( Ηλέκτρα Μαμινάκη και Κατερίνα Χάστα, Σύλλογος Αθηναίων, Πολιτιστικό Κέντρο Αρχιεπισκοπής, 13 Οκτ. 2009)
Η Γενική Πρόξενος Ελλάδος και Πρέσβειρα κ. Άγη Μπαλτά με την συγγραφέα Υιώτα Στρατή
Επάνω φ/φία:
Ο Γενικός Πρόξενος κ. Κυριακόπουλος, ο Ομιλητής κ. Κρεκούκης, η Ηθοποιοί: κ. Μάρθα Τομπουλίδου, κ. Ηλέκτρα Μαμινάκη, κ. Κατερίνα Χάστα, (δεύτερη σειρά): κ. Δημήτρης Στρατής, η αξιότιμη κα Άγη Μπαλτά, η Υιώτα Στρατή, (τρίτη, επάνω σειρά:) ο Δημοσιογράφος του Ε.Κ., κ. Σταύρος Μαρμαρινός και η Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Χριστίνα Κωστάκη, με δύο καλεσμένους.
Κάτω φωτογραφία: Υιώτα Στρατή, Μάρθα Τομπουλίδου, Δημήτρης Στρατής
Φίλες και Φίλοι μου,
με την Εθνική μας Εορτή της 28ης Οκτωβρίου και το περήφανο "ΟΧΙ", επιτρέψατέ μου να σας παρουσιάσω το θεατρικό μου:
"Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ" του Κ/νου Κουκίδη
Αρχικά, παρουσιάστηκε στην αίθουσα του Πολιτιστικού Κέντρου "Σταθάκειο"
υπό την αιγίδα της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης, το 2006, όπου τους δύο χαρακτήρες απέδωσαν η συγγραφέας Υιώτα Στρατή και η γνωστή στην ομογένεια ηθοποιός κ. Μαίρη Βαρβατάκου
και
τιμητικά, πάλι, την 13η Οκτωβρίου, 2009, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής, με το Σύλλογο των Αθηναίων Νέας Υόρκης.
ΤΙΤΛΟΣ:
Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΚΙΔΗ
(ΤΕΛΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟΥ)
ΣΚΗΝΗ
Ένα απόγευμα,
κοντά στην πλατεία Ομονοίας, στην
Αθήνα.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Ηλικιωμένη κυρία,
85 περίπου ετών. Κρατάει ένα φάκελο και μια διπλωμένη σημαία, στη θέση της
καρδιάς. Στηρίζεται σε μπαστούνι.
Φοιτήτρια, 18
περίπου ετών. Στο Θεατρικό εργαστήρι. Πλάι, μια καρέκλα.
(Η φοιτήτρια,
κρατάει μπουκάλι με νερό και μια σελίδα
μ’ ένα ποίημα…
Την πλησιάζει η
ηλικιωμένη κυρία, ντυμένη στα σκούρα.
Φοράει μαύρη μαντίλα και χτυπάει την
μισάνοιχτη πόρτα, όπου ανοίγει η κοπέλα.)
(ΑΝΟΙΓΕΙ
Η ΑΥΛΑΙΑ)
Η Κυρία
(αφουγκράζεται
για λίγο.
Μια
κοπέλα,
η Φοιτήτρια,
απαγγέλει*:)
«…Στων μακάρων, όπου
περιδιαβαίνεις τα νησιά,
είθε του Απόλλωνα να σ’
ευφραίν’ η λύρα,
Ανδρείε Στρατιώτη.
Ωραία να πεθάνεις για
την πατρίδα, και σάβανό σου
η Σημαία στο κορμί σου
τυλιγμένη νάχεις -ωραία είναι.
Τρόπαια ένδοξα στη μνήμη
σου δεν στήθηκαν
ουδέ αγάλματά σου…
Κυρία
(αφουγράζεται,χτυπάει
ελαφρά την μισάνοιχτη πόρτα της παρόδου και συνεχίζει:)
…μα των Καρυάτιδων το
δάκρυ, το μνήμα σου ες αεί
θ’ αδαμαντοστολίζει κι
ασπασμό στο μέτωπό σου
θ’ αποθέτουν για την
ημέρα εκείνη…
Φοιτήτρια
(παρόλο έκπληκτη, αμέσως
συνεχίζει:)
…όπου του βαρβάρου το ατσάλι,
της Παλλάδος
καταπάτησε την πόλη, κι εσύ,
τη γαλανόλευκη
σφραγίζοντας με το φιλί σου,
στους ώμους τύλιξες, κι
απ’ τον βράχο το άλμα είναι
προς την αθανασία «τα
κείνων ρήμασι πειθόμενος» …
Φοιτήτρια
(συνεχίζει διστακτική, μα φιλική)
-Με τρομάξατε λίγο, κυρία
μου! Τι τρελή σύμπτωση!… Πέστε μου, τι
θέλετε; Και…
πώς ξέρετε αυτό το ποίημα
του Βασίλη Κουρή;
Κυρία
- Συγγνώμη, κορίτσι μου, που ενοχλώ, νομίζω ότι κατέβηκα σε λάθος στάση… θέλω να
πάω στη Κάνιγγος;
Μα σε άκουσα ν’ απαγγέλεις
απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα… κι έτυχε να
λες το γνωστό μου αγαπημένο ποίημα…
Φοιτήτρια
- Είναι εντάξει... Δεν μ' ενοχλήσατε. Πρόβα θα κάνουμε...
Όσο για την Κάνιγγος, δεν είναι μακριά από
δω.
Θα σας πήγαινα, μα…
όπως σας είπα, κάνουμε τελική πρόβα για μια εκδήλωση,
γι’ απόψε... κοιτάω να μάθω καλά το κείμενο...
Μόνο,
αργήσανε οι άλλοι και δεν έχουμε αρκετό χρόνο να
τα μάθουμε, να κινηθούμε με αυτοπεποίθηση!
ουφ! και κάνει τόση κουφόβραση σήμερα!
Κυρία
(κουρασμένα,
διστακτικά κοιτώντας μια καρέκλα)
-Θα πείραζε να καθήσω
λίγο εδώ, πλάι σας; Δεν θα μιλάω…
Φοιτήτρια
-Όχι, όχι, δεν πειράζει, όπως βλέπετε μόνες μας είμαστε
(προσφέρει
καρέκλα)
Σας είπα ότι δεν ήρθαν
ακόμη οι άλλοι.
Όμως, σας βλέπω να
βαριανασαίνετε…
Θα …σας έδινα λίγο
νερό μα ήδη έχω πιει λίγο από το μπουκάλι μου…
Κυρία
-Δεν πειράζει.
Ευχαριστώ. Φαίνεστε τόσο καλό κορίτσι…
Συγχωρήστε μου την
ερώτηση... Από ‘δω είστε;
Φοιτήτρια
-Όχι, αλλά
νοικιάζω κάπως κοντά, με μια φίλη μου.
Έρχομαι συχνά εδώ, σ' αυτό το
Θεατρικό Εργαστήρι…
Ε! Καλό είναι, δημιουργούμε
και φιλίες… ενδιαφέροντα...
Κυρία
-Καλά κάνεις…
Τίποτα δεν πάει χαμένο σ’ αυτή τη σύντομη
ζωή…
Τ΄ όνειρό σου ν’ ανασταίνεις και
το κάθε σου «Γιατί;».
Εγώ, ήρθα, για να
παραστώ στην αυριανή εκδήλωση που θα
γίνει στην οδό Σίνα... Θα είναι για την
«Απελευθέρωση των Αθηνών, από τους
Γερμανούς». Ξέρεις τίποτα απ’ αυτά;
Φοιτήτρια
-Και βέβαια
ξέρω! Άσε που το θέμα γι' απόψε είναι γι' αυτό, μα ειδικά από τον παππού μου, έχω μάθει τόσα
που ίσως δεν τα γνωρίζουν οι άλλες
συμμαθήτριές μου.
Κυρία
-Α, ναι; …κι από
πού είναι ο παππούς σου;
Φοιτήτρια
-Είναι από
την Ίμβρο; Την ξέρετε; Είναι ένα ξερακιανό
νησάκι, μα τώρα μένει μόνιμα στη
Θεσσαλονίκη…
Κυρία
-Από την Ίμβρο!!!
Αχ! παιδί μου! Οι δικοί μου ήταν απ’ τη
Σμύρνη… Πιστεύω, ο παππούς σου θα πρέπει
να σου μίλαγε για « τ’ Άγια χώματα»,
έτσι;
Φοιτήτρια
-Για τις
«κλεμμένες πατρίδες» έλεγε, με δάκρυα
στα μάτια. Στο φευγιό, έχασε γυναίκα και
δύο απ’ τα τρία παιδιά του.
Κυρία
(αναπολεί)
-Ωχ! κορίτσι μου... Κάτι σαπιοκάραβα μας έφεραν κι εμάς
μια νύχτα απέναντι στη Θάσο… πώς σωθήκαμε από τις χατζάρες τους κι απ' τις φωτιές... ένα Θεός το ξέρει...
Αα! Τι σύμπτωση, κόρη μου!
Φοιτήτρια
-Ξέρετε; Ο παππούς
μου έλεγε ότι όσοι κατάφεραν να σωθούν
από σφαγή, φωτιά και πνιγμό, ήταν όλοι
τους ήρωες…
Κυρία
-Ήρωες; Απελπισία και τρόμος, κόρη μου! πού ηρωϊσμός... Όμως, εγώ,... εγώ,
αύριο θα τους μιλήσω για ένα πραγματικό
ήρωα… που πιστεύω να τον έχεις ακούσει. Τον
Κώστα
Κουκίδη…
Φοιτήτρια
-Ω! Ναι!!! Θα μιλήσουμε γι αυτόν απόψε. Τον
Κωνσταντίνο Κουκίδη!
Ξέρετε, ο παππούς μου
μιλούσε με τόσο θαυμασμό γι’ αυτόν...
Μα ήταν στ’ αλήθεια,
υπαρκτό, πραγματικό πρόσωπο; Κάποιοι
έλεγαν ότι ήταν δημιούργημα της φαντασίας
των τότε αριστερών, κάποιοι άλλοι έλεγαν των
ακροδεξιών…
Κυρία
-Τι δουλειά έχουν
τα κόμματα με τους ήρωες, κόρη μου! Η
λεβεντιά, φωλιάζει στην καρδιά του
καθενός.
Όταν έρθει η ώρα...
Φοιτήτρια(με
στόμφο)
-Όταν έρθει η ώρα της να ξεπηδήσει, κανείς
δεν την σταματάει!!!
Το έλεγε ο παππούς
και το πίστευε.
Όμως, δεν είναι ξεκάθαρο
πώς έγινε αυτή η ιστορία! εσείς, τι
ξέρετε; Μερικοί λένε ότι…
Κυρία (κουνώντας
το κεφάλι της)
-Ναι! Πολλοί λένε, και ξε-λένε… Γράφουν,
και ξε-γράφουν… Η αλήθεια, όμως, είναι
μία.
Οι Γερμανοί είχαν πατήσει
με την μπότα τους πάνω στην ζωή τού κάθε
Έλληνα.
Ο φόβος κι η δυστυχία κατέβαινε
από το βορρά στην υπόλοιπη Ελλάδα… Μαζί μ' αυτά, ο πανικός κι η πείνα είχαν απλωθεί
παντού. Η ζωή των ανθρώπων είχε γίνει
εφιαλτική…
Μα πού να καταλάβεις εσύ,
παιδί μου, όταν δεν έχεις περάσει ούτε
κατοχή ούτε πόλεμο…
Φοιτήτρια
-Μα, να που
τα ζούμε και τώρα!!! Με το Ιράκ, με τον
Λίβανο, έχει αρχίσει και το Ιράν…, κρυφο-αναδεύεται η Συρία... ακρίβεια, ανεργία, τ' ακούτε, τα ξέρετε, …
Κυρία (σκεπτική…
παίρνει βαθιά ανάσα)
-Δυστυχώς, του τότε δεν ήταν έτσι… ήταν πολύ χειρότερα...
Εγώ, το
1941, ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά χρονών.
Διαφορετικό δράμα, μεγάλο…
Πρώτοι άρχισαν να
κατεβαίνουν οι προδότες οι Ιταλοί,
αμέσως μετά, οι Γερμανοί!
Στην Αθήνα,
που ήταν η πιο πυκνό-κατοικημένη, ο
κόσμος έτρεμε! Βόμβες! Σκωτωμοί!... Όλοι να κλείνονται στα
σπίτια τους…! η πείνα;!!! αφόρητη!
(παίρνει
κουράγιο)
Ο Κώστας μου, ο νεαρός Κουκίδης εννοώ, μόλις
που είχε γυρίσει από το στρατό… το να να
ακούει ότι οι Γερμανοί είχαν φτάσει
στην Αττική και ότι γρήγορα μπαίνουν
στην Αθήνα;! Τι λες, κόρη μου! Δεν το
άντεχε ο νους του! Πήγε αμέσως και
παρουσιάστηκε στη φρουρά, ξέρεις, για
να φυλάνε τη σημαία μας, στην Ακρόπολη…
(σφίγγει
την σημαία ΤΗΣ...)
Φοιτήτρια:
-Μα πώς;! Πώς
εσείς; Τον γνωρίζατε από κοντά;
Κυρία
–Κοντά; Τί έννοια έχει αυτό...
«Κοντά» είναι μια λέξη που δεν έχει
σύνορα.
Η έννοια «κοντά» είναι: ...όταν
εκείνος περνούσε για το σχολείο και
κρυφο-κοιταζόμαστε από το παράθυρο…
«Κοντά» είναι... όταν κοιτούσαμε κι δυο,
ονειροπαρμένοι, το ίδιο φεγγάρι… (αναστενάζει...)
Φοιτήτρια (χαμογελάει...)
-Εντάξει,
καταλαβαίνω… έχω λίγη πείρα… Καταλαβαίνω. Μα... πώς
τόλμησε να ξεκρεμάσει την σημαία μας,
να την τυλίξει στο σώμα του και να πέσει
από τον Ιερό βράχο της Ακρόπολης, στο
κενό! πάνω στα βράχια!!!Τρομερό!
Κυρία
-Αχ, κόρη μου! Δεν τον άκουσες
εσύ, με τι πάθος έκανε τις
απαγγελίες των σχολικών ποιημάτων στις εθνικές
μας εορτές! Δεν τον είδες να περπατάει
ευθυτενής, στις παρελάσεις…
Δεν θαύμασες τη λεβεντιά
του!
Δεν ένοιωσες τη φλόγα του!
Φοιτήτρια
-Μα, πώς;! Πώς
τόλμησε να πάρει τέτοια απόφαση!!!
Κυρία
-Μόνο με τόλμη ακινητείς τον κεραυνό, κόρη μου!
Μόνο με τρέλα κατορθώνεις
να ηχήσουν του έθνους οι καμπάνες
και
να ξυπνήσει η ναρκωμένη παλικαριά της
συνείδησης.
Όταν φοβάσαι, το μυαλό
γίνεται πλαδαρό,
χάνεις τη σωστή
κατεύθυνση.
Η τρέλα της στιγμής, γίνεται
τόλμη, αστράφτει, και θαμπώνει τον ήλιο.
Φοιτήτρια (με
θαυμασμό)
-Αυτά
θα τους πείτε αύριο στην εκδήλωση;
Κυρία (Η
κυρία, βγάζει απ’ τον κόρφο της ένα
διλπωμένο χαρτί και διαβάζει)
-«…Μπορεί,
(γυρίζοντας προς τη κοπέλα,)
-έγραφε
τότε, σε μια έκθεσή του ο Κώστας Κουκίδης-,
μπορεί η Άγια
Γη των προγόνων μου να πατιέται από άλλα
πέλματα, να οργώνεται από άλλα χέρια,
μα εγώ,
κάποια μέρα θα υψώσω αυτό το
κορμί για να θυμίσω το ΠΩΣ είναι να
ατενίζεις περήφανα τον ήλιο.»
(δείχνει
στην φοιτήτρια το χαρτί)
Βλέπεις, αυτό το κείμενό του, παιδί μου;
ΑΥΤΟΣ, είναι ο δικός
μου θησαυρός!
Αυτός ανήκει ΜΟΝΟ σε μένα!
Να! Πάρε και
διάβασε, κόρη, για να δεις κι εσύ, με τα
μάτια σου… Να, εδώ… (της
δείχνει)
σ’ αυτή τη σειρά… Διάβασε!
Φοιτήτρια
(παίρνει
ανάσα και διαβάζει συγκινημένη)
-
«…σε τούτο το στήθος, κατοικεί μια
πατρίδα ολόκληρη, μ’ όλη τη δόξα και το
μεγαλείο της, μ’ όλες τις αδυναμίες και
τα ελαττώματά της…
( η
φωνή, σπάζει, «κόβεται»...)
Μα όταν ανοίξω τούτα τα χέρια,
(η Κυρία
τ’
ανοίγει διάπλατα)
θ’ αγγίξουν την αγαπημένη ακτή του
Πόντου,
θ’ αγγίξουν τον αιώνιο Ιωνικό
Πολιτισμό!
Αν όμως, τούτα τα χέρια τα
υψώσω εδώ, στην Αθήνα, στην κοιτίδα του
Παγκόσμιου Πολιτισμού, κι αγγίξω τον
Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, ο ουρανός θ’
ανοίξει στα δύο!!
Οι
φωτεινές αχτίδες του ηλίου θα περάσουν
μέσα από τις κολώνες του Παρθενώνα και
θα υφάνουν το χρυσάφι της Γνώσης.
(η
κυρία, συμμετέχει, φωνή δεν βγαίνει ...
απλά κινούνται τα χείλη ή και τα χέρια
της, αναλόγως...)
Έτσι,
οι πανέμορφες
Καρυάτιδες θα λάμψουν
με το χαμόγελο της
Ελπίδας και της Ειρήνης, και ένα ουράνιο
τόξο θα στεφανώσει τον Αττικό ουρανό!
Τούτα
τα χέρια, θα γίνουν πύρινη ρομφαία και
σύμβολο παγκόσμιας λευτεριάς.
Ναι! Έτσι
σπάζουν οι αλυσίδες που κρατούν λυγισμένο
το σώμα της Μάνας-Πατρίδας!
Για να
τιναχτεί πανέτοιμη, πανέμορφη, μέσα από
το μαύρο σύννεφο της υποδούλωσης, ν’
αγγίξει την Αθανασία,
να αγγίξει το
Θεό….
(μιλούν
και οι δύο)
… τον αιώνιο
Θεό της Ελλάδος…
Κυρία (με προσπάθεια)
-Αυτή
είναι όλη η ιστορία, κόρη μου!
Άφησε
αυτούς τους αντίγνωμους να λένε ότι
θέλουν και να αμπελο-φιλοσοφούν...
Πολλοί
είναι εκείνοι που θέλουν να κάνουν
θυσίες μα φοβούνται... Άλλες θυσίες, όπως αυτή, είναι «επιμελώς ξεχασμένες»… Έτσι τους συμφέρει...
Η
λήθη είναι έγκλημα!!!
Η τιμωρία τών όσων
ξεχνούν, σημαίνει αφανισμό της ελληνικής
ψυχής, της ψυχής και της Ιστορίας του
Έθνους μας, που αστραποβολούν
αιώνια.
(παίρνει
βαθειά ανάσα… Η φοιτήτρια την κοιτάζει
μαγνητισμένη...
Εκείνος, είναι ο
λεβέντης-φρουρός
των ιδανικών,
-μα και δικός μου Λεβέντης!-
που σήκωσε το ανάστημά του πάνω από τη
δύναμη και την υπεροψία της κατακτητικής
Γερμανίας... είναι εκείνος που άρπαξε τη Σημαία μας την
γαλανόλευκη, μακριά από την δική τους τη σημαία της ντροπής…
(βγάζει
την σημαία της, την ανοίγει, τη βάζει στον ώμο, αγκαλιά, και με
τρυφερότητα...)
Εκείνος,ΤΗΣ μίλησε με
λόγια που μόνο οι δυο τους τα ξέρουν... Την
φίλησε... Την τύλιξε στο νεανικό σώμα
του, και σαν αετόπουλο πήδηξε στο κενό,
πάνω στα ιερά, τ’ άγρια βράχια,
(βαριανασαίνει)
...ακολουθώντας την τροχιά
της Δόξας…
Φοιτήτρια:
-Καλέ κυρία! σας παρακαλώ! Πάρτε μια ανάσα. Ηρεμήστε! Να! Σας έχω
και καλά νέα!!!
Πρόσφατα, ο Δήμαρχός μας,
ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, τίμησε την
απελευθέρωση της Αθήνας από τους
Γερμανούς!
Ακούστε με!... άφησε στεφάνι
Τιμής στην πλάκα που αφιέρωσαν στον
Κώστα Κουκίδη! Αλήθεια σας λέω!
Εκεί, κατά την βόρεια
πλευρά, που έπεσε ο Ήρωας!!!
Να ζητήστε να σας
πάνε, αύριο, να την δείτε…
Κυρία
(με
τρεμάμενη φωνή)
-Μέχρι αύριο,
τότε, κόρη μου.
Ν’ αντέξω
μέχρι αύριο.
Να πω όλα
όσα εκείνος ο λεβέντης ήρωας, ο
Κώστας Κουκίδης πίστευε,
και μετά, ας φτερουγίσει κι η δική μου
καρδιά, εκεί, ψηλά, μαζί του… (κρατάει
την καρδιά της)
Φοιτήτρια
– Μα, καλέ, τί
πάθατε! Κιτρινίσατε! Τρέμετε! Να σας
φέρω κάτι; Να φωνάξω...
Κυρία:
-Όχι, κόρη μου! Η
καρδιά μου λύγισε...
Ε! πόσο ν΄αντέξει!!!
(Σφίγγει
την σημαία της στην καρδιά, μα της
γλυστράει... πάνω στα γόνατα. Γυρίζει
προς το δρόμο, τεντώνοντας το χέρι)
–αν μπορείς, φώναξέ μου
ένα ταξί... ι ι ι !
(και στρίβει το κεφάλι πάλι, στη κοπέλα:)
-Ήσουν καλή, κόρη μου, που
μ’ άκουσες.
Έλα αύριο, στην εκδήλωση,
αν μπορείς… θα... χαρώ να σε δω...
(ανασηκώνεται
και τρεκλίζοντας ... παραπατάει και ξεδιπλώνεται
η Ελληνική Σημαία. Ανακάθεται στην
καρέκλα…
Η
κοπέλα, την σηκώνει, προσέχει ο σταυρός
να είναι όρθιος... την ανοίγει, την βάζει
μπροστά τους, και…)
Φοιτήτρια:
-Καλέ, όχι
τίποτ’ άλλο... τόσα είπαμε... δεν μου είπατε τ’ όνομά
σας!
Κυρία (Γυρίζει,
ζαλισμένα)
-Τ’
όνομά μου!!! Τι πειράζει, κορίτσι μου!
Αρκεί, αρκεί που μίλησαν
οι καρδιές μας…
(και
-γέρνοντας- πέφτει στην άκρη)
ΤΕΛΟΣ
«Το
Όραμα, είναι στο νου,
Ότι
στα χέρια η Τέχνη»
Υιώτα Στρατή
«αστοριανή»
Σας ευχαριστώ και σας αγαπώ