ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
(Σχεδιασμα Β)*
1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»2.
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.3.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
7.
Kρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Eφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε:
«Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Aχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.
Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»
Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «
Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,
Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Eίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.
Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,
Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
Kαι μία δεύτερη είπε:
«Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . .
―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»
Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει. Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.11.
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Tους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Aγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Tα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,Kι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.30.
Tου πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.35.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Kι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.
36.
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.51.
H δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.*
Ολοκληρο το Β' Σχεδιασμα, μαζι με καποια σχολια αναλυσης, μπορειτε να βρειτε εδω.Αν και θεωρητικα το αρτιοτερο απο αποψη τεχνικης σχεδιασμα αυτου του επους ειναι το τριτο, που περιλαμβανει και τον "Πειρασμο", εμενα παντα το αγαπημενο μου ηταν το δευτερο. Ισως να του λειπουν πολλα στοιχεια, να του λειπει κυριως η συνοχη, αλλα εχει τοσο δυνατους στιχους, τετοιες περιγραφες, που με γεμιζουν δεος!
Δεος πρεπει να ενιωθε κι ο Σολωμος, καθως απο το παραθυρι του στο Ζαντε παρακολουθουσε αυτη την ανιση μαχη, δεος προς αυτους τους ανθρωπους που τοσο εγκωμιασε στο πονημα του αυτο! Γιατι ομως; Γιατι οι ανθρωποι αυτοι ειχαν λεβεντοσυνη και παληκαρια! Ειχαν την ελευθερια στο αιμα τους και την πατριδα στην καρδια τους! Και μια λεφτερη ψυχη ποτε δεν φυλακιζεται! Ακομα κι αν το κορμι λυγισει, αν ο πονος τρυπησει και το τελυταιο μοριο της υπαρξης, υπαρχει παντα η ψυχη, το τελευταιο καταφυγιο, που κατορθωνει και μενει ολορθο μεσα στην μπορα!
Θελω να σταθω λιγακι στην
προσφορα των γυναικων στον Αγωνα για την ελευθερια. Της γυναικας- συζυγου και της γυναικας- μανας. Απειρα τα παραγειγματα αυτοθυσιας και δυναμης ψυχης των γυναικων του '21! Απο τη
Μαντω Μαυρογενους ως τη
Λασκαρινα Μπουμπουλινα, απο την
Κυρα Φροσυνη που προτιμησε να θανατωθει φρικτα, παρα να δοθει στον κατακτητη ως τις
Σουλιωτισσες που επεσαν χορευοντας στην αγκαλια του Χαρου για να μην ατιμασθουν και ως τις γυναικες του
Μεσολογγιου που εβλεπαν τα παιδια τους να πεθαινουν μεσα στην αγκαλια τους απο την πεινα και τι διψα, γεμισε η ιστορια μας παραδειγματα γυναικων που δε λυγισαν, που δεν ικετεψαν τους αντρες τους να κανουν πισω, να παραδοθουν για να σωσουν τα σπλαχνα τους. Γυναικες που εστειλαν τα παληκαρια τους με τραγουδια στη μαχη και στο θανατο, προτιμωντας την τιμη και την αξιοπρεπεια τους απο μια ζωη δανεικη...
Συλλογιεμαι ποσες σημερα γυναικες θα ειχαν το θαρρος αυτο και ποσοι αντρες θα ηταν ικανοι να ξαστοχησουν τη βολη και τις συνηθειες τους για να τρεξουν στον αγωνα για την ελευθερια. Μην ξεγελιεστε...υποδουλοι ειμαστε και τωρα...και μαλιστα σε εναν κατακτητη πολυ πιο υπουλο και πιο αδιστακτο...το χρημα! Γιατι τον ανθρωπο τον βλεπεις, τον αισθανεσαι σωμα με σωμα, τον κοιτας στα ματια πριν το τελικο χτυπημα. Το χρημα ομως, το καλεσαμε πρωτα εμεις να μπει στη ζωη μας, δεν ηρθε μονο του. Και μετα σαν το σαρακι, εγινε αυτοσκοπος, αρχισε να στοιχειωνει σκεψεις, να γεμιζει με ανασφαλεια, να δημιουργει επιπλαστες αναγκες, να καταλυει και συνειδησεις ακομα, σαν νεος Εφιαλτης, να προδιδει τα χερια που το γεννησαν...να προδιδουμε κι εμεις τον εαυτο μας...Δεσμιοι ειμαστε, απο τον πιο φτωχο ως τον πιο πλουσιο, δεσμιοι των αναγκων και των επιθυμιων μας, εντελως ανελευθεροι...
Γιατι ελευθερος πραγματικα ειναι μονο εκεινος που δεν φοβαται καθε μερα, καθε στιγμη να ξεκινησει απο το μηδεν...Καλο Σαββατοκυριακο και Χρονια μας Πολλα!