(Σχέδιο Υιώτας. 4 Σεπτεμβρίου, 2020)
ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ,
ΔΥΟ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Στον Δημήτρη
Άδειασαν τα πιθάρια των δακρύων.
Το στενό μονοπάτι, πλημμύρισε.
Ξύλινα τα πόδια, που
κρατώντας με,
με έφερναν πίσω σου.
Αυτά τα πόδια που οι άλλοι έβλεπαν
να σέρνονται,
κι εγώ τα είχα
διπλώσει γύρω από την μέση σου,
όπως τότε στις ώρες της Άνοιξης.
Άνιση η χορταριασμένη γη που σε
δέχτηκε.
Μέρα γλαυκή, σχεδόν φθινοπωρινή,
που με απέρριψε,
κι ας την παρακαλούσα με τα χέρια
διπλωμένα πάνω από την μισή
καρδιά μου, κι ας έγερνα να πέσω
στο κενό, να σε σκεπάσω.
Μη μου κρυώσεις.
Οι μέρες, που η καρδιά σου σε γονάτισε,
μεταμόρφωσαν μια ζωή ολόκληρη
σε σύνολο μηδαμινό!
Σε δυόμιση γροθιές ημέρες,
σε δυο χούφτες ώρες ξάγρυπνες.
Κοιτούσα το παγωμένο πρόσωπο,
άθικτο, αινιγματικό. Υπεύθυνο.
'Οπως τότε, που ετοιμαζόσουν,
ντυμένος με το άψογο γαμπριάτικο
κοστούμι σου,
με το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο,
για το ταξίδι του μέλιτος.
Λες και δεν πέρασε από πάνω του
η αγωνία του κόσμου,
λες και δεν το ράγισε η αγάπη στα δύο,
στα τέσσερα, στα οκτώ,
στους δικούς, στους φίλους,
σε αυτήν την σημαδιακή ημέρα
στις οκτώ του Σεπτέμβρη.
Σου άρεσε ο αριθμός.
Οκτώ του Φλεβάρη, οκτώ η ώρα,
στην
επιβλητική εκκλησιά
του Αη-Παντελεήμονα των Αχαρνών,
όπου
τα κλασσικά
ολόλευκα στεφάνια στο κεφάλι μας,
σφράγιζαν την μεγάλη απόσταση.
Τα στεφάνια, με τις παρθενόχρωμες
κορδέλλες. Συμβόλαια, που
Έσμιξαν τις
Δυο θάλασσες
που θα θα περνούσαμε,
για να καταλήξουμε
σε Έναν Ουρανό.
Δίπλα-δίπλα τα οκτώ, τα χρόνια σου,
με την φυσική σου εμφάνιση να τα διαψεύδει.
Με την αναμφισβήτητη αντρίκια σου
αυτοπεποίθηση
ότι η αχόρταγη ερωμένη που θα σε αγκάλιαζε,
δεν θα απογοητευτεί…
Δεν
θυμάμαι πώς με έφεραν πίσω…
Τα
πόδια μου με γέλασαν.
Έμεινα
πίσω.
Δίπλα του, δηλώνοντας τα δικαιώματά μου
στην άπληστη ερωμένη.
Στην Γη,
που μας περιμένει.