξαν τα κόμικς;».
«Επειδή ήξεραν πως το κοινό θέλει να διαβάσει ένα βίαιο ανάγνωσμα. Επειδή ένας ήρωας, που θα ήταν συγχρόνως και σκληρός και κακός, και θα επέβαλλε το Νόμο σε μια σχιζοφρενική πόλη, θα κέρδιζε το πλήθος – και πράγματι το κέρδισε».
«Αυτό που λες θα ήθελε να το διαβάσει το κοινό της Μεγάπολης· είπες όμως πως η Μεγάπολη δεν υπάρχει».
«Ο αληθινός κόσμος, τ’ ομολογώ με θλίψη, μοιάζει με τη Μεγάπολη». Χαμογέλασε μελαγχολικά. «Αλλά χωρίς νοήμονες μηχανές, χωρίς επαφές με εξωγήινους ή αποικίες σε άλλους πλανήτες, χωρίς τα Τείχη και την Καταραμένη Γη… Και χωρίς το Δικαστή Θάνατο!».
Τώρα χαμογέλασε κι ο Ντρεντ κάπως χαλαρότερα:
«Και χωρίς τον άγιο Γεώργιο;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Όχι, με τον άγιο Γεώργιο και πολλούς άλλους αγίους. Δυστυχώς όμως, λίγοι πια ζουν κατά τη διδασκαλία του Κυρίου μου, του Ιησού Χριστού, κι έτσι λίγοι μας δίνουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουμε για το καλό». Έκανε μια μικρή παύση. «Έτσι, ο κόσμος είναι σχεδόν βυθισμένος στο χάος».
«Ενώ εμείς είμαστε εντελώς βυθισμένοι στο χάος».
«Σωστά… Γενικά», σκέφτηκε λίγο, «ο δικός σου κόσμος είναι ένα βήμα πιο βαθιά χωμένος στη βία και την παράνοια από τον πραγματικό κόσμο».
«Δηλαδή ο πραγματικός κόσμος θα εξελιχτεί σε αυτό που είναι ο δικός μας κόσμος;».
«Ίσως… Τραγική προοπτική φυσικά. Νοήμονες μηχανές και επαφές με εξωγήινους ίσως ποτέ δε θα υπάρξουν. Είπα πως δεν υπάρχει κι ο Δικαστής Θάνατος… Για την ακρίβεια, δαίμονες υπάρχουν και πολύ ισχυροί μάλιστα. Και άνθρωποι που τους λατρεύουν σε σημείο παραφροσύνης, ναι, υπάρχουν. Αυτούς τους νικάει η δύναμη του Χριστού, αλλά δυστυχώς, όπως είπα, λίγοι πια ενδιαφέρονται να έχουν σχέση μαζί Του».
«Κατάλαβα. Δηλαδή, δε με πηγαίνεις σ’ έναν καλύτερο κόσμο».
«Όπως το πάρεις. Είναι καλύτερος σε δύο στοιχεία».
«Τα οποία είναι;».
«Πρώτον, ότι είναι ο πραγματικός κόσμος».
«Και το δεύτερο;».
«Ότι σ’ εκείνο τον κόσμο βρίσκεις και το Χριστό».
«Ώστε έτσι… Θα τον δω;».
Ο άγιος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Πιθανόν… Εκείνος ξέρει» απάντησε.
«Εδώ γιατί δεν τον βρίσκεις; Αφού ήρθες εσύ, και υπάρχουν ακόμα μερικοί που πιστεύουν σ’ αυτόν».
«Όχι, δεν υπάρχουν. Ποτέ δεν υπήρχαν, γιατί οι δημιουργοί των κόμικς δεν ενδιαφέρθηκαν να τους βάλουν. Σ’ αυτήν εδώ την ιστορία υπάρχουν, επειδή τους έβαλε ο συγγραφέας».
«Ένας άλλος συγγραφέας».
«Ναι».
Ο Ντρεντ σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο, συλλογισμένος. Κατόπιν στράφηκε και τον κοίταξε προσεχτικά και αυστηρά.
«Ας το κάνουμε» είπε αποφασιστικά. «Να ξέρεις όμως πως στην παραμικρή ύποπτη κίνηση», χάιδεψε τη λαβή του Πιστολιού στο μηρό του, «θα σου την ανάψω!».

3

Και τότε ο άγιος Γεώργιος σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του με σοβαρότητα. Ο Ντρεντ τον περνούσε σε ύψος ένα κεφάλι, είχαν διαφορετικό στυλ κι αρματωσιά, διαφορετική άποψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο – όμως κάπου στο βάθος, εκεί που υπέφωσκε το ενδιαφέρον του Ανθρώπου του Νόμου για τους αθώους πολίτες, συναντιούνταν.
Και τότε ο Ντρεντ προετοιμάστηκε για το άγνωστο που επρόκειτο να επακολουθήσει – δε θα ήταν το πρώτο ταξίδι του σε άγνωστο κόσμο. Αναμφίβολα όμως θα ήταν το πιο παράξενο.
Και τότε ξεκίνησε το Γλέντι.
Οι τοίχοι του διαμερίσματος, απότομα, άρχισαν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Τα πάντα σείστηκαν, ο χώρος στένεψε, σε δευτερόλεπτα οι τοίχοι θα έκλειναν συντρίβοντάς τους!
Ο Ντρεντ ενστικτωδώς τράβηξε το όπλο του. Ο άγιος γονάτισε στο ένα του πόδι κι έκανε το σταυρό του.
«Ο Ιησούς Χριστός νικά!» είπε δυνατά. Σταύρωσε το χώρο γύρω τους κι όλα στη στιγμή είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά, όπως πρώτα.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Ντρεντ κι η καρδιά του χτυπούσε σαν πολυβόλο.
«Κάποιοι δε θέλουν να ταξιδέψεις» απάντησε ψύχραιμα ο Γεώργιος. «Κάποιοι που υπηρετούν εκείνους που μοιάζουν με το Δικαστή Θάνατο».
Από τους τοίχους και το ταβάνι κι από τις γωνίες του πατώματος άρχισαν να ξεφυτρώνουν πλοκάμια, σαν παράξενα φυτά, μ’ ένα αρρωστημένο αιμάτινο ροζ. Άρχισαν να μεγαλώνουν στριφογυρίζοντας σα ζωντανά κι έδειχναν πως είχαν επιθετικές διαθέσεις.



Έξω, στο δρόμο, ο Δικαστής Κρινγκ, περιπολώντας, είδε μέσα στη νύχτα μια ιπτάμενη φιγούρα με μακριά μπέρτα που ανέμιζε στο σκοτάδι, να αιωρείται κοντά στον ουρανοξύστη, στο ύψος του ορόφου όπου διέμενε ο Δικαστής Ντρεντ.
Γνώρισε τη φιγούρα και ανατρίχιασε φοβισμένος.
Ήξερε όμως σε ποιον έπρεπε ν’ αποταθεί. Έδωσε διεύθυνση με φωνητική εντολή στη Μηχανή του, τον Εφαρμοστή του Νόμου, και χάθηκε καλπάζοντας, προσπερνώντας δεκάδες αυτοκίνητα σ’ ένα δευτερόλεπτο.

«Τι είν’ αυτά;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Σκέψεις. Πονηρές σκέψεις, κακία, μοχθηρές επιθυμίες, που τις συλλέγει κάποιος πανίσχυρος νους από το λαό της Πόλης και τις στέλνει εναντίον μας μεταλλαγμένες σε ένα είδος ύλης».
«Εκτόπλασμα;».
«Μπορείς να το πεις κι έτσι».
Τα πλοκάμια αναπτύσσονταν κι ετοιμάζονταν να τους αρπάξουν.
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε κοφτά, αλλά ψύχραιμα ο Δικαστής.
«Θα πολεμήσουμε» αποκρίθηκε ο άγιος και τράβηξε το σπαθί του.
«Επιτέλους!» σχολίασε ο Ντρεντ και το στόμα του στράβωσε κάτω απ’ το κράνος, ανάμεσα σε γκριμάτσα και χαμόγελο ικανοποίησης, από το οποίο φάνηκαν μερικά δόντια.


Η λεπίδα άστραψε αντανακλώντας το φως του φωτιστικού, πριν το συνθλίψουν τα ροζ πλοκάμια μ’ ένα γερό σφίξιμο. Από το σώμα του αγίου εξαπολύθηκε φως και φωτίστηκε όλος ο χώρος σα να ’ταν μέρα.
Ο Ντρεντ δεν αναρωτήθηκε· είχε δει πολλά παράδοξα και τώρα το πιο επείγον ήταν να ζήσουν. Άρχισε να ρίχνει.
Ο άγιος με μια σπαθιά έκοψε καμιά εικοσαριά πλοκάμια. Ο Ντρεντ μόρφασε επιδοκιμαστικά. Έριχνε κατά ριπάς κι όταν άδειασε το Πιστόλι του χρησιμοποίησε το φλογοβόλο.
Πολέμησαν δίπλα δίπλα κι έσωσαν δυο τρεις φορές ο ένας τον άλλο. Η συμπλοκή μάκραινε, τα πλοκάμια ανανεώνονταν διαρκώς στοχεύοντας τα άκρα και το λαιμό τους.
Ο Ντρεντ έσφιγγε τα χείλη. Η καρδιά του είχε μαλακώσει, δεν ήταν πια οργισμένος κι είχε αρχίσει να συμπαθεί τον ωραίο, ευγενικό πολεμιστή. Ο Γεώργιος πολεμούσε ιδρωμένος, αλλά ήρεμος, σιωπηλός, ενώ μέσα του διαρκώς προσευχόταν λέγοντας την Ευχή.
Για την ακρίβεια, η Ευχή λεγόταν μόνη της μέσα στην καρδιά του, όπως γίνεται σ’ εκείνους που αληθινά έχουν εμβαθύνει σ’ αυτή την τέχνη.
Προς στιγμήν, τα πλοκάμια τραβήχτηκαν, δίνοντας λίγα δευτερόλεπτα ανάπαυσης στους δυο συντρόφους.
«Δεν τελειώνουν!» γκρίνιαξε ο Ντρεντ γεμίζοντας το όπλο του.
«Δε θα νικήσουν» απάντησε ο άγιος. «Αλλά, όσο τα στέλνει, ρουφάει την κακία από το πλήθος της Πόλης· πολλά εγκλήματα σήμερα δε θα γίνουν, γιατί οι κακές προθέσεις έχουν κλαπεί από το μυαλό των ανθρώπων!».
Τα πλοκάμια επιτέθηκαν ξανά, πιο γοργά και αποφασισμένα.
«Αξίζει να πολεμήσουμε γι’ αυτό λοιπόν» φώναξε ο Ντρεντ ξαναρχίζοντας να ρίχνει. “Ποιος κρύβεται όμως από πίσω;” αναρωτήθηκε.

Δεν άργησε να το μάθει.
Έξω απ’ το Οικοδομικό Συγκρότημα, με σιγανό βόμβο, ένα ιπτάμενο δικαστικό σκάφος προσέγγισε ταχύτητα τον αυτουργό, ρίχνοντας πάνω του τους προβολείς του, εκατοντάδες μέτρα ψηλά απ’ το έδαφος.
«Σύμβουλε Δικαστή Σένκερ!» ακούστηκε από τα μεγάφωνα μια δυναμική γυναικεία φωνή, «συλλαμβάνεσαι για απρόκλητη επίθεση και απόπειρα δολοφονίας του Δικαστή Ντρεντ!».
Ο Δικαστής Σένκερ έβρισε σιγανά. Ανατίναξε με τη δύναμη του νου του τον τοίχο στο διάδρομο του ορόφου και βρέθηκε μέσα στον ουρανοξύστη.
Στο διαμέρισμα τα πλοκάμια χάθηκαν. Οι συμπολεμιστές άκουσαν τον κρότο, ο Ντρεντ γκρέμισε την εξώπορτα με μια κλοτσιά και πετάχτηκαν στο διάδρομο.
«Εσύ, Σύμβουλε Δικαστή;» ρώτησε σοκαρισμένος ο Ντρεντ. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που έβλεπε Άνθρωπο του Νόμου να προδίδει το Νόμο. «Βλέπω, ανέκτησες τις δυνάμεις σου» πρόσθεσε.
Ο αγέρωχος άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι τον περιφρόνησε. Στρέφοντάς του την πλάτη, απευθύνθηκε προς το σκάφος.
«Αρχιδικαστή Χέρσυ» φώναξε, «αντί να με συλλαμβάνεις, καλύτερα να σταματήσεις το Ντρεντ, που ετοιμάζεται ν’ αυτομολήσει σε εχθρική δύναμη…».
«Ανοησίες!» ούρλιαξε ο Ντρεντ. «Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο!».
«…μαζί με τον άγνωστο καταζητούμενο!» συμπλήρωσε ο Δικαστής Σένκερ δείχνοντας τους δυο άντρες.
Από το σκάφος μια μικρή γέφυρα πρόβαλε και το σύνδεσε με το γκρεμισμένο εξωτερικό τοίχο του ουρανοξύστη. Η Αρχιδικαστής Χέρσυ, με τη στολή και το κράνος της (σα να ’χε ξαναγίνει Δικαστής των Δρόμων), περπάτησε σ’ αυτήν και πλησίασε, συνοδευόμενη από δυο πάνοπλους Δικαστές.
Ο Δικαστής Σένκερ σχημάτισε γύρω του ένα αδιαπέραστο κουκούλι από νοητική ενέργεια· λαμπερό και διάφανο σαν κρύσταλλο, ωοειδές, ορατό με γυμνό μάτι – και απόλυτα ελεγχόμενο από το νου του.
Ο Δικαστής Κρινγκ κατέφτασε πάνω στη Μηχανή του βγαίνοντας από το ασανσέρ.
Από τα διαμερίσματα του ορόφου, και των γειτονικών ορόφων, όλοι άκουσαν τη φασαρία, μα κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει.
Η Αρχιδικαστής πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το Δικαστή Σένκερ, χωρίς να διαπεράσει το διάφανο θόλο του. Τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος δε φορούσε το κράνος του, μόνο τη στολή του και την αγαπημένη του τεράστια μπέρτα, και τα σμαραγδένια του μάτια έμοιαζαν να πετούν φλόγες. Με δυσκολία εκείνη άντεχε να τον κοιτάζει, μα δεν υποχωρούσε.
Ήξερε βέβαια πως μπορούσε να την κομματιάσει σε κλάσματα δευτερολέπτου· μα σε τι θα τον ωφελούσε κάτι τέτοιο;
«Ο Δικαστής Ντρεντ έχει σίγουρα σοβαρό λόγο γι’ αυτό που κάνει» αποκρίθηκε αυστηρά και επίσημα.
«Μεροληπτείς» κάγχασε ο Σύμβουλος Δικαστής, «γιατί είσαι ερωτευμένη μαζί του!».
Η Αρχιδικαστής αιφνιδιάστηκε· το ίδιο και όσοι άλλοι παρευρίσκονταν στη σκηνή.
«Πώς τολμάς;» φώναξε – μα ήταν περισσότερο ντροπιασμένη, παρά αγανακτισμένη. Στα όμορφα μάτια της ανέβηκαν δάκρυα· μια Αρχιδικαστής δεν ερωτεύεται. Πρέπει να ’ναι σοφή, όχι συναισθηματική. Η ψυχή της πρέπει να ’ναι φρούριο, η καρδιά της πέτρα.
«Αυτό το έμαθες από κείνον!» θριαμβολόγησε ο Δικαστής Σένκερ ακούγοντας τη σκέψη της. Ύψωσε το δεξί του χέρι κι ετοιμάστηκε να την τσακίσει.
Η Αρχιδικαστής άπλωσε το δικό της, που διαπέρασε το κουκούλι και άγγιξε το κορμί του. Στα δάχτυλά της έσφιγγε το σταυρό, που της είχε αφήσει στην αίθουσα του Συμβουλίου των Πέντε ο άγιος Γεώργιος.
Ο Δικαστής Σένκερ κραύγασε, ο διάφανος θόλος εξαφανίστηκε κι ο άντρας σωριάστηκε στα γόνατά του, μπροστά στα πόδια της Αρχηγού του.
“Ώστε δουλεύει!” σκέφτηκε με άγρια χαρά η Αρχιδικαστής.
Οι συνοδοί της συνέλαβαν το Δικαστή Σένκερ και τον οδήγησαν στο σκάφος. Η Αρχιδικαστής στάθηκε μπροστά στο Ντρεντ και τον άγιο Γεώργιο, που είχαν επιστρέψει τα όπλα στις θήκες τους.
Είχε ειπωθεί πια: ήταν ερωτευμένη με το θρυλικό Δικαστή. Το ανείπωτο είχε ξεστομιστεί.
Κι ο Ντρεντ ήξερε πως μέσα του, πριν λίγη ώρα, είχε παραδεχτεί σιωπηλά πως ένιωθε το ίδιο για κείνη.
Κανείς από τους δυο δεν έκανε βήμα. Μόνο κοιτάχτηκαν. Η Αρχιδικαστής Χέρσυ δεν είχε δει ποτέ το Ντρεντ χωρίς κράνος. Τώρα κι οι δυο φορούσαν τα κράνη τους.

Αντί να πει κάτι άλλο, αντί να πει αυτά που θα μπορούσαν να ξεχειλίζουν από μέσα της, αν η ψυχή της δεν ήταν φρούριο κι η καρδιά της πέτρα, η Αρχιδικαστής είπε με επισημότητα:


«Σε εξουσιοδοτώ να πας, να συμπεριφερθείς κατά το Νόμο» (εννοούσε το Νόμο της Μεγάπολης, δε χρειαζόταν να το διευκρινίσει), «να επιστρέψεις και να μας αναφέρεις ό,τι αξίζει να μάθουμε».
Στράφηκε στον άγιο Γεώργιο:
«Βρίσκεσαι υπό τη δικαιοδοσία του Δικαστή Ντρεντ. Έχει εξουσία ακόμη και να σε εκτελέσει, αν το θεωρήσει απαραίτητο».
Ο άγιος σήκωσε ήρεμα το δεξί του χέρι και την ευλόγησε σταυρώνοντας τον αέρα· ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι είχε προσπαθήσει να κάνει ο Δικαστής Σένκερ.
“Να τον πάρω μαζί μου ή να τους προτρέψω να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους;” αναρωτήθηκε. Δε μίλησε· όχι τόσο επειδή η Έξοδος στον πραγματικό κόσμο ήταν προτιμότερη για το Ντρεντ από έναν χάρτινο έρωτα σ’ αυτό τον κόσμο, όσο γιατί ήξερε πως δε θα έπειθε το αγύριστο κεφάλι του.
Ο Ντρεντ ένευσε, αποδεχόμενος τις διαταγές της. Κοίταξε μετά το Δικαστή Κρινγκ, που παρακολουθούσε αμίλητος, καβάλα στη Μηχανή του.
«Ευχαριστώ, Δικαστή Κρινγκ» του είπε, καταλαβαίνοντας το ρόλο του στην υπόθεση. Ο νεαρός Δικαστής κοκκίνισε κι η καρδιά του σκίρτησε από υπερηφάνεια· ο Δικαστής Ντρεντ τον είχε ευχαριστήσει!
«Θα ήμουν περισσότερο ικανοποιημένος όμως», συνέχισε ο Γέρος, «αν του είχες τινάξει τα μυαλά στον αέρα, αντί να κουβαλήσεις την ίδια την Αρχιδικαστή».
«Δε νομίζω πως μου το επέτρεπε ο Νόμος, Δικαστή Ντρεντ» βρήκε το θάρρος να ψελλίσει το παλικάρι – ένας νεαρός Δικαστής να εκτελέσει εν ψυχρώ, στη μέση του δρόμου, έναν Σύμβουλο Δικαστή, τον επικεφαλής του Τμήματος Ψ!...
Ο Ντρεντ πλησίασε το νέο με βαριά βήματα. Τον κοίταξε καλά πίσω απ’ το κράνος, σκύβοντας προς το μέρος του. Ο Κρινγκ ένιωσε το δικό του κράνος να κοντεύει να σπάσει.
«Εδώ κάνεις λάθος, Δικαστή Κρινγκ», απάντησε ο Ντρεντ τονίζοντας τις λέξεις. «Εσύ είσαι ο Νόμος!».
Του έσφιξε το χέρι σε μια αντρική χειραψία, που έκανε το νέο σχεδόν να λιποθυμήσει από συγκίνηση και περηφάνια· δε θα την ξεχνούσε ποτέ, όσο και να ζούσε.
«Γίνε καλός Δικαστής» είπε ο Γέρος.
Γύρισε κοντά στον άγιο Γεώργιο.
«Πάμε».
Κοίταξαν κι οι δυο την Αρχιδικαστή. Ο Γεώργιος έκανε το σταυρό του.
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» είπε δυνατά και καθαρά.
Και χάθηκαν από μπροστά της.

Και εγένετο εσπέρα· και εγένετο πρωί· ημέρα δευτέρα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στην αμέσως επόμενη ανάρτηση.


Ολόκληρο αναζητήστε το εδώ.


Για τον άγιο Γεώργιο, περισσότερα εδώ



Όταν ο Δικαστής Ντρεντ πολέμησε δίπλα στον άγιο Γεώργιο (Α΄)


Πειρατική νουβέλα ηρωικής επιστημονικής φαντασίας

Υπό συγγραφέως ανωνύμου (του Έλληνος)

 Άγιος Γεώργιος, εικ. από εδώ

Ο Δικαστής Ντρεντ είναι φανταστικός χαρακτήρας, πρωταγωνιστής της ομώνυμης σειράς κόμικς, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Βρετανικό περιοδικό κόμικ 2000 AD το 1977 και από τότε σε πολλά άλλα περιοδικά σε όλο τον κόσμο, κάποια από αυτά με τίτλο το όνομα του Δικαστή Ντρεντ. Το κόμικ και ο χαρακτήρας δημιουργήθηκαν από το συγγραφέα Τζον Βάγκνερ (John Wagner) και το γραφίστα Κάρλος Εζκουέρα (Carlos Ezquerra), με συμμετοχή και του εκδότη Πατ Μίλς (Pat Mills) στα πρώτα στάδια (πηγή: el.wikipedia.org). Αποτελεί ιδιοκτησία της Rebellion Developments.


Η παρούσα ιστορία γράφεται και δημοσιεύεται εντελώς αφιλοκερδώς, χωρίς να αποφέρει το παραμικρό οικονομικό όφελος στους συντελεστές της. Αν προκύψει τέτοιο, ανήκει στους ιδιοκτήτες των πνευματικών δικαιωμάτων για τις ιστορίες του Δικαστή Ντρεντ, σύμφωνα με το νόμο.
Οι φωτογραφίες των αναρτήσεων προέρχονται από το Διαδίκτυο (αγγλόφωνη αναζήτηση για το Ντρεντ).


Μέρος πρώτο: Μεγάπολη

1

Διακόσια πατώματα από ατσάλι, μπετό και γυαλί υψώνονταν σιωπηλά, σα σκελετός μεγαθήριου, στο βορειοδυτικό τομέα της Μεγάπολης 1. Και δίπλα, άλλα διακόσια.
Γύρω η Πόλη έσφυζε από ζωή – δηλαδή άγχος, αγωνία, πόνο, μοιρολατρία, κούραση, βία, έγκλημα… Οχτακόσια εκατομμύρια πολίτες κυκλοφορούσαν στους δρόμους, σε τριάντα επίπεδα, καθώς χάραζε άλλη μια μέρα στον κόσμο της παράνοιας, που πριν από εκατό χρόνια ονομαζόταν Νέα Υόρκη και ανήκε σε μια συνομοσπονδία γνωστή ως Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σήμερα, όλα ήταν διαφορετικά.
Τα γειτονικά Οικοδομικά Συγκροτήματα “Ντόναλντ Τραμπ” και “Ντόναλντ Ντακ” δεν είχαν δώσει σήμερα στην κυκλοφορία ούτε ένα όχημα· από τις αμέτρητες εξόδους τους δεν είχε ξεπροβάλει ούτε ένας πολίτης. Στα αυτόματα ιπτάμενα σχολικά λεωφορεία δεν είχε μπει ούτε ένας μαθητής.
Ένας πλανόδιος περιπτεράς, που άραζε κάθε χάραμα το περίπτερο-μπρεκφαστάδικο-εστιατόριο-καυσιμοπωλείο του έξω από το Συγκρότημα “Ντ. Τρ.”, ανάμεσα σε φτηνά τσιγάρα και σκάρτο ουίσκι, ονειροπολώντας τις δώδεκα συζύγους του, πρόσεξε την αλλόκοτη αδράνεια και τηλεφώνησε στις Αρχές.
Τα Νεκροταφεία· τα Νεκρά Κήτη· τα Στοιχειωμένα Ανάκτορα· έτσι ονομάστηκαν τα δυο Συγκροτήματα τα επόμενα χρόνια, όταν είχε κλείσει η υπόθεση και είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς ο διάσημος πρωταγωνιστής της.
Ένα ιπτάμενο όχημα σάρωσε τα κτήρια αναζητώντας ίχνη ζωής· ούτε ένα – για την ακρίβεια, μόνο ένα, στο δεξιό Συγκρότημα, αυτό με το όνομα της γνωστής Πάπιας.
Δέκα Δικαστές – πέντε στο κάθε κτήριο – εισήλθαν από την κεντρική είσοδο οδηγώντας τις Μηχανές τους· άλλοι δέκα κατέβηκαν απ’ την οροφή.

Ο Δικαστής Φώκας, επικεφαλής της ομάδας εδάφους στο Συγκρότημα “Ντ. Ντ.”, ύψωσε το χέρι δίνοντας εντολή στους συντρόφους του να σταματήσουν.
Μπροστά στα μάτια τους απλωνόταν ένα φρικτό θέαμα· όλοι νεκροί. Στην είσοδο, στους διαδρόμους, στις σκάλες, σε όλους τους χώρους που ανοίγονταν ενώπιόν τους, εκατοντάδες πτώματα ήταν σκορπισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε αλλόκοτες στάσεις.
Σίγουρα και οι δέκα χιλιάδες ένοικοι του κτηρίου, πολίτες εργαζόμενοι σε κάθε είδους επάγγελμα, ανήλικοι μαθητές και υπερήλικες συνταξιούχοι, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση.
Αίμα, πληγές, καψίματα, ίχνη μαχών πουθενά. Όλα σιωπηλά· γαλήνια· και άψυχα.
«Μεταλλαγμένος ιός; Εξωγήινη επίθεση; Εισβολή των Μαχητών της Μετα-Τζιχάντ;» αναρωτήθηκαν οι νεότεροι Δικαστές, άντρες και γυναίκες.
Μα ο βετεράνος Δικαστής Φώκας είχε κυριολεκτικά μυριστεί την αλήθεια· μια αλήθεια πολύ χειρότερη απ’ όσα φαντάζονταν.
«Μην προχωρήσει κανείς!» διέταξε. «Κρινγκ», στράφηκε στο νεαρό Δικαστή αριστερά του, «μίλα με τους άλλους, στο διπλανό· και με την ταράτσα. Να μην προχωρήσει κανείς!».
«Τι συμβαίνει, Αρχηγέ;» ρώτησαν οι γενναίοι Άνθρωποι του Νόμου, που ήταν σχεδόν ατρόμητοι.
Ο Δικαστής Φώκας ήταν από κείνους που ήταν πλήρως ατρόμητοι. Και τούτα τα παλικάρια και οι κοπέλες, αν επιζούσαν, θα κατέληγαν κάποτε κι εκείνοι έτσι.
«Η μυρωδιά» συμπέρανε η Δικαστίνα ΜακΆιβορι. «Τι σημαίνει αυτή η μυρωδιά, Αρχηγέ;».
Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή από μια απαίσια βρόμα πτωμαΐνης· θα ’πρεπε να μυρίζουν χιλιάδες νεκροί σε προχωρημένοι αποσύνθεση – κι όμως κανένα θύμα δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση σήψης.
Αυτή την αποφορά την ήξερε καλά ο Δικαστής Φώκας. Όπως σε όλους όσοι την είχαν νιώσει, είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στην ψυχή του, γεννώντας (το μόνο πράγμα που κατόρθωνε ν’ αφήσει τέτοιο αβγό στην ψυχή των ατρόμητων Δικαστών), γεννώντας φόβο. Κι όπως όλοι όσοι την είχαν νιώσει, έλπιζε κι εκείνος να μην την εισπνεύσει ποτέ ξανά.
Όλοι, εκτός από Έναν.
«Καλέστε τους Ψ» συνέχισε τις διαταγές του ο βετεράνος μαχητής. «Να στείλουν όσους μπορούν, όσο το δυνατόν περισσότερους, και να κλείσουν τα κτήρια σ’ έναν αδιαπέραστο θόλο νοητικής ενέργειας».
Από ένα ανοιχτό παράθυρο μπήκε στο κτήριο ένα σμήνος μεταλλαγμένα κοράκια, φτερουγίζοντας δυνατά. Μερικοί Δικαστές ανατρίχιασαν. Όχι από τα πουλιά, που έσπευσαν να τα απωθήσουν καταρρίπτοντας καμιά εκατοστή με τα Πιστόλια τους, τους “Νομοθέτες” (τα υπερεξελιγμένα όπλα, το καθένα μοναδικό και προσωπικό για το Δικαστή που το χειρίζεται), μα γιατί ψυχανεμίστηκαν τι εννοούσε, και δίσταζε να το ξεστομίσει, ο Αρχηγός τους.
«Είναι Εκείνος;» αποτόλμησε να ρωτήσει ο Δικαστής Κρινγκ».
Ο Δικαστής Φώκας ένευσε καταφατικά.
«Ποιος Εκείνος;» απόρησαν άλλοι Δικαστές.
Ο Δικαστής Κρινγκ ξεστόμισε το όνομά του, με κάποια άγρια χαρά που παρευρισκόταν σ’ αυτή τη στιγμή και που το ανακοίνωνε αυτός στους συντρόφους του:
«Ο Δικαστής Θάνατος!».
Ψίθυροι απλώθηκαν στο χώρο κι ένα ανατριχιαστικό γέλιο ακούστηκε απόμακρο, σαν ηχώ, από κάποιο όροφο πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Το Τέρας τους άκουγε.
Ο Δικαστής Κρινγκ βάλθηκε να επικοινωνήσει μ’ εκείνους που τον διέταξε ο Αρχηγός του.
«Μα υπάρχει ο Δικαστής Θάνατος;» ρώτησε ο νεοσύλλεκτος Δικαστής Σάγιεφ, προσδοκώντας μια αμφιβολία. «Όλοι νομίζαμε πως ήταν θρύλος».
Ο Δικαστής Φώκας ένευσε αρνητικά. Είχε πολεμήσει εναντίον του πριν από χρόνια. Άλλος βέβαια ήταν εκείνος που τον είχε απωθήσει.
«Και η ένδειξη ζωής μέσα στο κτήριο;» ρώτησε η ΜακΆιβορι. «Εκείνος είναι;».
«Όχι. Εκείνος δεν είναι ζωντανός. Υπάρχει και κάποιος κανονικός άνθρωπος εδώ πέρα». Αναστέναξε. «Θα τον βρούμε. Ακόμα κι αν πεθάνουμε όλοι, θα τον βρούμε».
Σύντομα, πενήντα μέλη του Τμήματος Ψ, του Σώματος Παραψυχολογικών Δυνάμεων, κατέφτασαν και τύλιξαν τα δυο Συγκροτήματα μ’ ένα νοητικό τείχος, που το έλπιζαν αδιαπέραστο. Ταυτόχρονα έφτασε, καλπάζοντας με τη Μηχανή του, ο μόνος εχθρός που υπολόγιζε ο Δικαστής Θάνατος, μετά την απώλεια της Δικαστίνας Άντερσον· ο Γέρος.


Ο Δικαστής Ντρεντ εισήλθε στο Συγκρότημα “Ντ. Ντ.” καβάλα στη Μηχανή του και αφίππευσε βαρύς κι αποφασισμένος δίπλα στους συναδέλφους του.
Με το Δικαστή Φώκας είχε συνεργαστεί σε πολλές υποθέσεις, ακόμη και ενάντια στο Δικαστή Θάνατο, και τον σεβόταν για την ακεραιότητα και την ανδρεία του. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός του, αλλά και πάλι μεγάλος για Δικαστής. Όλοι οι παλαίμαχοι Δικαστές ήταν κάποια χρόνια νεότεροι από το Ντρεντ· εκείνος ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία και ο παλαιότερος στην υπηρεσία απ’ όλους τους εν ενεργεία Δικαστές των Δρόμων.
Ήταν ζωντανός θρύλος απ’ όταν ήταν ακόμη σχετικά νέος. Τώρα που ήταν εβδομήντα πέντε χρονών, με πενήντα πέντε χρόνια στην υπηρεσία (υποχρεωμένος να υφίσταται διαδικασία αναζωογόνησης κάθε λίγα χρόνια), η νέα γενιά τον αποκαλούσε χαϊδευτικά “ο Γέρος”.
Ο Δικαστής Ντρεντ είχε επανέλθει στο φυσικό μέγεθός του πριν μισή ώρα. Είχε τέσσερις μέρες να κοιμηθεί. Πολεμούσε μια σπείρα κακοποιών σε μέγεθος μυρμηγκιών, που διείσδυαν στο σώμα του θύματός τους και τρέφονταν από τα υγρά του. Σε μια βδομάδα ο άνθρωπος πέθαινε, αποξηραμένος σα μούμια, αφού του είχαν απομυζήσει κάθε ικμάδα ζωής.
Ήταν χιλιάδες· αν και εντοπίστηκε ο τελευταίος ξενιστής τους, ήταν αδύνατο να τους εξοντώσουν χτυπώντας με ακτινοβολία ή με δηλητήριο, χωρίς να σκοτώσουν τον ξενιστή. Μια δύναμη είκοσι Δικαστών, με επικεφαλής τον Ντρεντ, συρρικνώθηκαν μέσω ειδικής συσκευής και εισχώρησαν στο σώμα του θύματος.
Πολέμησαν λυσσαλέα και εξολόθρευσαν τα Μυρμήγκια. Μα η Αρχηγός τους το έσκασε και κρύφτηκε κάπου μέσα στο σώμα το ξενιστή. Οι Δικαστές, σε ομάδες των δύο, έψαχναν γι’ αυτήν τρεις ημέρες, άυπνοι, τρεφόμενοι με διατροφικά χάπια, ταξιδεύοντας σε όλη την έκταση του ανθρώπινου σώματος με τις Μηχανές τους. Η πρώτη ομάδα που την εντόπισε δολοφονήθηκε. Ο Ντρεντ με το συνεργάτη του έσπευσαν στο σημείο, πίσω απ’ την καρδιά, όπου ήταν σχεδόν αδύνατο να πυροβολήσουν χωρίς θα θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος.
Όμως για το Ντρεντ το σχεδόν αδύνατο, ακόμη και το τελείως αδύνατο, είναι δυνατό. Σκότωσε την αδίστακτη αντίπαλό τους με μια και μόνο βολή. Πήραν το σώμα της και τα σώματα των νεκρών Δικαστών και εξήλθαν εποχούμενοι από τ’ αφτιά του πολίτη, που βρισκόταν σε κατάσταση νάρκης και είχε πλέον σωθεί. Ήταν ένας δεκαπεντάχρονος μπασκετμπολίστας.
Οι Δικαστές επανήλθαν στις φυσικές διαστάσεις τους και παρέδωσαν τη νεκρή κακοποιό στα ερευνητικά εργαστήρια, για να διαπιστωθεί τι είδους πλάσματα ήταν εκείνη και η φάρα της. Τους λοιπούς νεκρούς κακοποιούς τους διέλυσαν στο σώμα του ξενιστή μ’ ένα ειδικό φάρμακο.
Εκείνη την ώρα μαθεύτηκε ο συναγερμός του Δικαστή Φώκας για τον ισχυρότερο εχθρό τους όλων των εποχών.
Ο Ντρεντ δεν ξεκουράστηκε ούτε μια σταλιά. Πέρασε από το θάλαμο απολύμανσης όπως ήταν, με τη στολή και τη Μηχανή του, και ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση για τα Νεκρά Κήτη.
Συγνώμη, έτσι ονομάστηκαν αργότερα, αλλά τώρα, λογοτεχνική αδεία, εκφράζομαι κάπως πρωθύστερα.


«Έπρεπε να κοιμάσαι τώρα» του είπε ο Δικαστής Φώκας, κρύβοντας τη χαρά του που τον αντίκρισε.
«Δε νυστάζω» απάντησε ψυχρά και λακωνικά ο θρύλος της Μεγάπολης. Μερικοί αναρωτιούνταν αν ήταν άνθρωπος ή ρομπότ.
«Θα πεθάνεις».
«Το ξέρω. Αλλά όχι σήμερα· ούτε από αϋπνία». Ο Δικαστής Φώκας χαμογέλασε κάτω απ’ το μουστάκι του. Αστειευόταν ο Ντρεντ; Δύσκολα θα βρισκόταν κανείς να πει πως τον άκουσε να κάνει χιούμορ· συνέβαινε καμιά φορά, ένα ιδιότυπο χιούμορ, κυρίως σαρκαστικό, που το έκανε ιδιότυπο ακριβώς το αγέλαστο στόμα που πρόβαλλε κάτω απ’ το θωρακισμένο του κράνος, που, όπως όλα τα κράνη των Δικαστών, έκρυβε το πρόσωπό του μέχρι τη μύτη του. «Ούτε από σφαίρα, γιατί είμαι πενήντα πέντε χρόνια στους δρόμους» συνέχισε ο Ντρεντ με την ίδια απάθεια· «ούτε από γερατειά, γιατί οι Δικαστές δεν πηγαίνουν από φυσικό θάνατο».
Κοίταξε το σύντροφό του μέσα απ’ το κράνος του· κανείς δε θυμόταν να τον έχει δει χωρίς αυτό.
«Τελικά, ίσως δεν πεθάνω ποτέ» κατέληξε και ξεκίνησε για τον εικοστό όροφο μ’ ένα άλμα μέχρι τις σκάλες, για να μη συντρίψει τα πτώματα. Το χαμόγελο του Δικαστή Φώκας πλάτυνε αυθόρμητα.
Οι Μηχανές των Δικαστών δεν ήταν κοινές μοτοσικλέτες εφοδιασμένες με υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα· ήταν ρομπότ με εξελιγμένο ηλεκτρονικό εγκέφαλο, που ενεργούσαν αυτόματα σε πολλές περιπτώσεις, σα να διέθεταν αληθινή νοημοσύνη. Ονομάζονταν “Εφαρμοστές του Νόμου” και κάθε Δικαστής είχε τη δική του, που υπάκουε μόνο σ’ αυτόν· ήταν ο συνεργάτης του.
Οι συνάδελφοί του τον ακολούθησαν με τον ίδιο τρόπο, αποφασισμένοι· στον εικοστό όροφο ανιχνεύονταν τα σημεία ζωής· έπρεπε ν’ ανακαλύψουν ποιος ήταν, πάση θυσία.

Ο Δικαστής Θάνατος παραμόνευε στα σκοτάδια. Κοιτούσε μέσα απ’ το δικό του κράνος, ένα απέθαντο Τέρας, σκελετωμένο, που βρωμοκοπούσε σαν προχωρημένη αποσύνθεση. Είχε έρθει για κυνήγι, αφήνοντας τον παράλληλο κόσμο του, τη Νεκρόπολη, όπου η ίδια η ζωή είχε κηρυχθεί παράνομη και όλοι οι κάτοικοι είχαν καταδικαστεί και εκτελεστεί μαζικά.
Και δεν είχε έρθει μόνος· στο διπλανό κτήριο βρίσκονταν οι σύντροφοί του, σαν σκοτεινοί, αποτρόπαιοι ιππότες της Αποκάλυψης – αν και ο Δικαστής Θάνατος δεν είχε ακούσει ποτέ να μιλούν γι’ αυτήν.
Οι είκοσι χιλιάδες νεκροί των δύο κτηρίων δεν ήταν παρά το δόλωμα, για να πιάσει έναν μόνο άνθρωπο· τον μόνο άνθρωπο που στεκόταν ώς χθες ανάμεσα σ’ αυτόν και στην καθολική εκτέλεση ολόκληρου του πληθυσμού της Μεγάπολης, ολόκληρου του πληθυσμού της Γης. Ώς χθες· γιατί σήμερα, κι αυτό προβλημάτιζε το σάπιο, αλλά εξαιρετικά εύστροφο μυαλό του, μάλλον είχε εμφανιστεί απότομα κι άλλος ένας.

Στον εικοστό όροφο, το ίδιο θέαμα· πτώματα παντού, στους διαδρόμους, στα διαμερίσματα, στους βοηθητικούς χώρους· και η ίδια απαίσια αποφορά αποσύνθεσης.
Η Δικαστίνα ΜακΆιβορι ανακάλυψε το μικρό άνθρωπο κρυμμένο κάτω από ένα σωρό πτωμάτων. Τον τράβηξε από το χέρι και βγήκαν στο διάδρομο. Ήταν ένα κορίτσι με πελώρια φοβισμένα μάτια. Φορούσε ακόμα τις πιτζάμες του και δε μιλούσε, ούτε έκλαιγε· μόνο κοιτούσε, μ’ αυτό το βλέμμα των ανθρώπων που αντίκρισαν το θάνατο καταπρόσωπο.
Η ΜακΆιβορι έβγαλε το κράνος της, για να δει το κορίτσι πως ήταν άνθρωπος. Η μελαχρινή αλογοουρά της ξεπετάχτηκε ελεύθερη. Η στραβή της μύτη, τσακισμένη σε συμπλοκές, την έκανε να υστερεί σε εμφάνιση· υπερτερούσε όμως σε καρδιά και ψυχή.
Ο Ντρεντ, χωρίς χρονοτριβή, σάρωσε το κορίτσι με τον υπολογιστή του περικάρπιού του. Ήταν οχτώ χρονών, ονομαζόταν Τατιάνα Κουλίκοβα, Σιβηριανή δέκατης γενιάς.
Όλοι κάποτε είχαν έρθει μετανάστες σ’ αυτό τον τόπο· κι όλοι τώρα ένιωθαν ξένοι και μόνοι.
«Πού είναι Εκείνος;» ρώτησε. Το κορίτσι έδειξε με το δάχτυλο τους πάνω ορόφους. Έσφιγγε με το άλλο χεράκι του το γάντι της ΜακΆιβορι και το λεπτό του κορμάκι έτρεμε ελαφριά.
Ο Γέρος δεν είχε πάψει να την κοιτάζει καχύποπτα· αν δεν ήταν αυτό που έδειχνε;
«Εσύ πώς γλίτωσες;» τη ρώτησε.
«Τον έδιωξε ο Άλλος» απάντησε το κορίτσι, ψιθυρίζοντας για πρώτη φορά.
«Ποιος άλλος;» ρώτησε η ΜακΆιβορι κοιτώντας την τρυφερά.
Το κορίτσι ανταπέδωσε το βλέμμα γαληνεύοντας κάπως.
«Ο Καβαλάρης με το Άσπρο Άλογο» αποκρίθηκε.
«Πού είναι τώρα;» ρώτησε ο Κρινγκ. Ξανά το κορίτσι έδειξε με το δαχτυλάκι του προς τα πάνω.
Ο Δικαστής Ντρεντ την άρπαξε απροειδοποίητα και την εκτίναξε από ένα ανοιχτό παράθυρο στο κενό, από ύψος είκοσι ορόφων. Το ουρλιαχτό της ξέσκισε το πρωινό. Οι νεότεροι Δικαστές γούρλωσαν τα μάτια τους. Ο Δικαστής Φώκας σχεδόν ξέσπασε σε γέλια με την έκπληξή τους· το στήθος του πίσω απ’ τη βαριά στολή του τραντάχτηκε.
Οι Δικαστές του Τομέα Ψ την είδαν να πέφτει και την άρπαξαν αμέσως με τις νοητικές δυνάμεις τους. Τη συγκράτησαν στον αέρα και την κατέβασαν σώα και αβλαβή. Ήταν ασφαλής πια· και μόνη· τώρα έπρεπε να τη φροντίσει το Κράτος· δηλαδή η Πόλη Κράτος.
Ο Ντρεντ είχε κιόλας ξεκινήσει για τους πάνω ορόφους, χωρίς να νοιάζεται τώρα που οι τροχοί του πολτοποιούσαν τα πτώματα.
Οι συνάδελφοί του ίππευσαν τις Μηχανές τους. Όλοι αναρωτιούνταν πού πάει – να πεθάνει; Ο Δικαστής Θάνατος δε σκοτώνεται· μόνο οι Ψ μπορούν, ανμπορούν, να τον αντιμετωπίσουν. Μα κανείς δε ρώτησε· ξεκίνησαν αποφασισμένοι, ακολουθώντας το Δικαστή Φώκας.

Ο Δικαστής Θάνατος ένιωσε το θανάσιμο εχθρό του να πλησιάζει. Το φρικιαστικό πρόσωπό του, ένα αποστεωμένο κρανίο με υποψία σάρκας και σουβλερά δόντια, είχε μια μόνιμη έκφραση σαρκαστικού γέλιου, σαν τον Άνθρωπο που Γελά του Ουγκώ. Φυσικά, ο Φονιάς Ταξιδιώτης όλων των κόσμων δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτό.
Καθώς περίμενε από τη νύχτα, συλλογιζόταν ξανά και ξανά το χτύπημα που δέχτηκε απ’ το μακρύ δόρυ του Λευκού Καβαλάρη. Είχε σκοτώσει τους χιλιάδες ασήμαντους ενοίκους του ουρανοξύστη σε ένα δευτερόλεπτο, όμως εκείνο το μικρό κοριτσάκι, για ανεξήγητο λόγο, είχε μείνει ζωντανό· άκουγε την καρδιά του να χτυπάει σαν κουνελιού. Έσπευσε σα μαύρος καπνός στο θλιβερό διαμέρισμα, για να στραγγίξει τη ζωή από μέσα της.

Τότε εμφανίστηκε ο Καβαλάρης. Νέος, ωραίος, με χρυσαφένιο θώρακα, σαν πολεμιστής κάποιου αρχαίου πολιτισμού. Ίππευε ένα υπέροχο κατάλευκο άλογο, άγριο, μεγαλόσωμο και δυνατό, κι από τους ώμους του ανέμιζε ένας μεγαλόπρεπος μανδύας, κόκκινος σαν ποτάμι από ρουμπίνια – ή από αίμα. Με μια κίνηση ύψωσε το δόρυ του και τον χτύπησε δυνατά στο στήθος· αποφασιστικά· ψύχραιμα· χωρίς μίσος. Ένα είδος άγνωστης ενέργειας τον διαπέρασε, τραντάχτηκε σύγκορμος, ένιωσε – πράγμα τόσο σπάνιο γι’ αυτόν, άρα τόσο σοκαριστικό – ένιωσε φόβο. Βγήκε στο διάδρομο, ζάρωσε στην άκρη και ενστικτωδώς εκτινάχτηκε δέκα ορόφους πιο πάνω. Εκεί σταμάτησε, κοίταξε γύρω και γρήγορα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του· ήταν πάντα ο Δικαστής Θάνατος, που δίκασε και καταδίκασε ένα ολόκληρο σύμπαν.
Δεν επέστρεψε να επιχειρήσει ξανά την εκτέλεση του κοριτσιού· ίσως του φαινόταν χρησιμότερο ζωντανό, θα τραβούσε τους Δικαστές της Μεγάπολης σα μαγνήτης. Κι ο πολεμιστής με το άλογο δεν ανέβηκε. Από πού είχε έρθει; Ήταν σίγουρο πως δεν ανήκε σ’ αυτό τον κόσμο – ούτε όμως και σε κάποιον απ’ τους χιλιάδες κόσμους που γνώριζε ο Δικαστής Θάνατος. Ήταν κάτι καινούργιο, γι’ αυτόν που πίστευε πως δεν είχε να μάθει τίποτα καινούργιο.
Ο Εφαρμοστής του Νόμου πρόβαλε μουγκρίζοντας στο κεφαλόσκαλο. Ο Ντρεντ είχε έρθει.
Έριξε τους προβολείς του στο διάδρομο, στρωμένο με νεκρούς. Διέκρινε τη σιλουέτα του εχθρού του, ακίνητη σαν κανονικό πτώμα (τόσο ακίνητη που θα ξεγελούσε οποιονδήποτε άλλον), καθισμένη εκατόν πενήντα μέτρα μπροστά του, στην άλλη άκρη.
«Δικαστή Θάνατε!» ούρλιαξε. «Είσαι ένοχος χιλιάδων σημερινών δολοφονιών και εκατομμυρίων άλλων εγκλημάτων! Και καταδικάζεσαι σε θάνατο!».
Το ανήγγειλε για το γράμμα του Νόμου, γιατί ήξερε πως ο Δικαστής Θάνατος δεν ήταν άνθρωπος και δε μπορούσε να τον σκοτώσει· εξάλλου, ήταν ήδη νεκρός, αφού στον κόσμο του η ζωή είχε χαρακτηριστεί έγκλημα και είχε παταχθεί από τον ίδιο το Θάνατο και τους συντρόφους του.
Ο τερατώδης Φονιάς γέλασε εκκωφαντικά και σαρδόνια, με γέλιο που αντήχησε και στους διακόσιους ορόφους. Και σηκώθηκε. Το σώμα του τεντώθηκε τρία μέτρα ψηλό. Πήρε από το πάτωμα έναν τεράστιο βαρύ πέλεκυ και τον ύψωσε έτοιμος για μάχη. Ο Ντρεντ τον σημάδεψε με το Πιστόλι του, το Νομοθέτη. Έριξε! Ο Θάνατος απέκρουσε το μικρό όλμο και τον έστειλε ν’ ανοίξει με κρότο μια τρύπα στον τοίχο, διαλύοντας ένα ολόκληρο διαμέρισμα.
Ο θρύλος της Μεγάπολης έσφιξε το γκάζι και τινάχτηκε κατά πάνω του. Ο Θάνατος περίμενε, με υψωμένο το μπαλτά.


Στη σκάλα ακούστηκαν οι Μηχανές των υπόλοιπων Δικαστών, που ανέβαιναν.
Και τότε ξεπρόβαλε ο Καβαλάρης.
Ρίχτηκε ανάμεσα στους δυο μονομάχους, χτύπησε το δόρυ του κάτω και ανέκοψε τη σύγκρουσή τους. Στάθηκε αντιμέτωπος με το Θάνατο και σχημάτισε με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού στον αέρα.
«Στο όνομα του Ιησού Χριστού» φώναξε με βροντερή και μελωδική φωνή, «γύρνα στον κόσμο σου!».
Ο Δικαστής Θάνατος στρίγγλισε. Τινάχτηκε προς τα πίσω, μετατράπηκε σε σύννεφο μαύρου καπνού γεμάτου αστραπές, που κάλυψε τα πάντα και μετά διαλύθηκε κι εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Ο Ντρεντ είχε απομείνει έκπληκτος. Ακινητοποίησε τη Μηχανή του και στράφηκε απότομα στον Καβαλάρη. Εκείνος τον κοίταξε κι ο Ντρεντ τον ανέλυσε με μια ματιά· γενναίος και γαλήνιος.
«Ποιος είσαι και πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε βραχνά.
«Αδερφέ μου Τζόζεφ» απάντησε με ευγένεια ο Καβαλάρης, «δεν έχουμε χρόνο· απέναντι γίνεται μάχη».
Κοίταξαν στο διπλανό Συγκρότημα από την τρύπα στον τοίχο. Οι Δικαστές είχαν βρεθεί μπροστά στους τρεις σκοτεινούς συντρόφους του Θανάτου. Ήταν ζήτημα στιγμών να πέσουν νεκροί, σαν κομμένα στάχυα· δεν είχαν καμιά ελπίδα.
Η ελπίδα τους βρισκόταν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά και τους χώριζαν οι εναέριοι αυτοκινητόδρομοι, απ’ όπου περνούσαν, μέσα στο πρωινό φως, χιλιάδες οχήματα με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
«Άλμα!» φώναξε ο Δικαστής Ντρεντ κι ο Εφαρμοστής του Νόμου, ο “συνεργάτης” του, εκτέλεσε την εντολή του. Πέρασε από την τρύπα του τοίχου κι εκτοξεύτηκε στον απέναντι ουρανοξύστη. Δίπλα του είδε τον Καβαλάρη να καλπάζει στον αέρα με το ασύγκριτο λευκό του άλογο. Κράδαινε το δόρυ του, που είχε στην κορυφή του ένα δυσδιάκριτο μικρό σταυρό.
O Εφαρμοστής του Νόμου εισέβαλε στο Συγκρότημα “Ντόναλντ Τραμπ” συντρίβοντας το κρυστάλλινο παράθυρο του διαδρόμου. Άλογο και Καβαλάρης πέρασαν απ’ τον τοίχο, χωρίς να τον σπάσουν. Οι δυο μαχητές, δίπλα δίπλα, αναχαίτισαν την ορμή των Δικαστών και των Τεράτων, μπαίνοντας στη μέση και αποτρέποντας τη σύγκρουση – τη σύγκρουση, που θα ήταν μοιραία για τους Δικαστές.


Οι τρεις Σκοτεινοί Δικαστές, οι απέθαντοι σύντροφοι του Δικαστή Θάνατου, ήταν έτοιμοι, αχόρταγα, λυσσασμένα, ν’ αφαιρέσουν ζωές: ο Δικαστής Φόβος, με τη σιδερένια περικεφαλαία που έκρυβε την αποτρόπαια όψη του και, όταν την άνοιγε, η θέα και μόνο προκαλούσε το θάνατο των θυμάτων του· ο Δικαστής Φλόγα, καλυμμένος ολόκληρος με φωτιά, που ξεχυνόταν από πάνω του σαν καταρράκτης και την εξαπέλυε κατά βούληση με την πύρινη τρίαινά του σα φλογοβόλο· κι ο Δικαστής Άκαμπτος (Mortis), με την περικεφαλαία από κρανίο προβάτου, που επέφερε σήψη στα θύματά του με το νεκρικό του άγγιγμα.
Ο Ντρεντ πυροβόλησε κατά ριπάς και πίσω του οι υπόλοιποι Δικαστές τον μιμήθηκαν. Οι Φονιάδες όλων των κόσμων τραντάχτηκαν, μα δεν έπεσαν. Οι σφαίρες ήταν ανήμπορες να τους ξεκάνουν. Ανασυντάχθηκαν κι ετοιμάστηκαν για λουτρό αίματος!
«Δείτε το πρόσωπο του Φόβου!» κραύγασε ο Δικαστής Φόβος, με τη φωνή του που ακουγόταν σαν από τάφο, κι ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τα σιδερένια πορτάκια που έκρυβαν την όψη του. Μα δεν πρόλαβε.
Ο Λευκός Καβαλάρης χτύπησε το δόρυ του στο πάτωμα φωνάζοντας:
«Στο όνομα του Πατρός!».
Και πήδησε κάτω απ’ το άλογό του.
Άνθρωποι και Κτήνη οπισθοχώρησαν ξαφνιασμένοι.
«Και του Υιού!» φώναξε ο μαχητής και πλησίασε τα Τέρατα με σταθερά βήματα. Οι Σκοτεινοί Δικαστές κοιτάχτηκαν· μια παράξενη ενέργεια άρχισε να τους τυλίγει, προκαλώντας ανατριχίλα σ’ αυτούς που έφερναν τη θανάσιμη, βασανιστική ανατριχίλα σε χιλιάδες κόσμους.
«Και του Αγίου Πνεύματος!» και σταύρωσε τον αέρα κατά τη μεριά τους. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», απάγγειλε με επισημότητα, «ελέησόν με».
Από τα Τέρατα τον χώριζε μια ανάσα. Η αβάσταχτη αποφορά τους δε φαινόταν να τον επηρεάζει. Οι Δικαστές παρακολουθούσαν περίεργοι, με αγωνία στην ψυχή τους. Ο Ντρεντ δεν έπαυε να σημαδεύει, περιμένοντας να δει αν θα επαναλαμβανόταν ο άθλος του Συγκροτήματος “Ντόναλντ Ντακ”.
«Στο όνομα του Ιησού Χριστού, φύγετε και γυρίστε στον κόσμο σας» διέταξε ο άντρας. Οι Σκοτεινοί Δικαστές φάνηκαν πανικόβλητοι· ούτε κι οι ίδιοι καταλάβαιναν τι είχαν πάθει. Στροβιλίζονταν τσιρίζοντας δαιμονισμένα, κουτουλούσαν μεταξύ τους, έβγαζαν καπνούς και σπίθες και τελικά χάθηκαν μέσα σ’ ένα απίστευτο πάταγο.

Ο άγνωστος ιππότης έπιασε το ανήσυχο άλογό του απ’ το χαλινάρι ανασαίνοντας κουρασμένα. Οι Δικαστές κοιτούσαν τριγύρω για ύποπτες κινήσεις. Ο Δικαστής Ντρεντ χαμήλωσε το Πιστόλι, μα δεν το έβαλε στη θήκη του. Κατέβηκε απ’ τη Μηχανή του και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά στον ξένο.
«Αυτό που έκανες είναι πρωτοφανές» είπε ατάραχα, αλλά σκληρά. «Όμως είμαι υποχρεωμένος να σε διατάξω να με ακολουθήσεις για ταυτοποίηση και κατάθεση».
Ο Καβαλάρης χαμογέλασε και μ’ ένα σάλτο κάθισε ανάλαφρα στη σέλα του αλόγου του, που χλιμίντρισε χαρούμενα, γαληνεμένο.
«Τζόζεφ, αδερφέ μου», είπε, όπως και πριν, «δε θα σε ακολουθήσω. Ρώτα για μένα το Δικαστή Φώκας. Θα σε ξανασυναντήσω… όταν θα πρέπει».
«Σε γνωρίζει;» ρώτησε ο Ντρεντ. Οι λοιποί Δικαστές κινήθηκαν για να τον περικυκλώσουν.
«Δεν το ξέρει, αλλά με γνωρίζει» αποκρίθηκε ο Καβαλάρης. Κοίταξε το Ντρεντ στα μάτια. «Με λένε Γεώργιο». Έκανε το σημείο του σταυρού στον αέρα κατά τους Ανθρώπους του Νόμου. «Η ειρήνη του Χριστού μαζί σας» είπε.
Το άτι σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και, προτού ξανακαθίσει στα τέσσερα, άλογο και Καβαλάρης είχαν χαθεί.

2

Όλοι οι ερευνητές και οι αναλυτές του Δικαστικού Σώματος ερεύνησαν τα δεδομένα απ’ όλους τους γνωστούς κόσμους, αναζητώντας μάταια τον παράξενο πολεμιστή.
Ο Δικαστής Φώκας, αφού το σκέφτηκε, κατέληξε σε κάποια υπόθεση για την ταυτότητά του· αλλ’ αυτή η υπόθεση τον είχε προβληματίσει.
«Αξιότιμοι Σύμβουλοι Δικαστές» είπε στο Ανώτατο Συμβούλιο, το Συμβούλιο των Πέντε, «ζητώ την άδεια να το ερευνήσω σε συνεργασία με το Ντρεντ».
«Συμφωνώ» παρενέβη ο Ντρεντ. «Με αποκάλεσε με τ’ όνομά μου και φάνηκε να θέλει μια κάπως προσωπική επαφή». Έκανε μια μικρή παύση. «Επίσης» πρόσθεσε, «ομολογώ πως η παρουσία του με επηρέασε με κάποιο παράξενο τρόπο, εμπνέοντάς μου φιλία κι εμπιστοσύνη».
«Δίστασες να το πεις» παρατήρησε η Σύμβουλος Δικαστίνα Άστερ· «δε σου αρέσει να δείχνεις πως έχεις συναισθήματα».
«Ήταν κάτι αυτόματο και απαιτεί διερεύνηση» αποκρίθηκε ο Γέρος ανέκφραστα· «ίσως κρύβει κάτι ύποπτο».
«Έλα σπίτι μου απόψε» του είπε ο Φώκας, «να σου πω τι πιστεύω και να σου δείξω και κάτι».



Μετά το τέλος της βάρδιας τους (γιατί και οι Δικαστές έχουν βάρδιες, άσχετα αν συνήθως τις υπερβαίνουν), οι δυο συνεργάτες συναντήθηκαν στο διαμέρισμα του Δικαστή Φώκας.
Οι Δικαστές συνήθως δεν παντρεύονται, ούτε προλαβαίνουν να γεράσουν. Ο Νικ Φώκας ήταν μία από τις λίγες εξαιρέσεις, τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος. Η σύζυγός του, η Σύνθια, εργαζόταν σε μια εταιρία πώλησης οχημάτων και από χόμπι ζωγράφιζε· ήταν από τους τυχερούς, που είχαν ένα σκοπό στη ζωή τους, γιατί το 98% του πληθυσμού είναι άνεργοι, λόγω της ανάπτυξης της ρομποτικής, κι αυτό προκαλεί τα περισσότερα ψυχολογικά και εγκληματολογικά προβλήματα.
Είχε αποδεχτεί, πράγμα δύσκολο, το υπερβολικά ριψοκίνδυνο επάγγελμα του συζύγου της – πάντως, μέχρι στιγμής, μετά από τριάντα χρόνια στους δρόμους, ήταν ζωντανός και αρτιμελής.
Γενικά, ήταν φιλήσυχο κι ευτυχισμένο ζευγάρι, γύρω στα πενήντα· έναν καημό είχαν, ότι δεν είχαν αποχτήσει παιδί. Το σπέρμα του Νικ ήταν στείρο και δεν ήθελαν γονιμοποίηση από τράπεζα σπέρματος, ούτε κλώνο.
Ο Νικ Φώκας έκανε ντους και φόρεσε μια οικιακή ρόμπα. Τα γαλάζια μάτια του, που δεν τα έκρυβε πια το κράνος, έλαμπαν από χαρά και ειλικρίνεια. Ο Ντρεντ εκτιμούσε αυτά τα μάτια· εκτιμούσε και τον άντρα που κοσμούσαν το πρόσωπό του.
Όταν έφτασε, είχαν στρώσει τραπέζι. Χαιρέτισε και κάθισε, φορώντας την αιώνια στολή και το κράνος του.
«Βγάλε το κράνος σου, Τζο», τον παρότρυνε ο Νικ, «δεν είμαστε σε υπηρεσία».
Νόμισε πως τον άκουσε ν’ αναστενάζει για μια στιγμή.
«Εγώ είμαι πάντα σε υπηρεσία» αποκρίθηκε με φυσικότητα.
«Δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του» ψιθύρισε η Σύνθια στο σύζυγό της, καθώς τη βοηθούσε να φέρει τα τελευταία πιάτα από την κουζίνα.
Εκείνος την κοίταξε κι ανασήκωσε τους ώμους του:
«Ούτε εγώ».
Έφαγαν· ο Ντρεντ πάντα με το κράνος. Είχε μαγειρέψει στην εντέλεια, όπως κάθε μέρα, το οικιακό ρομπότ – επαγγελματίες ή ρομπότ μαγειρεύουν, ομοίως και καθαρίζουν, δεν υπάρχουν πια νοικοκυρές.
«Βιάζομαι να μου πεις για τον ξένο» είπε κάποια στιγμή ο Γέρος.
Ο Νικ καθάριζε ένα μήλο. Το έκοψε στα τρία και το άφησε στο κοινό πιάτο.
«Ξαναπές μου με ποια φράση απώθησε τους Φονιάδες» είπε στον αγαπημένο του φίλο, συμπολεμιστή και ίνδαλμά του.
«Στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» είπε ο Ντρεντ, «και στο όνομα του Ιησού Χριστού».
«Του Ιησού Χριστού» επανέλαβε ο Νικ.


«Ποιος είναι αυτός;».


«Δεν ξέρεις ποιος ήταν ο Ιησούς Χριστός;».


«Δεν τον έχω ακούσει ποτέ».
Ο Δικαστής Φώκας συλλογίστηκε πώς να το θέσει.
«Ήταν ένας μαραγκός από το αρχαίο Ισραήλ» απάντησε. «Έζησε είκοσι δύο αιώνες πριν από μας. Περιπλανήθηκε σ’ όλη τη χώρα κηρύσσοντας “αγαπάτε αλλήλους” και στηλιτεύοντας την υποκρισία και την αδικία· αν και ήταν δάσκαλος της μη βίας, οι αρχές τον θεώρησαν επαναστάτη και τον θανάτωσαν με σταύρωση».
«Φρικτός θάνατος» σχολίασε ανέκφραστα ο Ντρεντ.
«Οι μαθητές του όμως και γενικά οι οπαδοί του τον θεωρούσαν Υιό του Θεού – τον Μονογενή Υιό του Μοναδικού Θεού – και είπαν πως, τρεις ημέρες μετά, αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς».
«Κλασικός μύθος».
«Πάντως απ’ αυτό γεννήθηκε ο χριστιανισμός, οι χριστιανοί – έχεις ακούσει αυτές τις λέξεις ξανά;».
«Ποτέ» παραδέχτηκε ο Ντρεντ, περιμένοντας την κατάληξη.
Ο Νικ σήκωσε τους ώμους του.
«Τέλος πάντων… Για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ δεν έχω ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή μου για το Χριστό· ούτε έχω μπει σε εκκλησία· ούτε έχω δει ποτέ εκκλησία, αν και οι πρόγονοί μου ήταν πιστοί χριστιανοί». Χαμογέλασε. «Το ίδιο και οι δικοί σου ασφαλώς, Ντρεντ».
«Οι πρόγονοί μου;» γρύλισε ο Ντρεντ. “Αν θεωρήσεις πως έχω προγόνους” σκέφτηκε. “Κλωνοποιημένος από τον Αρχιδικαστή Φάργκο, μεγάλωσα στην Ακαδημία του Νόμου· με έναν δίδυμο αδερφό, κι αυτόν κλώνο, που αναγκάστηκα να τον καταδικάσω σε θάνατο…”.
Έσφιξε τις γροθιές του, με τα χοντρά, βαριά γάντια, εξοπλισμένα με ένα σωρό νανοσυσκευές, μα δε μίλησε. Αντί γι’ αυτό, ύψωσε το χέρι, προλαβαίνοντας ένα σχόλιο του συναδέλφου του.
«Πώς σχετίζονται όλ’ αυτά με το μυστηριώδη άγνωστο;» ρώτησε.
«Αρκετοί από τους οπαδούς του, ανά τους αιώνες, από τους οπαδούς του Χριστού εννοώ, έφτασαν σε κάποιο είδος πνευματικής τελειότητας και, μετά το θάνατό τους, εμφανίστηκαν και βοήθησαν τους ανθρώπους».
«Τέτοιος είναι;».
Ο Νικ έφερε στο τραπέζι ένα δέμα τυλιγμένο σ’ ένα πανί. Το ξετύλιξε κι έβγαλε μια ξύλινη ζωγραφιά. Παρουσίαζε έναν καβαλάρη που σκότωνε με το δόρυ του ένα δράκο.
«Αυτό το εικόνισμα μου το έδωσε η γιαγιά μου, που το είχε από τη δική της γιαγιά και πάει λέγοντας, σε μια μακρινή χώρα που λεγόταν Ελλάδα».
Στο Ντρεντ ήταν αρκετό ένα βλέμμα για ν’ αποφανθεί:
«Αυτός είναι».
«Έζησε πριν από δεκαεννέα αιώνες» είπε σοβαρά ο Δικαστής Φώκας.
«Τότε είναι κάποιος που τον μιμείται».
«Κι όμως, υπάρχουν μαρτυρίες για εμφανίσεις του σε όλες τις εποχές. Και υπάρχουν εκατοντάδες παρόμοιοι».
«Χμ…».
«Θυμήσου πως και η ύπαρξη του Δικαστή Θάνατου δεν είναι λιγότερο παράλογη· το ίδιο και πολλών άλλων, που έχουμε πολεμήσει κατά καιρούς».
Ο Ντρεντ συμφώνησε μ’ ένα νεύμα του κράνους του – συγνώμη, της κεφαλής του ήθελα να πω.

Ένα δυνατό χλιμίντρισμα ακούστηκε από το διάδρομο του ορόφου. Οι δυο Δικαστές αναπήδησαν και μεμιάς βρέθηκαν με το Πιστόλι στο χέρι – ο Ντρεντ το τράβηξε από τη θήκη στο μηρό του κι ο Νικ ξεκόλλησε αυτό που έκρυβε κάτω απ’ το τραπέζι – να σημαδεύουν την πόρτα του διαμερίσματος.
«Άνοιξε» διέταξε ο οικοδεσπότης. Η πόρτα υπάκουσε αυτόματα. Η Σύνθια, που ζωγράφιζε στον προσωπικό της χώρο, κρύφτηκε πίσω από τον υπολογιστή καβαλέτο της.
Ο παράξενος ξένος μπήκε στο διαμέρισμα περπατώντας, επίσημος, με τον πορφυρό χιτώνα να καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την αρματωσιά του, χωρίς δόρυ, αλλά μ’ ένα ξίφος με περίτεχνη λαβή και θήκη ζωσμένο στη μέση του.
«Ειρήνη σε σας» χαιρέτισε. «Είμαι φίλος».
«Κυκλοφορείς παράνομα στη Μεγάπολη και μάλιστα οπλισμένος» βροντοφώναξε ο Ντρεντ. «Συλλαμβάνεσαι και καταδικάζεσαι σε δεκαετή φυλάκιση!».
«Ήρεμα, Τζο» είπε ο Δικαστής Φώκας· «ας τον ακούσουμε πρώτα».
«Ευχαριστώ» του είπε ο ξένος κι ο Δικαστής ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση· συνοφρυώθηκε.
Επέστρεψαν τα Πιστόλια στη θέση τους. Ο Νικ τους έκανε νόημα να καθίσουν. Η Σύνθια γαλήνεψε επίσης· σηκώθηκε απ’ το πάτωμα, κάθισε στην καρέκλα της κι άκουγε.
«Λέγομαι Γεώργιος ο Καππαδόκης», άρχισε ο ξένος, «και είμαι δούλος, μαθητής, αδερφός, στρατιώτης και συμβασιλιάς του Ιησού Χριστού».
«Πού μένεις;» ρώτησε ο Ντρεντ. 
«Στο Φως».
«Και ποιο είναι το Φως;» ρώτησε ο Νικ. Ο Ντρεντ διέκρινε στη φωνή του κάποιο αληθινό ενδιαφέρον.
«Ο Χριστός».


Ντρεντ: «Εκείνος σε έστειλε;».
«Για την ακρίβεια… με κάλεσαν».
Νικ: «Ποιος; Το κορίτσι;».
«Η γιαγιά του».
Ντρεντ: «Όμως δεν την έσωσες… Άργησες;».
«Δε με κάλεσε για τον εαυτό της».
Ακόμα κι ο Ντρεντ ένιωσε κάποια έκπληξη μ’ αυτή την απάντηση.
«Πώς ήξερε την ύπαρξή σου;» ρώτησε.
«Είναι χριστιανή, μία από τους τελευταίους· από εκείνους που κρατούν ζωντανό τον κόσμο με την προσευχή τους». Είδε την αμφιβολία στο βλέμμα τους. «Πιο αποτελεσματική από τα Πιστόλια σας» πρόσθεσε.
Αποφάσισαν να μη σχολιάσουν. Δεν είχαν χρόνο για συζήτηση.
«Πώς κατόρθωσες να διώξεις τους Σκοτεινούς Δικαστές;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Με τη δύναμη του Ονόματος».
«Του Ονόματος του Χριστού».
«Ακριβώς, Νικ».
Ντρεντ: «Γιατί το τρέμουν τόσο;».
«Γιατί Εκείνος είναι ο Θεός, ενώ αυτοί είναι δαίμονες».
Νικ: «Μπορούμε να το χρησιμοποιούμε κι εμείς;».
Ο ουράνιος άνθρωπος αναστέναξε ελαφριά:
«Στην πραγματικότητα, χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις».
«Τι προϋποθέσεις;».
«Να είστε χριστιανοί…». Σκέφτηκε λίγο. «Όμως δε βλάπτει να δοκιμάσετε. Εσείς μεταχειρίζεστε όλα τα μέσα, εκτός από αυτό που πρέπει».
Σχημάτισε με το δάχτυλό του έναν πύρινο σταυρό στον αέρα. Ο σταυρός έπεσε στο τραπέζι, έσβησε και μετατράπηκε σ’ ένα μεταλλικό σταυρό ύψους δέκα πόντων, με τον Εσταυρωμένο πάνω του.
«Αυτός είναι ο Χριστός;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Σωστά».
Ο Νικ έπιασε το σταυρό· έκαιγε.
«Θυμάσαι να κάνεις το σταυρό σου, Νικ;» ρώτησε ο άγιος Γεώργιος.
Ο Νικ έκανε το σταυρό του με τον ορθόδοξο τρόπο, πρώτη φορά στη ζωή του ή, τουλάχιστον, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.
«Με αυτά να οπλιστείτε ενάντια σε εχθρούς σαν το Δικαστή Θάνατο, και άλλους».
Ο Ντρεντ έπιασε κι εκείνος το σταυρό. Τον σάρωσε με τον υπολογιστή του περικάρπιού του· απλό μολύβι, τίποτε παραπάνω.
Αλλά είχε δημιουργηθεί από φωτιά κι η φωτιά είχε βγει από ένα γυμνό δάχτυλο.
Τεχνολογία; Μαγεία; Χριστός;
Κοίταξε τον ξένο. Το βλέμμα του ενέπνεε μια γλυκύτητα. Αυτά όμως καμιά φορά εξαπατούν.
«Αυτά πρέπει να τα πεις στις αρχές της Πόλης» του είπε.
«Εντάξει. Θα με συνοδεύσετε;».
«Θα σε προσαγάγουμε. Αλλά δε μπορείς να πας μόνος σου; Πώς ταξιδεύεις; Με το άλογό σου;».
Ο άγιος χαμογέλασε. «Το άλογό μου… είναι κάτι άλλο. Αν θέλει ο Θεός, θα μπορούσα να πάω μόνος μου. Αλλά προτιμώ να με συνοδεύουν οι φίλοι μου».
«Δεν είμαστε φίλοι σου» είπε αυστηρά ο Νικ.
«Είστε. Εσύ, Νικ, το ξέρεις. Και ο Τζόζεφ θα το μάθει».
“Έχει δίκιο” σκέφτηκε ο Νικ. “Ο άγιος Γεώργιος! Δεν υπάρχει πιο θετική δύναμη απ’ αυτόν. Εκτός απ’ τον ίδιο το Χριστό βεβαίως – αν ζει ακόμα”.
«Ζει» απάντησε ο άγιος.
«Εντάξει, διαβάζεις τη σκέψη, το καταλάβαμε. Μην το παίρνεις πάνω σου».
Ο Λευκός Καβαλάρης χαμογέλασε ξανά.
«Τη λύση στο πρόβλημά σου την είδες σήμερα» είπε ξαφνικά, ήρεμα και φιλικά. «Και θα γίνεις κι εσύ, μαζί με τη Σύνθια», κοίταξε προς το ατελιέ της, όπου η Σύνθια άρχισε ν’ αναστατώνεται, «λύση στο πρόβλημα κάποιου άλλου· πολλών άλλων». Σκέφτηκε. «Αν το θέλετε, βέβαια».
“Το θέλουμε” σκέφτηκε η Σύνθια κι άρχισε να κλαίει από μια απρόσμενη ελπίδα. Χάιδεψε την κοιλιά της· μα τα λόγια του Καβαλάρη είχαν άλλο νόημα απ’ αυτό που φαντάστηκε.
«Εξηγήσου» είπε ο Νικ.
«Θα το βρεις».
Τα μάτια του Νικ άστραψαν.
«Το βρήκα» είπε με καμάρι. Ο άγιος χαμογέλασε. «Γουστάρω όταν χαμογελάς» είπε ο Νικ.
«Είναι ύποπτος» του υπενθύμισε ο Ντρεντ.
«Δε νομίζω» αποκρίθηκε ο Νικ. «Αν είναι αυτός που λέμε, είναι ο λιγότερο ύποπτος σ’ όλη την Πόλη». Γέλασε. «Λιγότερο κι από σένα!».

3


Ο Δικαστής Φώκας φόρεσε τη στολή και το κράνος του, ανακοινώνοντας συγχρόνως στο Αρχηγείο τις εξελίξεις. Σε λίγο οι δυο Δικαστές όδευαν προς το Μέλαθρο της Δικαιοσύνης καβάλα στις Μηχανές τους. Ο Λευκός Καβαλάρης αχνοφαινόταν στα σύννεφα να τους ακολουθεί, με την ίδια ταχύτητα, ταξιδεύοντας με τ’ άλογό του.
Αυτό δεν άρεσε στο Ντρεντ· θα προτιμούσε να τον είχαν προσαγάγει με δικαστικό όχημα· όμως ο Φώκας τον εμπιστευόταν κι επίσης ήταν φανερό πως ο ξένος μπορούσε να τηλεμεταφέρεται κατά βούληση.
Ο Ντρεντ δεν εμπιστευόταν το Φώκας. Ήταν έντιμος, αλλά είχε μια αδυναμία· συναίσθημα. Τον σεβόταν και τον εμπιστευόταν στη μάχη, αλλά όχι στην αξιολόγηση ενός παραπλανητικού ύποπτου. Κανένα δεν εμπιστευόταν, εκτός από τον εαυτό του.
Τα σκεφτόταν αυτά οδηγώντας ανάμεσα σε χιλιάδες οχήματα κάθε μεγέθους και είδους και το πρόσωπό του, μέσα στο κράνος, δεν άλλαζε έκφραση ούτε στο ελάχιστο. Υπήρχαν μερικοί – το ξανάπα; – που υπέθεταν πως δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ρομπότ.
Εσύ, Τζόζεφ, είσαι βέβαιος για το τι είσαι;

Συναντήθηκαν στην είσοδο του Μέλαθρου της Δικαιοσύνης. Ο Γεώργιος αφίππευσε και το άλογό του απογειώθηκε στους ουρανούς, καλπάζοντας αθόρυβα στον αέρα. Στη σέλα του έμεινε το δόρυ, στερεωμένο σε ειδική βάση.
Διέσχισαν τους φαρδείς διαδρόμους ανάμεσα σε πάνοπλους παραταγμένους φρουρούς, ακίνητους σαν αγάλματα, ομοιόμορφους μέσα στα κράνη και τις στολές τους.
Ο παράξενος ταξιδιώτης, ανάμεσα στους δυο βετεράνους Δικαστές, φάνηκε να κοντοστέκεται προς στιγμή.
«Νιώθεις αμηχανία, Γεώργιε;» ρώτησε ο Δικαστής Φώκας.
«Απλώς θυμήθηκα μια παλιά περίσταση, όπου παρουσιάστηκα σ’ έναν αυτοκράτορα, μόνος, ανάμεσα σε αναρίθμητους στρατιώτες» απάντησε ψύχραιμα ο άγιος και προχώρησε πρώτος.
«Ξέρεις», είπε ο Δικαστής Φώκας στο Ντρεντ, «αυτός ο άνθρωπος ήταν στρατηγός του Διοκλητιανού, ενός απάνθρωπου αυτοκράτορα, που διέταξε τους στρατηγούς του να αφανίσουν τους χριστιανούς. Ο Γεώργιος εμφανίστηκε μπροστά του και του είπε: “Δεν μπορώ να το κάνω, γιατί κι εγώ είμαι χριστιανός”. Συνελήφθη αμέσως και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια μέχρι θανάτου».
Ο Ντρεντ κοίταξε το στρατιώτη που προπορευόταν κι ο πορφυρός μανδύας του ανέμιζε πίσω του. Μόνος μπροστά στο δολοφονικό αυτοκράτορα· σίγουρα δε φοβόταν – “αξιοσέβαστο, αλλά και επικίνδυνο” σκέφτηκε.
«Γιατί δεν πήρε το στράτευμά του να επιτεθεί στον αυτοκράτορα;» ρώτησε το Νικ.
«Στους χριστιανούς δεν αρέσει να σκοτώνουν».
«Κατανοητό – έχουμε δει κι εδώ υπέρμαχους της μη βίας – αλλά ανόητο. Θα μπορούσε να υπερασπιστεί και τους άλλους χριστιανούς. Και τι κέρδισε;».
«Λοιπόν, είναι ακόμα ζωντανός· ζει στα φωτεινά ανάκτορα του Χριστού, έχει τρομερές δυνάμεις… Και λίγα χρόνια μετά την εκτέλεσή του, τριακόσια χρόνια μετά το Χριστό και μετά από ποτάμια χριστιανικού αίματος, ο τότε αυτοκράτορας της Ρώμης έγινε χριστιανός».
«Τριακόσια χρόνια, ποτάμια αίματος… Βαρύ τίμημα».
«Το πλήρωσαν, αλλά έγιναν σαν αυτόν», έδειξε τον άντρα με τον πορφυρό μανδύα, που περνούσε τώρα την πύλη για την αίθουσα του Συμβουλίου. «Έτσι δουλεύει ο Χριστός».

Ο άγιος Γεώργιος στάθηκε μπροστά στην υπερυψωμένη έδρα της Αρχιδικαστή Χέρσυ και των Ανώτατων Συμβούλων Δικαστών, μπροστά στο Συμβούλιο των Πέντε, την ηγεσία της Μεγάπολης.
Ντρεντ και Φώκας παρατάχτηκαν πίσω του. Δεκάδες Δικαστές όλων των βαθμίδων και των Τμημάτων, άντρες και γυναίκες, τους περικύκλωσαν.
«Μίλα, πολίτη» έδωσε εντολή η Αρχιδικαστής.
Ο άγιος Γεώργιος έκανε το σταυρό του ενώνοντας τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» άρχισε. «Εξοχότατη Αρχιδικαστή, αξιότιμοι Σύμβουλοι… Ονομάζομαι Γεώργιος ο Καππαδόκης και είμαι ακόλουθος του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Η Πόλη σας υποφέρει. Σας φέρνω ένα μήνυμα Φωτός και Ζωής, ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο υιό του Θεού».
«Ξέρεις, έχουμε ακούσει πολλά τέτοια δήθεν μηνύματα» παρενέβη ο Σύμβουλος Δικαστής Μιγιότο.
«Θανατώθηκα πριν από δεκαεννέα αιώνες» απάντησε ο Γεώργιος.
«Και πώς γίνεται να είσαι ζωντανός;» ρώτησε η Αρχιδικαστής.
«Επειδή ο Ιησούς Χριστός είπε: “Όποιος πιστεύει σε μένα, δε θα πεθάνει ποτέ, αλλά, κι αν πεθάνει, δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε από το θάνατο στη ζωή”».
«Αρκεί λοιπόν να πιστέψουμε στο Χριστό;» ρώτησε η Σύμβουλος Δικαστίνα Άστερ.
«Λοιπόν, αυτή η πίστη προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής» αποκρίθηκε ο άγιος. «Τρόπο ζωής, από τον οποίο ο Χριστός δεν έχει να κερδίσει τίποτα, αλλά μόνο ο άνθρωπος ωφελείται».
Ο Δικαστής Ντρεντ έσκυψε προς το αφτί του Δικαστή Φώκας, που κρυβόταν βέβαια κάτω απ’ το κράνος.
«Γιατί τους σκότωναν οι Ρωμαίοι;» ρώτησε ψιθυριστά. «Ξέρεις;».
«Επειδή απειθαρχούσαν στις διαταγές τους, όπου ο αυτοκράτορας έπρεπε να λατρεύεται σα θεός».
«Ώστε έτσι».
«Ξέρεις, Ντρεντ», συνέχισε ο Νικ, «οι Ρωμαίοι είχαν σύμβολο τον Αετό, όπως κι εμείς».
«Δε μοιάζουμε μ’ αυτούς» αποφάνθηκε ο Ντρεντ με περιφρόνηση.
«Κάθε Ρωμαίος στρατιώτης ισοδυναμούσε με δέκα αντιπάλους του».
«Δε μοιάζουμε μ’ αυτούς».
«Πίστευαν ακλόνητα στην ισχύ του Νόμου, όσο σκληρός κι αν ήταν, και η ανθρώπινη ζωή είχε ελάχιστη αξία στη χώρα τους».
Ο Ντρεντ τον κοίταξε καταπρόσωπο.
«Ίσως μοιάζουμε μ’ αυτούς» παραδέχτηκε.

«Πώς εξουδετέρωσες τους Σκοτεινούς Δικαστές;» ρώτησε ο Σύμβουλος Δικαστής Μομπάντα.
«Με τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού» αποκρίθηκε ο άγιος. «Και με αυτό» – και σχημάτισε έναν πύρινο σταυρό στον αέρα, που μετατράπηκε σε μολυβένιο κι έπεσε ζεστός μπροστά στην Αρχιδικαστή Χέρσυ.
Η κίνηση αυτή όλους τους εντυπωσίασε· και συγχρόνως τους έκανε πιο καχύποπτους.
«Προτείνεις να γίνουμε χριστιανοί;» ρώτησε ο Αρχιδικαστής.
«Μάλιστα».
«Αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή και έρευνα. Μπορεί να κρύβει παγίδες».
«Συμφωνώ» είπε ο άγιος. «Ας ερευνηθεί λοιπόν αυτή η προοπτική».
Η Αρχιδικαστής στράφηκε στο Σύμβουλο Δικαστή Σένκερ, επικεφαλής του Τμήματος Ψ:
«Λέει αλήθεια;» τον ρώτησε. Εκείνος διείσδυσε με τις νοητικές του δυνάμεις στο νου του ξένου.
Ο Γεώργιος προσευχόταν μέσα στην καρδιά του. Ο Δικαστής Σένκερ ένιωσε να μπήκε σ’ ένα ευωδιαστό δάσος από ανθισμένα λαμπερά δέντρα. Ξαφνικά, ένα σκοτεινό χέρι άρπαξε αυτή την εικόνα απ’ το μυαλό του και την αντικατέστησε μ’ ένα ζοφερό στοιχειωμένο νεκρότοπο. Σοκαρισμένος στράφηκε στην Αρχιδικαστή:
«Ψεύδεται» αποφάνθηκε.
Οι Δικαστές τριγύρω τράβηξαν τα Πιστόλια, τους Νομοθέτες τους. Ο ξένος έκανε το σημείο του σταυρού στον αέρα κατά το Δικαστή Σένκερ.
«Εις το όνομα του Ιησού Χριστού», είπε επίσημα και σταθερά, «πνεύμα Πύθωνα, βγες απ’ αυτόν».
Ο Δικαστής Σένκερ έπιασε το ξυρισμένο κεφάλι του· τα πράσινα, σα σμαράγδια, αμυγδαλωτά του μάτια γούρλωσαν.
«Δεν έχω δυνάμεις» ψέλλισε.
Όλα τα όπλα σημάδεψαν το Γεώργιο. Εκείνος ύψωσε τα χέρια σα σταυρωμένος, σαν προσευχόμενος, κι εκεί, μπροστά στα μάτια τους, άρχισε να σβήνει. Τα μάτια του συναντήθηκαν μ’ εκείνα της Αρχιδικαστή Χέρσυ κι ήταν γεμάτα από γλυκό παράπονο – το παράπονο ενός αθώου.
Ο Ντρεντ όρμησε να τον αρπάξει, αλλά έπιασε τον αέρα· ο παράξενος ξένος είχε χαθεί.
Στιγμιαία άκουσε τη φωνή του: “Θα με ξαναδείς”. Την είχε ακούσει με τ’ αφτιά του ή μέσα στο νου του;
Το χειρότερο ήταν πως χάρηκε κατά βάθος μ’ αυτό· κάτι κρυφό μέσα στην καρδιά του επιθυμούσε να τον ξαναδεί. Κι ο Ντρεντ δεν παραδεχόταν πως είχε καρδιά.
Η καρδιά είναι αναποτελεσματική.
Η Αρχιδικαστής πήρε στο χέρι της το σταυρό και τον παρατήρησε προσεχτικά.
«Με μια κίνηση έδιωξε το Δικαστή Θάνατο», μονολόγησε, «και στέρησε από τις δυνάμεις του το Δικαστή Σένκερ». Φαινόταν ένα κοινό κομμάτι μέταλλο. «Πρέπει να είναι πολύ ισχυρό όπλο» κατέληξε.

Και εγένετο εσπέρα· και εγένετο πρωί· ημέρα μία (*).

(*) Στίχος από το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, στην Παλαιά Διαθήκη, που αναφέρεται στην εξαήμερο Δημιουργία.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στην αμέσως επόμενη ανάρτηση.
Ολόκληρο αναζητήστε το εδώ.
Για τον άγιο Γεώργιο, περισσότερα εδώ



ΠΗΓΗ: ΕΔΩ