Labels

Tuesday, March 29, 2016

Χάι κου της προίκας





1. Την προίκα φτιάχνεις
όχι συσσωρεύοντας
Αποκόπτονντας

2. Ό,τι χάρισες
πολλαπλασιάζεται 
και σε προικίζει

3. Άνθη της καρδιάς
που τα έκοψες απλά
για τον χειμώνα

4. Μόνος σου φτιάχνεις
τη γνήσια προίκα
-της καλοσύνης 

5. Όταν θα μείνεις
πάνω στο σταυρό γυμνός
θα 'σαι άρχοντας






Monday, March 28, 2016

Καλό ταξίδι, δάσκαλε... (Αποχαιρετώντας τον Ελευθέριο Γεωργαδη)




Ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Κύριος ήρθε και παρέλαβε την ψυχή του υμνωδού του, Ελευθέριου Γεωργιάδη. 
Γεννημένος το 1920 στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στην ψαλτική τέχνη, από τον πατέρα του, πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού Προφήτη Ηλιού στο Σκούταρι, Πάτροκλο Γεωργιάδη. Δεκαπέντε χρονών ήτανε πλέον δομέστικος δίπλα του. Αργότερα μαθήτευσε στους φίλους του πατέρα του, Ιάκωβο Ναυπλιώτη και Ευστάθιο Βιγγόπουλο. Καθοριστική σημασία όμως στην τέχνη του θα παίξει ο Κωνσταντίνος Πρίγγος.
Στην Πόλη θα ψάλλει στους Δώδεκα Αποστόλους στο Φερίκιοϊ, στον Άγιο Γεώργιο στο Μακρυχώρι, στον Άγιο Γεώργιο στο Γέλντέϊρμενι, στον Άγιο Κωνσταντίνο στο Σταυροδρόμι, στον Άγιο Νικόλαο στο Γαλατά και στην Αγία Τριάδα στο Πέραν.
Από το 1968 έως και το 1978 θα υπηρετήσει το αριστερό αναλόγιο του Πατριαρχείου, ως Άρχων Λαμπαδάριος, επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα.
Το 1978 θα αφήσει την Πόλη, για λόγους οικογενειακούς και θα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη όπου και θα διορισθεί αμέσως ως Πρωτοψάλτης στον Ιερό Ναού του Αγίου Θεράποντα.

¨Όταν έφθασα στην εφηβική ηλικία εθαύμαζα την τέχνη του ψάλλειν και μελοποιείν, σε βαθμό να σκέπτομαι ότι ο ιεροψάλτης θα έπρεπε να ζει περί τα πεντακόσια χρόνια διά να κατορθώσει την πλήρη εναρμόσι του διαλόγου του με το Θείον. Αξίζει δε κατά πολύ να αποθήσωμεν όλα τα προβλήματα της ζωής μας για μια πνευμαιτκή συνάντησί μας με τον Θεό, όπως μας λέγει ο Χερουβικός Ύμνος: Πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμνα, ως τον Βασιλέαν των όλων υποδεξόμενοί ¨, σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογο της σειράς των μουσικών του βιβλίων. 

Δεν έπαψε ποτέ να διδάσκει την τέχνη του και μάλιστα αφιλοκερδώς. Δεν έπαψε ποτέ να μελετά, να γράφει, να μελοποιεί, να ακούει. Ποτέ δεν πρόβαλε τον εαυτό του στο αναλόγιο. Η σεμνότητά του εξέπεμπε το προσωπικό του ήθος, αλλά και το ήθος μιας εποχής ολόκληρης, όπως και το ήθος του Πατριαρχείου.
Στάθηκα ιδιαίτερα τυχερή να τον γνωρίσω πριν από είκοσι οκτώ περίπου χρόνια. Ακόμα και τότε που ήμουν πολύ νεαρή, θυμάμαι πως όταν συναντούσε γυναίκα, κατέβαζε τα μάτια από συστολή και σεμνότητα. Ήταν ένας ξεχωριστά εύστροφος νους και είχε μια απίστευτη ενεργητικότητα σωματική, πράγμα εξάλλου που διοχέτευσε ως νέος και στο ποδόσφαιρο. Έπαιξε με την Φενέρμπαχτσε, με την Γαλατά Σεράι και είχε και τρεις συμμετοχές στην Εθνική Τουρκίας. Δεν τον θυμάμαι ποτέ κατηφή. Αντίθετα, ήταν πάντα ευδιάθετος, εύχαρις, και νομίζω πως το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν το χιούμορ. Ολα τα αντιμετώπιζε με χιούμορ και ιδίως τις δυσκολίες ή τις κακεντρέχειες. Εργαζόταν σχεδόν ακατάπαυστα. Η ζωή του όλη ήταν η ψαλτική τέχνη. Σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο εκτός απ' αυτήν. 

Θυμάμαι όταν πήγαμε πρώτη φορά να τον επισκεφτούμε στο σπίτι του. Μπαίνοντας στην οικοδομή της Μαρτίου, νέα παιδιά ακόμα εμείς, σταθήκαμε άφωνοι. Ολες οι σκάλες της οικοδομής, από την είσοδο έως επάνω όπως και στους διαδρόμους, ήταν στρωμένα με χαλιά. Η αείμνηστη σύζυγός του, Παρασκευή, ήταν διαχειρίστρια της οικοδομής. Αυτό εξηγούσε τα χαλιά που είχαν μεριμνήσει οι άρχοντες να έχει η οικοδομή τους. Είναι προφανές ότι και το σπίτι τους ήταν στρωμένο με χαλιά απ' άκρη σ' άκρη.
Ακόμα και όταν η δημιουργία της νέας μας οικογένειας αύξησε τις υποχρεώσεις και μας οδήγησε σε παράλληλους δρόμους, πηγαίναμε κάθε Μεγάλη Τρίτη ν' ακούσουμε το δάσκαλο.
Περισσότερο από όλους τους ύμνους, αγαπούσε αυτούς της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Συχνά μας έλεγε πως ο λόγος ήταν πως κυρίως αυτήν την περίοδο οι ύμνοι μιλούν για τον άνθρωπο.

Σήμερα στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα, πλήρης ημερών, στα 96 του, κηδεύτηκε ο αξιολάτρευτος δάσκαλος. Στον ναό που υπηρέτησε περισσότερο από τριάντα χρόνια. Πλήθος ιεροψαλτών τον τίμησε, άλλοι ερχόμενοι από την Αθήνα και άλλοι από την πόλη μας. Ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου παρευρέθη ο Επίσκοπος Αμορίου Νικηφόρος. 
Συλληπούμενοι την κόρη του και τον γιο του, θυμηθήκαμε μια από τις πάμπολλες στιγμές  που ζήσαμε μαζί του. 
Ήμασταν αρραβωνιασμένοι ακόμα. Θέλαμε να παντρευτούμε, αλλά δεν ήταν εύκολο να βρούμε σπίτι. Από τη στιγμή που το έμαθε ο δάσκαλος, μέσα σε δύο μέρες μας βρήκε σπίτι και μάλιστα, επειδή ήμασταν πολύ νέοι, πήρε την σύζυγό του και πήγαμε όλοι μαζί να το κλείσουμε. Εγγυήθηκε στη Σμυρνιά νοικοκυρά μας, πως είμαστε καλά παιδιά. Εκείνος τότε ήταν 69 χρονών και δύο χρονια  μικρότερη η γυναίκα του.
Όλα πήγαν καλά κι έτσι βάλαμε αμέσως μπροστά το γάμο μας. Στο τέλος όμως η Σμυρνιά ρώτησε: 
Κι εσείς τι είστε, στα παιδιά, κύριε Γεωργιάδη; υποθέτοντας πως θα είναι πατέρας, θείος, ή κάτι σχετικό.   
Είναι ο δάσκαλός μου, ήρθε η αναπάντεχη απάντηση, ενώ ο ίδιος έσκυψε ταπεινά το κεφάλι...

Αναπαυμένος να είσαι δάσκαλε... Να μην χορταίνεις να ψέλνεις εις τους αιώνες  των αιώνων τον Κύριό σου και Θεό μας και την Υπεραγία Θεοτόκο μας που σε τίμησε την ημέρα του Ευαγγελισμού της παίρνοντάς σε πλάι της...   















Sunday, March 27, 2016

Ο Αχτιδοϋφαντής στο Πολιτσιστικό κέντρο των Ταγαράδων - Κυριακή 27Μαρτίου 2016




Οι μικρές κοινότητες των ταπεινών χωρίων είαι η ελπίδα μας... Ελπίδα της ομοψυχίας, της πίστης, της ευαισθησίας, της αγάπης... Εισερχόμενη στο Πολιτιστικό κέντρο των Ταγαράδων -ενός μικρού χωριού έξω από τη Θεσσαλονίκη- ρίγησα από την υποδοχή νηπιαγωγών και δασκάλων, καθώς και απλών ταπεινών ανθρώπων που έφταιχναν στην κουζίνα ζεστές σοκολάτες για τα παιδιά... Μια αγκαλιά, μια φωλιά...
Ο Αχτιδοϋφαντής τους έκανε να κλάψουν.... Οι δασκάλες μου είπαν πως τα παιδιά μαλώνουν κάθε μέρα ποιο θα το πρωτοδανειστεί... Ηλικιωμένες γυναίκες πέφτανε στην αγκαλιά μου, μού έσφιγγαν το χέρι, μου έλεγαν ¨συνέχισε¨... Εγώ να συνεχίσω; Όσο θελει ο Θεός κι όσο δίνει... 
Στη μικρή συζήτηση που έγινε στο τέλος, ένα μικρό παιδί είπε πως θα προτιμούσε ο ήρωας του παραμυθιού, ο Χαρίτωνας, να έκανε απ' την αρχή χίλια κομμάτια την ηλιαχτίδα του και να τη μοιράσει. Ωραίο τέλος θα ήταν βέβαια και αυτό, αλλά έτσι δε θα αλλοιωνόταν ο πιλότος, εγώ όμως δεν του το είπα....
Ένα πεντάχρονο, είπε πως ωραία είναι αυτά, αλλά δεν είναι αλήθεια... Αυτή είναι κουβέντα ενηλίκου όμως, όχι παιδιού... Του είπα πως με πάτησε στον κάλλος και όλοι γέλασαν.... Τότε τους είπα στη θέση του Αχτιδούφαντή και των Ταχυδρόμων του Ήλιου να βάλουν με το μυαλό τους ποιοι μπορεί να είναι...
Ένα άλλο πεντάχρονο τότε, απάντησε:
Αχτιδοϋφαντής είναι ο Ιησούς και Ταχυδρόμοι του Ήλιου, οι άγιοι...

Δεν έχω λόγια.... Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ.... Τις υπεύθυνες, την Όλγα, τη Σούλα, το βιβλιοπωλείο Πυραμίς με τη Βαρβάρα και τα χρυσά παιδιά της... Τις εκδόσεις Λιβάνη... Το Θεό για τα μεγάλα και ανεκτίμητα δώρα του...
















Β’ Κυριακὴ Νηστειῶν


Μάρκ. β΄ 1-12

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι.
καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· 
καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. 
καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο.
ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 
ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν·
τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· 
τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας — λέγει τῷ παραλυτικῷ·
σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.



https://aerapatera.wordpress.com/2016/03/27/β-κυριακὴ-νηστειῶν/

Saturday, March 26, 2016

Ο Γιώργος Σεφέρης για τον Θεόφιλο


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του — αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης», Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981
ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ από τη Λέσβο, 
έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 24 Μαρτίου 1934

ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ (1870-1934)






Στις 25 Μαρτίου 1934 ο Θεόφιλος πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση σε ηλικία 64 ετών. Ανήκει στην παράταξη των σοφών και των τρελών, οι οποίοι έσπασαν τα κλουβιά του διδασκαλισμού, όπως αναφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης στα 1967. Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νους, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστὰ στον μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανελάς, που γυρίζει στα χωριὰ του Πηλίου και της Μυτιλήνης με τα πινέλα στο σελάχι του και οι γυναίκες τον φωνάζουν τρελὸ και «αχμάκη».

Ο ίδιος γράφει σ' ένα χειρόγραφό του: «Φθάσαμε στην Αθήνα κι εγώ περπάταγα μονάχος στον δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια, στον δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου, απάντησα ένα κάρο, που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ' αυτό, κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας «ζήτω» μ' όλη μου τη δύναμη... Επειδή δεν μας κατάταξαν στην Αθήνα, επήγα στον Βόλο κι εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες. Μετά το τέλος του πολέμου έμεινα κοντά στον Βόλο, σ' ένα χωριό, στην κοινότητα των Μηλεών, όπου κατοικούσαν κάποιοι συγγενείς μου. Εκεί δούλεψα σαν ζωγράφος. Έμεινα τέσσερα ή πέντε χρόνια. Εζούσα καλά. Έπειτα πήγα στον Βόλο κι από 'κει στη Σμύρνη, όπου πούλησα μερικά έργα, που παράσταιναν την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι Τούρκοι μπήκανε στα σπίτια που τις είχαν, ρώτησαν ποιος τα 

είχε ζωγραφίσει και είχανε την υπογραφή μου. Αναγκάστηκα να μπω σε καράβι και να φύγω, γιατί σκέφτηκα πως θα με πιάνανε και θα με κρεμούσανε. Με υποπτεύονταν πως είμαι κατάσκοπος κι επαναστάτης. Μια φορά μάλιστα πιάστηκα μαζί τους και τράβηξα το σπαθί. Αυτή τη φορά με πιάσανε και με βάλανε στη φυλακή εννιά μέρες. Το ελληνικό προξενείο μ' έβγαλε και ξαναγύρισα στον Βόλο.»








Δημοσίευση της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου https://www.facebook.com/ealloukidou


Friday, March 25, 2016

᾿Εθνικὴ ἑορτὴ ἐπὶ τῇ ἐπετείῳ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821).




† Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΠοίημαἸωάννου Μοναχού (Δαμασκηνού)


Ὁ Ἄγγελος

Βοῶ σοι γηθόμενος, κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσχες μοι, Θεοῦ καταγγέλλοντι, σύλληψιν ἄσπορον, εὗρες χάριν γάρ, ἐνώπιον Κυρίου, ἣν εὗρεν οὐδέποτε, ἄλλη τις Πάναγνε.

Ἡ Θεοτόκος

Γνωσθήτω μοι Ἄγγελε, τῶν σῶν ῥημάτων ἡ δύναμις, πῶς ἔσται ὃ εἴρηκας; λέγει σαφέστατα, πῶς συλλήψομαι, Παρθένος οὖσα Κόρη; πῶς δὲ καὶ γενήσομαι, Μήτηρ τοῦ Κτίστου μου;

Ὁ Ἄγγελος

Δολίως με φθέγγεσθαι, διαλογίζῃ ὡς ἔοικε, καὶ χαίρω θεώμενος, τὴν σὴν ἀσφάλειαν, θάρσει Δέσποινα, Θεοῦ γὰρ βουλομένου, ῥαδίως περαίνεται, καὶ τὰ παράδοξα.

Ἡ Θεοτόκος

Ἐξέλιπεν Ἄρχων ἐξ Ἰούδα, ὁ χρόνος ἐφέστηκε λοιπόν, καθ’ ὃν ἀναφανήσεται, ἡ τῶν ἐθνῶν ἐλπὶς ὁ Χριστός, σὺ δὲ πῶς τοῦτον τέξομαι, Παρθένος οὖσα, σαφήνισον.

Ὁ Ἄγγελος

Ζητεῖς παρ’ ἐμοῦ γνῶναι Παρθένε, τὸν τρόπον συλλήψεως τῆς σῆς, ἀλλ’ οὗτος ἀνερμήνευτος, τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον, δημιουργῷ δυνάμει σοι, ἐπισκιάσαν ἐργάσεται.

Ἡ Θεοτόκος

Ἡ ἐμὴ Προμήτωρ δεξαμένη, τὴν γνώμην τοῦ ὄφεως Τρυφῆς, τῆς θείας ἐξωστράκισται, διὸ περ κἀγὼ δέδοικα, τὸν ἀσπασμὸν τὸν ξένον σου, εὐλαβουμένη τὸν ὄλισθον.

Ὁ Ἄγγελος

Θεοῦ παραστάτης ἀπεστάλην, τὴν θείαν μηνύσων σοι βουλήν, τὶ με φοβῇ Πανάμωμε, τὸν μᾶλλόν σε φοβούμενον, τὶ εὐλαβῇ με Δέσποινα, τὸν σὲ σεπτῶς εὐλαβούμενον;

Ἡ Θεοτόκος

Ἱεράν τινα Παρθένον, τεξομένην ἀκήκοα, τοῦ Προφήτου πάλαι, τὸν Ἐμμανουὴλ προθεσπίσαντος, ἐπιποθῶ δε τοῦ γνῶναι, πῶς θεότητος, τὴν ἀνάκρασιν, φύσις βροτῶν ὑποστήσεται;

 Ὁ Ἄγγελος

Κατεμήνυσεν ἡ βάτος, ἀκατάφλεκτος μείνασα, δεξαμένη φλόγα, Κεχαριτωμένη ἀνύμφευτε, τοῦ κατὰ σὲ Μυστηρίου τὸ ἀπόῤῥητον, μετὰ τόκον γάρ, μενεῖς Ἁγνή, ἀειπάρθενος.

Ἡ Θεοτόκος

Λαμπρυνόμενος τῷ φέγγει, τοῦ Θεοῦ παντοκράτορος, ἀληθείας κῆρυξ, λέγε, Γαβριήλ, ἀληθέστατα, πῶς, ἀκηράτου μενούσης τῆς ἁγνείας μου; Λόγον τέξομαι, μετὰ σαρκὸς τὸν ἀσώματον.

Ὁ Ἄγγελος

Μετὰ δέους σοι ὡς δοῦλος, τῇ Κυρίᾳ παρίσταμαι, μετὰ φόβου Κόρη, νῦν κατανοεῖν εὐλαβοῦμαί σε, ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον καταβήσεται, ἐπὶ σὲ Λόγος,

Ἡ Θεοτόκος

Νοεῖν σου οὐ δύναμαι, τῶν λόγων τὴν ἀκρίβειαν, θαύματα γὰρ γέγονε πολλάκις, θείᾳ δυνάμει τερατουργούμενα, σύμβολα καὶ τύποι νομικοί, τέτοκε Παρθένος δέ, ἀπειράνδρως οὐδέποτε.

Ὁ Ἄγγελος

Ξενίζῃ Πανάμωμε, καὶ ξένον γὰρ τὸ θαῦμά σου, μόνη γὰρ τὸν πάντων Βασιλέα, δέξῃ ἐν μήτρᾳ σαρκωθησόμενον, καὶ σὲ προτυποῦσι Προφητῶν, ῥήσεις καὶ αἰνίγματα, καὶ τοῦ Νόμου τὰ σύμβολα.

Ἡ Θεοτόκος

Ὁ πᾶσιν ἀχώρητος, καὶ πᾶσιν ἀθεώρητος, πῶς οὗτος δυνήσεται Παρθένου, μήτραν οἰκῆσαι, ἣν αὐτὸς ἔπλασε; πῶς δὲ καὶ συλλήψομαι Θεόν, Λόγον τὸν συνάναρχον, τῷ Πατρὶ καὶ τῶ Πνεύματι;

Ὁ Ἄγγελος

Πρὸς τὸν σὸν Προπάτορα, Δαυΐδ ἐπαγγειλάμενος, θήσειν ἐκ καρποῦ τοῦ τῆς κοιλίας, ἐπὶ τὸν θρόνον τῆς Βασιλείας αὐτοῦ, τὴν τοῦ Ἰακὼβ σὲ καλλονήν, μόνην ἐξελέξατο,…

Ἡ Θεοτόκος

Ῥημάτων σου, τὴν φωνὴν Γαβριήλ, τὴν χαρμόσυνον, δεξαμένη, εὐφροσύνης ἐνθέου πεπλήρωμαι, χαρὰν γὰρ μηνύεις, καὶ χαρὰν καταγγέλλεις τὴν ἄληκτον.

 Ὁ Ἄγγελος

Σοὶ δέδοται, ἡ χαρὰ Θεομῆτορ ἡ ἔνθεος, σοὶ τὸ Χαῖρε, πᾶσα κτίσις κραυγάζει Θεόνυμφε, σὺ γὰρ μόνη Μήτηρ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προωρίσθης Ἁγνή.

Ἡ Θεοτόκος

Τῆς Εὔας νῦν, δι ἐμοῦ καταργείσθω κατάκριμα, ἀποδότω, δι’ ἐμοῦ τὸ ὀφείλημα σήμερον, δι’ ἐμοῦ τὸ χρέος, τὸ ἀρχαῖον δοθήτω πληρέστατον.

Ὁ Ἄγγελος

Ὑπέσχετο, ὁ Θεός, Ἀβραὰμ τῷ προπάτορι, εὐλογεῖσθαι, ἐν τῷ σπέρματι τούτου τὰ Ἔθνη Ἁγνή, διὰ σοῦ δὲ πέρας, ἡ ὑπόσχεσις δέχεται σήμερον.



ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ - ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΗΜΩΝ...

Thursday, March 24, 2016

Οι ιστορίες του σοφού παραμυθά Καλλίστρατου ευφραίνουν το νου και την ψυχή - Της Μαρίας Παπαδοπούλου στην Artpress

Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Όταν πριν ένα χρόνο ρώτησα  τη συγγραφέα των  τριών μέχρι τότε ιστοριών του Καλλιστράτου, Βασιλική  Νευροκοπλή,  αν ο σοφός αυτός γέροντας έχει να μας διηγηθεί κι άλλες ιστορίες μου απάντησε : «Δεν κάνω σχέδια μακροπρόθεσμα. Λέω, γεροί να είμαστε και να μας φωτίζει ο Θεός. Έχει πολλές παραβολές ακόμα, δεν έχω όμως κάτι στο μυαλό μου, θα έρθει μόνο του… Θα είναι πάλι μια παραβολή συμβολική και όχι πολύ ρεαλιστική, ώστε να σηκώνει το πλάσιμο ενός παραμυθιού, όπως οι προηγούμενες».
Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε κι εδώ και λίγο καιρό ο καλός παραμυθάς  βρίσκεται στο Νησί του θησαυρού.
Αλλά ποιος είναι ο Καλλίστρατος , που με τις ιστορίες του παίρνει θάρρος η καρδιά και γεμίζει ελπίδα;
Τον Καλλίστρατο μας τον  συστήνει η συγγραφέας  στο πρώτο βιβλίο της σειράς των ιστοριών του.
καλι
Από μικρός αγαπούσε τα παραμύθια και τα λόγια του Θεού. Όταν η γιαγιά του, μια μέρα, του είπε πως στη ζωή υπάρχουν μόνο δυο δρόμοι, του Καλού και του Κακού, και πρέπει να διαλέξει ποιον θ’ ακολουθήσει, εκείνος διάλεξε αμέσως το δρόμο του Καλού. Έτσι, η γιαγιά του τον ονόμασε Καλλίστρατο (καλή στράτα) και τον ανάθρεψε με τα λόγια του Θεού.
Ο Καλλίστρατος ήταν κάποτε ψαράς που αναζητώντας το Θεό τα παράτησε κάποια στιγμή όλα και μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε να γίνει βασιλιάς, που και το στέμμα του άφησε όταν γέρασε, για να γίνει παραμυθάς.
Ένας παραμυθάς που εμπνέεται από τις παραβολές και δημιουργεί ιστορίες  που ευφραίνουν το νου και την ψυχή.
Ο Καλλίστρατος , λοιπόν, αρχικά εμπνεύστηκε από την παραβολή του καλού σπορέα και  μας διηγήθηκε μια ιστορία για Το χωράφι της καρδιάς. Στη συνέχεια μας μίλησε για δώρα και μας εξιστόρησε τις  Περιπέτειες των χαρισμάτων.  Έπειτα βρέθηκε στην Πολιτεία των αηδονιών, μια πολιτεία ιδιαίτερη, με κρυμμένα μυστικά και εδώ και λίγο καιρό βρίσκεται σ΄ ένα νησί για να βοηθήσει τα παιδιά να βρουν τον Κρυμμένο Θησαυρό του ,έναν θησαυρό που κανένας «πειρατής»  δεν μπορεί ποτέ να κλέψει.
Οι ιστορίες του Καλλίστρατου δεν κατατάσσονται εύκολα γιατί δεν έχουν προηγούμενο εκδοτικό εγχείρημα πουθενά στον κόσμο. Συνδιάζουν την παραβολή -που ειπώνεται με απλό και παραμυθένιο τρόπο μέσα στο βιβλίο- με το παραμύθι. Το καθεαυτό παραμύθι έχει τη δομή και τη γλώσσα των παλιών κλασικών παραμυθιών.
«Πολλοί νομίζουν ότι τα αντιγράφω από κάποια λαϊκή παράδοση, αλλά δεν είναι έτσι. Εμπνέονται από την παράδοση που όλοι μας κουβαλούμε, αλλά είναι πρωτότυπα κείμενα. Σκεφτείτε ένα “βιβλίο μπάμπουσκα”. Μέσα στο παραμύθι μπαίνει η παραβολή κι όλο μαζί στην προσωπική ιστορία του πρωταγωνιστή Καλλίστρατου, στον τόπο και τον χρόνο της ζωής του. Τρία σε ένα…» επισημαίνει η συγγραφέας.
Οι ιστορίες του σοφού γέροντα είναι ιδανικές  για τα παιδιά που εισάγονται στο μάθημα των θρησκευτικών, δηλαδή της τρίτης τάξης του δημοτικού και πάνω. Κυρίως διότι είναι μια άλλη προσέγγιση των κειμένων της πίστης μας. Είναι ένα σύγχρονο βλέμμα πάνω τους μέσα από τη λογοτεχνία του παραμυθιού με πολύ ελκυστική εικονογράφηση.
Για κάθε παραβολή γράφεται ένα παραμύθι που την ερμηνεύει χωρίς να την εξηγεί. Την ερμηνεύει βιωματικά, παραδειγματικά, μέσα από μία φανταστική ιστορία που την αφηγείται πάντα ο Καλλίστρατος, κι έτσι τα παιδιά την κατανοούν σύμφωνα με τα δικά τους εφόδια και τις δικές τους εμπειρίες.
Είναι ένας σύγχρονος τρόπος ανάγνωσης, ένα παραμυθένιο ψηλάφισμα, αυτών των “μικρών θησαυρών” του Ευαγγελίου-του ποιητικότερου κειμένου όλων των εποχών-  που άντεξαν και θα αντέξουν αιώνες επειδή ταυτίζονται με την αλήθεια.




Wednesday, March 23, 2016

Ἡ Προσευχὴ τοῦ Ἁγὶου Ἐφραὶμ τοῦ Σὺρου - του Alexander Schmemann



Αναμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορει να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σε έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον Άγιο Εφραίμ το Σύρο. Να το κείμενο της προσευχής:

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δώς. Πνευμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισέ μοι τω σω δούλω. Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου· ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων.Αμήν.

Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μ. Τεσσαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μ. Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και όλα τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η βασική μας ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατὸ ν’ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματικὴ πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Το αποτέλεσμα της «αργίας», ειναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχης. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Ειναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονικὴ δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικὰ ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να το επιθυμήσει.
Πνεύμα φιλαρχίας ! Φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντάς την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους άλλους. Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους· έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος. Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρὶαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει· ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία ειναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής ειναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.
Η Σωφροσύνη ! Αν δεν περιορίσουμε- πράγμα που συχνά πολύ λαθεμένα γίνεται- την έννοια της λέξης «σωφροσύνη»μόνο στη σαρκική σημασία της θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν το θετικό αντίστοιχο της λέξης “αργία”. «Αργία», πρώτα απ’ όλα, είναι η αδράνεια, τὸ σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητάς μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτὴ η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη απὸ τη σαρκική διαφθορά, ειναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά αλλού δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτό αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των αξιών, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Πάνω απ’ όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας· μόνο μ’ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλωσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τή στιγμή. Η υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητά τους, την οποία εμείς με την τυφλότητά μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σ’ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτη την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπος όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο απο το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου…». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια είναι η πηγή του κακού και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο ο αιώνιος εχθρός – η υπερηφάνεια – θα αφανιστεί μέσα μας.
Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μ. Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημα τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ’ όπουδήποτε αλλού.
Στην συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό· ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα – το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας – το πνευματικό και το θείο. Αλλά το σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σάρξ εγένετο». Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι περιφρόνηση του σώματος ούτε παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γι’ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος – ψυχή και σώμα – μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και διά του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατ’ εξοχήν της Μ. Τεσσαρακοστής.

Alexander Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστή πορεία προς το Πάσχα, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σ. 39-44)






https://aerapatera.wordpress.com/2016/03/22/ἡ-προσευχὴ-τοῦ-ἁγὶου-ἐφραὶμ-τοῦ-σ/


Monday, March 21, 2016

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης - Το άχρονο θαύμα - Σ.Σ. Χαρκιανάκης




Δὲν ἒχει ἡλικὶα ἡ παιδικὸτητα᾽

εἶναι χὰρη δοσμὲνη μὸνο σὲ κεὶνους

ποῦ παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἡλικὶα τους

κι ἀπ᾽τὴ γενιὰ τους

κ᾽ ὑστερα δὲν κουρὰζονται νὰ ψὰχνουν

τ῾ ἂχρονο θαῦμα σὲ κὰθε πρὸσωπο,

ξὲροντας πῶς ὁ ἂνθρωπος εἶναι τὸ φῶς.




(Σ.Σ.Χαρκιανὰκης-ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΟΥΣ-Δὸμος)

Sunday, March 20, 2016

Καλή βδομάδα και καλή άνοιξη!




Α᾽Κυριακὴ Νηστειῶν (Ὀρθοδοξὶας)

(Ιωάν. 1,44-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς 
44. ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι.
45. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 
46. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 
47. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 
48. εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 
49. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 
50. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 
51. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 
52. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου




https://aerapatera.wordpress.com/2016/03/20/α᾽κυριακὴ-νηστειῶν-ὀρθοδοξὶας/


Friday, March 18, 2016

Ακάθιστος ύμνος - Α ΄στάση των Χαιρετισμών της Θεοτόκου



ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

γγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό, Χαῖρε (ἐκ γ´)· καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο, καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον, καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία, ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις; κράζων· Ἀλληλούϊα.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι, ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱόν, πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀποῤῥήτου μύστις· χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον· χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός· χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα· χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀῤῥήτως γεννήσασα· χαῖρε, τὸ πῶς, μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως· Ἀλληλούϊα.
χουσα θεοδόχον, ἡ Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε! καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις· χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παῤῥησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων, λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἔφη· Ἀλληλούϊα.

Ο Αχτιδοϋφαντής υποψήφιος για το βραβείο Public



Τα βραβεία Public δίνονται κατόπιν ψηφοφορίας των διαδικτυακών φίλων. 
Όποιος θέλει να ψηφίσει, καταχωρεί την ψήφο του στον ακόλουθο σύνδεσμο και μετά κάνει ένα κλικ στο κουτάκι της ολοκλήρωσης:




Tuesday, March 15, 2016

Σαρακοστή: η προσφορά του χρόνου της ζωής μας - Κάλλιστος Ware



Στην Παλαιά Διαθήκη, ο λαός του Ισραήλ είχε διδαχθεί να προσφέρει μια δεκάτη κάθε χρόνο στον Θεό, το ένα δέκατο δηλαδή από την παραγωγή της γης ... Οι Ισραηλίτες αισθάνονταν πώς αυτή η πράξη της προσφοράς δεν ήταν μια απώλεια, αλλά ένας εμπλουτισμός. Ο εορτασμός της σοδειάς ήταν καιρός χαράς και αγαλλιάσεως: Αυτή η ιδέα της δεκάτης εφαρμοζόταν από τους πρώτους Χριστιανούς κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η περίοδος της Σαρακοστής εθεωρείτο ως η δεκάτη του έτους, το ένα δέκατο που αφιερώνεται ειδικά στον Θεό. Τηρώντας τη Σαρακοστή, ομολογούμε πώς ολόκληρη η ζωή μας, μαζί με όλες τις στιγμές της, είναι δώρο του Θεού προς εμάς. Προσφέροντας έτσι ένα κομμάτι της επικαλούμαστε την ευλογία Του σε ολόκληρη τη ζωή μας. Η Σαρακοστή υποδηλώνει τον εξαγιασμό του χρόνου. Ο ασκητισμός της Σαρακοστής επιβεβαιώνει ότι ο χρόνος δεν βρίσκεται απλώς υπό τον έλεγχο μας, ούτε μπορούμε να τον εκμεταλλευόμαστε εγωιστικά και με τον τρόπο πού θεωρούμε καλύτερο, αλλά ότι ανήκει στον Θεό. Εμείς δεν είμαστε οι κυρίαρχοί του αλλά οι οικονόμοι του. Έτσι, η νηστεία της Σαρακοστής γίνεται ένας τρόπος να επιστραφεί στον Θεό ό,τι είναι δικό Του, και μπορούμε να εφαρμόσουμε πάνω της τα λόγια πού χρησιμοποιούνται στη Θεία Λειτουργία αμέσως πριν από την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, πάνω από τα δώρα του άρτου και του οίνου: «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».
Επιπλέον, όπως ακριβώς οι Ισραηλίτες βίωναν την προσφορά της δεκάτης ως περίοδο αγαλλιάσεως, ως εμπλουτισμό και όχι ως απώλεια, το ίδιο θα μπορούσε να συμβαίνει και για μας. Η Σαρακοστή είναι μια περίοδος χαράς, όπως μας διαβεβαιώνουν με σαφήνεια οι ύμνοι πού ψέλνονται την Καθαρά Δευτέρα, την πρώτη μέρα της νηστείας.

Σημείωση: Όσοι έχουν μαθηματικό μυαλό θα αναρωτιούνται ίσως για το πώς η Σαρακοστή αποτελεί το ένα δέκατο του έτους. Ο ένας τρόπος πού χρησιμοποιείται από τους Ορθοδόξους για να υπολογίσουν το μήκος της Σαρακοστής είναι να θεωρήσουν ότι αποτελείται από εφτά εβδομάδες, που η καθεμιά περιλαμβάνει πέντε μέρες νηστείας (επειδή το Σάββατο και η Κυριακή των πρώτων έξι εβδομάδων της Σαρακοστής δεν θεωρούνται ως ημέρες αυστηρής νηστείας). Προστίθεται κατόπιν σ' αυτό τον αριθμό το Μεγάλο Σάββατο, επειδή είναι το μόνο Σάββατο του έτους που είναι αυστηρά νηστίσιμο, και έτσι φτάνουμε στις τριάντα έξι ημέρες. 

Κάλλιστος Ware










Monday, March 14, 2016

Τα τσερκένια - Κοσμά Πολίτη

Μια δημοφιλής «παιδιά» της Σμύρνης: Τα Τσερκένια

Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα.
 [Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου] 
Τσερκένι ή τσερκένιο ήταν ο σμυρναϊκός χαρταετός. Το αμολάρισμα, δηλαδή το πέταγμα, του τσερκενιού αποτελούσε μία κυρίαρχη στη ζωή της Σμύρνης εκδήλωση, η οποία ξεπερνούσε το απλό παιχνίδιενώ συμμετείχαν και ενήλικες. Συνηθιζόταν κυρίως στη διάρκεια την Αποκρεών μέχρι και μετά το Πάσχα, αν και μπορούσε να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε εποχή του έτους. Κυριακές και εορτές, από το πρωί, περισσότερο όμως το απόγευμα, άρχιζε το παιχνίδι και τσερκένια ανυψώνονταν από τα δώματα (τις ταράτσες) των σπιτιών και στόλιζαν το σμυρναϊκό ουρανό. Το παιχνίδι είχε σαφώς αγωνιστικό χαρακτήρα, πολεμικό –θα λέγαμε- αφού ο στόχος ήταν να καταρρίψεις το τσερκένι του αντιπάλου. 
Το πέταγμα δηλαδή του τσερκενιού, το λεγόμενο «τσάκωμα», ήταν σωστή μάχη, με κανόνες προσυμφωνημένους και πειθαρχίες ιπποτικές, η παραβίαση των οποίων εξέθετε τους συμμετέχοντες ανεπανόρθωτα. Η συμφωνία γινόταν επί των δωμάτων και είχε δύο εκδοχές: «Να τα παίρνωμεεεε!», που σήμαινε ότι ο νικητής κρατούσε ως λάφυρο το τσερκένι του ηττημένου ή «Να τα δίνωμεεεε!», που σήμαινε την επιστροφή του αιχμαλωτισμένου τσερκενιού στον κάτοχό του. Η νίκη ήταν περιφανής και συνοδευόταν με ενθουσιώδεις ιαχές: «Άλλοοο! Άλλοοο! Και πιο μεγάλοοο!» Ο ηττημένος έμπαινε πάραυτα μέσα στο σπίτι, ντροπιασμένος, με μόνη παρηγοριά την ελπίδα της νίκης στην επόμενη αναμέτρηση, που θα ξέπλενε την ντροπή.
 Συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του ανδρικού πληθυσμού όλων των ηλικιών. Τα νήπια, με το που άρχιζαν να βαδίζουν αποκτούσαν και τη «σαΐτα» τους, απλούστερη μορφή και πρόδρομο του τσερκενιού, και άρχιζαν την εξάσκηση στην τέχνη του αμολαρίσματος, μαθαίνοντας να τυλίγουν τον σπάγκο σε κουβάρι, να τον ξεμπερδεύουν, να δένουν «οριές» (ουρές), να «παίρνουν κεφάλι», δηλαδή να σηκώσουν το τσερκένι στον αέρα. Αλλά και οι ηλικιωμένοι ανέβαιναν στα δώματα και συμμετείχαν στο «τσάκωμα».
Παράγοντες της επιτυχούς έκβασης της μάχης ήταν βεβαίως το μέγεθος του τσερκενιού, η κατάλληλη θέση, ο ευνοϊκός αέρας, αλλά κυρίως η στρατηγική των μαχητών. Αυτή συνίστατο στο ταχύτερο τράβηγμα του σπάγκου ώστε να στριμωχτεί κοντά στο δικό σου δώμα ή έστω πιο κοντά σου το αντίπαλο τσερκένι και να του σπάσεις τον σπάγκο, να το «φάγης». Μεγίστη στρατηγική και η παραπλανητική χαλάρωση της καλούμας, ως υποτιθέμενη υποχώρηση, και στη συνέχεια το μελετημένο στην κατάλληλη στιγμή απότομο τράβηγμα, κόβοντας τον σπάγκο του αντιπάλου και παίρνοντάς του το τσερκένι. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας και ο μονοκόμματος σπάγκος, χωρίς κόμπους -γι’ αυτό επιβαλλόταν και το σχολαστικό κάθε φορά ξεμπέρδεμά του. 
Κανόνας της μάχης ήταν να μην «τσακωθεί» τσερκένι δώματος με τσερκένι περαστικό από τον δρόμο. Τα πλανόδια τσερκένια είχαν πλεονέκτημα και αν προκαλούσαν σε μάχη συνήθως κέρδιζαν, απαιτώντας το αιχμάλωτο τσερκένι. Αλλά και όταν έχαναν, εκβίαζαν την επιστροφή τους, απειλώντας να πετροβολήσουν τα τζάμια του σπιτιού, οπότε τον έπαιρναν πίσω με παρέμβαση έντρομων μητέρων. «Ήταν πραγματικοί ληστοπειραταί αυτοί οι πλανώδιοι», γράφει ο Αρ. Σταυρίτσης. Υπήρχε όμως και άλλη «πειρατική» μέθοδος, αυτή της πετονιάς, κατά την οποία εκτοξευόταν πέτρα με σπάγκο σε χαμηλωμένο τσερκένι και το έριχνε. 
Το τσερκένι διέφερε από τους γνωστούς μας χαρταετούς και ως προς την κατασκευή, που απαιτούσε ιδιαίτερη τέχνη. Αποτελούνταν από σκελετό, στεφάνι, από κατάλληλα πελεκημένη λωρίδα καλαμιού στα μικρά, και ποικίλου μεγέθους ξύλινο τσέρκι βαρελιού στα μεγάλα. Το χαρτί ήταν λεπτό στα μικρά και στα μεγάλα ειδικό γι’ αυτόν τον σκοπό, εισαγωγής από την Ευρώπη, με υδατογράφημα παράσταση καπέλλων ή κορωνών. Κριτήρια επιλογής πριν την αγορά ήταν ο έλεγχος του στεφανιού, να λεπταίνει από τη μέση προς τα άκρα, του γιαρμά (κεντρική βέργα του τσερκενιού), να μην παρουσιάζει ρωγμή ή ρόζο και να είναι ακριβώς στη μέση, του χαρτιού, να είναι σωστά κολημένο, δηλαδή ομοιόμορφα τεντωμένο και με σωστά μονταρίσματα, και του σπάγκο, να είναι τσαγκαράδικος, αντοχής, να μην σπάει. 
Ως προς το μέγεθος, τα σχέδια και τα χρώματα τα τσερκένια παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία. Τα σχέδια και χρώματα μάλιστα που έφεραν έδιναν στα τσερκένια και διαφορετικά ονόματα (σημαίεςμπακλαβουδωτά, νταμωτά, ήλιοι, έναστροι ουρανοί κ.ά.) Το τσερκένι που παρίστανε σημαία θεωρείτο γένους αρσενικού και συνοδευόταν κατά το παιχνίδι με την ιαχή: «Δόστου του Εγγλέζου», όταν, για παράδειγμα, το τσερκένι έμοιαζε με την βρετανική σημαία. 
Προσοχή χρειαζόταν και η μεταφορά στο σπίτι. Έπρεπε να τον κρατά κανείς ανάποδα, από την ουρά για να μη διακινδυνεύσει να σκιστεί με κάποιο ρεύμα αέρα. 
Εμπειρία και προσοχή απαιτούσε και η προετοιμασία για το πέταγμα, ώστε να εξασφαλιστεί η ευστάθεια και η ευκινησία του τσερκενιού. Ρόλο σε αυτά τα στοιχεία έπαιζαν τα σωστά δεμένα ζύγια, η σωστού μήκους «οριά» (ουρά), ο σπάγκος ανάλογος με το μέγεθος του τσερκενιού, ώστε να μην κάνει «κοιλιά» κατά το πέταγμα (ψιλό σπαγκάκι για τα μικρά, κουβαρίσιο για τα μέτρια, τσουβαλίσιο [«μπαλαντούρος»] για τα μεγάλα).
Εάν συνέβαινες το τσερκένι να γέρνει από το ένα μέρος (από λάθος στην κατασκευή ή μπάλωμα), αυτό διορθωνόταν με την προσθήκη «σκουλαρικιού», δηλαδή κομματιών ουράς από το αντίθετο μέρος ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία. Σκουλαρίκια έφεραν τα τσερκένια και ως στολίδια και αυτά λέγονταν «φαβορίτες» ή επί το λαϊκότερον «φαγουρίτες». Τα τσερκένια που τις έφεραν διακρίνονταν για την βασιλική τους μεγαλοπρέπεια, παρομοιάζονταν συνειρμικά με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ της Αυστρίας και έμεναν ακίνητα, στάση που ονομαζόταν «κορώνισμα». Υπήρχαν και άλλα στολίδια, τα «κρόταλα». Επρόκειτο για χοντρά χαρτιά, κολημένα σε σπάγκο, κατά πλάτος του τσερκενιού στις άκρες του στεφανιού, που κροτάλιζαν με τον άνεμο. 
Οι επιδιορθώσεις των τραυματισμένων τσερκενιών, τα «μπαλώματα», γίνονταν με ψιλό χαρτί και γλουτίνη («τσιρίσι»), αλευρόκολλα ή και προζύμι. Τα πολυπαθή και πολυμπαλωμένα τσερκένια λέγονταν «χαντάζες», ενώ «τελευταίος βαθμός καταπτώσεως» ήταν οι «γαζετιέρες», δηλαδή τσερκένια κολημένα με εφημερίδες [gazette=εφημερίδα). 
Ας σημειωθεί ότι το τσερκένι εμπεριείχε σοβαρούς κινδύνους για τους συμμετέχοντες. Οι τραυματισμοί ήταν συχνοί καθώς πολλοί έπεφταν από τα δώματα ή τις στέγες των σπιτιών, στην προσπάθεια να αμολάρει ευχερέστερα, ή να σώσει το τσερκένι του ή να πιάσει κάποιο άλλο που είχε βρεθεί εκεί και πλέον θα του ανήκε.