O ερημίτης
διάβαζε τις ειδήσεις. Χρόνια είχε να δει τηλεόραση ή να πάρει εφημερίδες. Αυτός
ο από παλιά εραστής του χαρτιού. Είχε κουραστεί από τον βομβαρδισμό του τρόμου.
Γι' αυτό γυρνούσε στα παζάρια και άκουγε τους ανθρώπους. Ένοιωθε την ανάσα
τους, έβλεπε τις κλεμμένες στιγμές τους, αυτές τις ιδιωτικές, άκουγε τις κοφτές
ανάσες τους, αυτές που μαρτυρούσαν την θλιμμένη ηδονή. Έτσι μάθαινε τα νέα των
ανθρώπων τα τελευταία χρόνια. Αλλά τις τελευταίες ημέρες, ύστερα από την μεγάλη
αλλαγή, προσπαθούσε να διαβάσει όλο και περισσότερες εφημερίδες, να δει όλο και
περισσότερες τηλεοπτικές ειδήσεις. Μα κυρίως πήγαινε στις συνάξεις του λαού. Σ'
αυτές που κατά κάποιον τρόπο μιλούσαν για πράγματα που είχαν ξεχαστεί. Σαν
εκείνο που θυμόταν από τα χρόνια τα παλιά: στις αστικές δημοκρατίες η ψήφος του
λαού σημαίνει. Αυτό σκεφτόταν ο ερημίτης της ζωής ότι ήταν το διακύβευμα στην
συζήτηση που είχε ξεκινήσει: αν τελικά η Ευρώπη σήμερα δίνει σημασία στο τι
ψηφίζουν οι πολίτες της.
Αυτός ήταν
ένας βαρύς αγώνας, μα ο ερημίτης ένοιωθε μέσα του πως ήταν ένας αγώνας που
άξιζε τον κόπο. Ήταν ίσως ο πιο σημαντικός αγώνας. Ξάφνου το βλέμμα του
συνάντησε το βλέμμα μιας γυναίκας. Μέσα στις χιλιάδες των συγκεντρωμένων ένα
βλέμμα του κίνησε την περιέργεια. Δεν μπορούσε να το περιγράψει. Είχε ξεχάσει
τα λόγια που λέγονταν σε τέτοιες περιπτώσεις. Εκείνη τον πλησίασε, κάτι στο
κουρασμένο βλέμμα του την είχε συγκινήσει. Μέσα από την κούραση αυτή ξεπηδούσε
μια σπίθα ελπίδας. Για όλο αυτό που γινόταν στις πλατείες. Αξιοπρέπεια του
είπε, αυτή είναι η λέξη που ψάχνεις. Το παρασύνθημα: Δημοκρατία. Και αίφνης σαν
οι λέξεις αυτές να παίρνουν νόημα, να σαρκώνονται, να γίνονται βίωμα, να πετάνε
από πάνω τους τη σκουριά και τη σκόνη των χρόνων. Είναι, σκέφτηκε, μερικές
φορές που τα βλέμματα των ανθρώπων ξαναπλάθουν την γνώση. Κι ο έρωτας στην
πλατεία γίνεται ελευθεριακή πολιτική πράξη, γίνεται διαδήλωση, γίνεται φωνή,
γίνεται κραυγή ελευθερίας, γίνεται ξεθεμέλιωμα και χτίσιμο, γίνεται τελικά
γέφυρα του επέκεινα με το τώρα. Δεν υποχωρούμε του είπε εκείνη. Το είπε σχεδόν
ψιθυριστά, αλλά ακούστηκε σαν βροντή, σαν κρότος από ποτάμι ορμητικό. Κι'
ένοιωθε την γύμνια του όχι ως ντροπή, όχι σαν ήττα, αλλά σαν βάλσαμο, αλλά σαν
ένας άλλος αγώνας που δεν θα ’ταν ποτέ άγονος.
Τώρα ένοιωθε
πως οι λέξεις γίνονταν πιο πλούσιες, ήταν ταυτόχρονα πιο βαριές και πιο
ελαφριές. Αλλά δεν ήταν πια ουδέτερες. Οι λέξεις είχαν ξαναμπεί στο τραπέζι.
Και κανείς δεν θα μπορούσε άσκεφτα και βιαστικά να τις παρακάμψει. Ήθελαν δεν
ήθελαν οι εταίροι, όφειλαν να πάρουν υπόψη τους τις λέξεις που σήμαιναν. Γιατί
οι λέξεις σήμερα είχαν πια ζωή και ιδεολογία. Κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό.
Ήταν αυτό που ενοχλούσε τους νεοφιλελεύθερους. Γιατί πίσω από τις λέξεις ήταν
οι άνθρωποι που είχαν πάψει να είναι σκυφτοί. Η γυναίκα κάθισε δίπλα του και άναψε
ένα άφιλτρο τσιγάρο. Εκείνος την αγκάλιασε και αφέθηκε ν' ακούει ένα
τραγούδι που ερχόταν από κάπου στο βάθος.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Liquid Logo Series No2, 2014, C-Print, 21x21cm |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου