Labels

Monday, November 15, 2010

Θεσαλονίκη Ελσίνκι και τούμπαλιν


Τρεις μέρες μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών και εν μέσω αυτού του ομιχλώδους τοπίου μιας χώρας που απαξιώνει τους πολίτες της θεωρώντας τους υπεύθυνους της οικονομικής της κρίσης, που κακοποιεί τους πολίτες της αφαιρώντας από τους οικονομικά ασθενέστερους το μισό από το ολόκληρο ξεροκόμματο που έτρωγαν, που υποκρίνεται ακόμα την πίστη στο έθνος και την
ελπίδα στην ανάκαμψη έχοντας ξεπουλήσει στο διεθνές παζάρι του ΔΝΤ το ίδιο το μέλλον μας σε εξευτελιστικές τιμές, προέκυψε το ταξίδι μου στο Ελσίνκι.

Τρόμαξα βλέποντας στον χάρτη πόσο ψηλά βρίσκεται η Φιλανδία. Ακριβώς κάτω από τον Β.Πόλο συνορεύοντας με την Ρωσία. Τι άνθρωποι κατοικούν εκεί, αναρωτήθηκα, και εκτός από τους μηδέν βθμούς Κελσίου που διαβάζω στο ίντερνετ, πώς μπορεί να είναι εκεί η ζωή; Ξημερώνει, βραδιάζει ή τώρα το χειμώνα δεν υπάρχει διαφοροποίηση;

Μετά την ενδιάμεση στάση στην ωραία Βιέννη όπου είχαμε τον χρόνο να κάνουμε μια βόλτα στο πεζοδρομημένο της κέντρο με τα εμπορικά, μια πίτσα στο χέρι από υπαίθριο περίπτερο, μια ζεστή σοκολάτα κι ένα προφιτερόλ σε café καπνιζόντων -προς μεγάλη μας έκπληξη-, πήραμε το επόμενο αεροπλάνο της Austrian και φτάσαμε νύχτα στην πρωτεύουσα της Φιλανδίας.

Ξύπνησα πολλές φορές το βράδυ με την αγωνία να προλάβω το χάραμα, αλλά ήταν μόνο τα φώτα των δρόμων που γλυσρούσαν  υποκίτρινα πίσω απ’ τη σχισμή της κουρτίνας. Όταν μπήκε το αμυδρό πρωινό φως τα φώτα έσβησαν. Πετάχτηκα όρθια κι έτρεξα στο παράθυρο σαν παιδί που του φέρνουν ένα δώρο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαβιά σύννεφα και το φως μόνον ως υποψία διαπερνούσε τις διασταυρώσεις τους. Παλτό, γάντια, κασκόλ, μπότες, μία μπλούζα μοχέρ μ’ έναν τεράστιο σβάγκο γιακά που διπλοτυλίγεται στο λαιμό και ποτέ δε φοράω στην Ελλάδα που οι παγωνιές δεν την καταδέχονται πια. Ήμουν ήδη αρκετά άρρωστη από το ταξίδι στην Πόλη και μαζί με όλα τα αξεσουάρ είχα και τα φάρμακά μου. Έπρεπε να προσέχω, αλλά είχα αποφασίσει να μην το βάλω κάτω. Δεν πας κάθε μέρα στη γειτονιά του Βόρειου Πόλου.

Λεπτό χιονόνερο σα χάδι αμφίβολο. Η πρώτη γεύση γύρω από το ξενοδοχείο τα εμπορικά που καταλάμβαναν ολόκληρα τετράγωνα. Δρόμοι φαρδείς, λίγοι διαβάτες, κρύο ευχάριστο, σχεδόν αναζωογονητικό. Τα ψηλά τετραόροφα ή πενταόροφα κτίρια άλλοτε από κόκκινο τούβλο κι άλλοτε από σοβά ή μέταλλα, δεντοστοιχίες από δέντρα γυμνά, σκούρο καφέ χώμα άψογα στρωμένο σα χαλί στο πάτωμα της γης, ούτε ένα αποτσίγαρο κάτω, φύλλα ξερά που έπεφταν χορεύοντας τον τελευταίο τους χορό με κινήσεις μεγαλόπρεπες όπως θα έπεφτε μια αυτοκρατορία που χόρτασε τη βασιλεία της.

Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει μετά τις τέσσερις. Μπήκα σ’ ένα εμπορικό να επιβεβαιώσω τον δρόμο του ξενοδοχεόυ και φεύγοντας η ευγενέστατη κυρία μού ευχήθηκε "καλή σας μέρα" πάνω που εγώ ήμουν έοιμη να την καληνυχτίσω. Τότε συνειδητοποίησα πως η μέρα σ’ αυτόν τον τόπο στο μεγαλύτερο κομμάτι της είναι σκοτεινή, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο μέρα.

Μετά το πρώτο μούδιασμα που έχει κάθε πρώτη ψηλάφιση του σώματος ενός νέου τόπου και ήδη από τη δεύτερη μέρα μια βαθειά γαλήνη απλώθηκε στην ψυχή μου. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να περιφέρομαι στους δρόμους, εκτός από τα βράδια που παρακολουθούσα τις συναυλίλες στην Ακαδημία  Σιμπέλιους στην οποία πραγματοποιούνταν το Συμπόσιο του προγράμματος More για την μουσική διαπολιτισμική εκπαίδευση και στο οποίο συμμετείχε ως οργανισμός το Εν Χορδαίς.

Από πού προέρχονταν αυτή η γαλήνη; Ήταν οι γενναιόδωροι δρόμοι, οι ήσυχοι άνθρωποι, η παντελής έλλειψη μποτιλιαρίσματος και κορναρισμάτων, η τάξη και η καθαριότητα, η σάουνα, ή η νύχτα που έρχεται πρόωρα απαλύνοντας τις αντιθέσεις; Μάλλον ήταν όλα μαζί.

Την τρίτη μέρα περπατώντας μέσα στο χιονόνερο και  βγαίνοντας από τον Ορθόδοξο ναό Ουσπένσκι που κατακόκκινος σε ρωσικό στυλ υψώνεται πάνω σ’ ένα λόφο, συνέλαβα τον εαυτό μου να σκέφτεται με πόνο την πατρίδα του. Την πατρίδα με την οποία τον τελευταίο καιρό ομολογώ πως ήταν ιδιαίτερα θυμωμένος και πικραμένος.

Μόλις είχα μάθει από τους μουσικούς εντόπιους φίλους, πως οι Φιλανδοί απέκτησαν γραπτή γλώσσα μόνον εδώ και πεντακόσια χρόνια και πως αποτίναξαν τον ρωσικό ζυγό εδώ και σχεδόν εκατό. Πως ενώ η πρωτεύουσα στην οποία περιφερόμουν προσπαθεί να κάνει αποκέντρωση οι γύρω μικρότερες πόλεις αντιδρούν γιατί θέλουν, λέει, να κρατήσουν την ησυχία τους. Μιλώ για μια πρωτεύουσα μικρότερης έκτασης από  τη Θεσσαλονίκη με περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους. Ψηλούς, ξανθούς, πάλευκους. Πρόσωπα στην πλειονότητά τους αγνά, χαμογελαστά, προσηνή.

Ξαφνικά, λοιπόν, το έπαθα και ξαφνιάστηκα. Συμπόνεσα την πατρίδα μου. Και τη συμπόνεσα βαθιά. Την είδα μπροστά μου ολοζώντανη σαν ένα γερασμένο άνθρωπο, βαθιά γερασμένο και ανήμπορο, καθισμένο σ' ένα παγκάκι του παγκόσμιου πάρκου. Καμπουριασμένον από το βάρος των χιλιετιών σην πλάτη του. Άλαλο από τις τόσες λέξεις που μίλησε και έγραψε στο διάβα της ζωής του. Μ’ ένα βαρύ αλτσχάιμερ τόσο δικαιολογημένο στην ηλικία του, αφού δεν αντέχει άλλο να θυμάται, ανθρωπίνως τόση μνήμη δε χωρά στον περιορισμένο του εγκέφαλο. Έναν γέρο σχεδόν ξεμωραμένο και ωστόσο δικαιολογημένο μιας και στο βάθος του τούνελ της σοφίας η μωρία παραμονεύει πάντα για τους υπερήλικες.

Είμαστε ένας βαθιά  κουρασμένος λαός. Βαθιά γερασμένος. Αυτό συνειδητοποίησα αίφνης. Κοντεύουμε να μουμιοποιηθούμε και όλα μοιάζουν σαν να ετοιμάζουμε ή να μας ετοιμάζουν, το μουσείο στο οποίο θα μας τοποθετήσουν προς κοινή θέα με ακριβό εισητήριο. Υπήρξαμε η περηφάνια της ανθρωπότητας όλης, αλλά μόνο με την περηφάνια δυστυχώς δε ζει κανένας ζωντανός. Δε δημιουργεί, δεν αναγεννάται, δεν αυτοπροσδιορίζεται, δεν προχωρά.

Δεν θέλω να κλείσω αυτό το κείμενο μόνο μ’ αυτές τις μάλλον λυπηρές διαπιστώσεις. Το γονίδιό μας έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές πως πάνω που πεθαίνει αναγεννάται απ’ τις στάχτες του. Διαισθάνομαι πως για άλλη μια φορά η ελπιδα θα έρθει από τον ελληνισμό που ζει εκτός συνόρων. Πως το μεγάλο κομμάτι που αυτή τη στιγμή αποχωρίζεται το σώμα των γεωγραφικών ορίων της πατρίδας μας θα αποτελέσει την αναζωογονητική ένεση που θα κάνει τον γέρο να ξανανιώσει. Ας μην κάνω προβλέψεις όμως. Εξάλλου πιστεύω ακράδαντα στο θαύμα, όπως πιστεύω και στο φως που ανατέλλει από τον τάφο. Ας γίνουμε όμως λίγο πιο επιεικείς με τον γέρο άνθρωπο μέχρι τότε... δεν είναι σφάλμα δικό του που τόσο γέρασε...

Monday, November 8, 2010

Όταν τα πέπλα σηκώνονται



Κάποτε έρχεται μια ηλικία. Η ηλικία κατά την οποία τα πέπλα αφαιρούνται. Όλα τα πέπλα με τα οποία η νιότη ντύνει τον κόσμο, τον άνθρωπο, τη ζωή. Πέπλα του πάθους, του ενθουσιασμού, του ονείρου. Πέπλα της αθωότητας, της αγνότητας, της άγνοιας. Πέπλα της ορμής, της γοητείας, της θέλησης. Αναρίθμητα αέρινα μετάξια πλασμένα από την ίδια τη φύση της. Γιατί η νιότη είναι το μετάξι της πλάσης και η ενηλικίωσή της δεν ορίζεται από κάποιo  δοσμένo νόμο παρά μόνο από την ώρα εκείνη όπου τα πέπλα σηκώνονται. Αδιόρατα στην αρχή, ένα ένα με τρόπο, ή κάποτε ακαριαία όλα μαζί σ’ ένα φύσημα άγριου ανέμου.

Η ώρα αυτή είναι σκληρή σαν πέτρα. Άγρια σαν πριονωτό μαχαίρι. Αδυσώπητη σαν μοίρα. Είναι η ώρα της γύμνωσης. Η ώρα που τα παρελθόντα λάθη ορθώνονται μπροστά σου, οι αδυναμίες σου όλες  αποκαλύπτουν το φρικτό τους πρόσωπο, η φθορά ξεπροβάλλει σε όλη της την τραγικότητα. Είναι η ώρα που έκπληκτος αναρωτιέσαι αν μέχρι πριν από λίγο και για όλη την προηγούμενη ζωή σου, ήσουν τυφλός και τώρα αίφνης βρήκες το φως σου. Αυτό που αντικρύζεις δεν είναι κίβδηλο, το ξέρεις και γι’ αυτό τρομάζεις κυρίως με την ίδια σου την όραση. Εύχεσαι να ξανατυφλωθείς σαν και πρώτα, με τα γόνατα λυμένα απ’ τον τρόμο που σου προκαλεί το θέαμα του κόσμου μα και του εαυτού σου.

Κι όμως ποτέ δεν ήσουν τυφλός. Ήσουν μόνον νέος. Τυλιγμένος ολόκληρος απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια με πέπλα που ήρθε η στιγμή να αφιρεθούν. Πέπλα για τα οποία εσύ δεν κοπίασες ποτέ, δεν τα ύφανες μόνος σου. Ήταν το γάλα της ζωής που έθρεψε τη νιότη σου.

Ένα δώρο που απομακρύνεται μόνο του δεν το διεκδικήσεις πίσω βάζοντας τις φωνές ή χτυπώντας πεισματικά το πόδι στο χώμα. Δεν θα έρθει ούτε αν κλάψεις, ούτε αν η θλίψη για τον αποχωρισμό του σε καθηλώσει σ’ έναν καναπέ. Μη νιώσεις ανάξιος που δεν το κράτησες. Ανάξιος ήσουν από την αρχή που σου δόθηκε, μα αυτό δεν το εμπόδισε να σ’ επισκεφτεί και να μείνει τόσα χρόνια σ’ εσένα. Μη γεμίσεις ενοχές ανώφελες. Εκ γενετής ένοχος ήσουν όπως όλοι όσοι τυλίχθηκαν γενναιόδωρα τα πέπλα της νιότης. Δεν είσαι ο μόνος, ούτε μόνος είσαι.

Γιατί μόλις έμεινες γυμνός άρχισες τρομοκρατημένος να χτίζεις τείχη γύρω σου; Τώρα που η υγρασία των τειχών διαπερνά το μεδούλι σου, που η θέα ακόμη κι αυτή του φθαρμένου κόσμου που αργοπεθαίνει χάθηκε απ’ τον ορίζοντα, τώρα που το χαμόγελο σου έσβησε αποκλείοντας το φίλημα της παπαρούνας ή της πρώτης αχτίδας του ήλιου κι έγινες πέτρα από τις πέτρες που στοίβαξες και ύψωσες βιαστικά γύρω σου, νιώθεις στ’ αλήθεια ασφαλής; Προτατευμένος; Είσαι χαρούμενος;

Ενηλικιώθηκες. Να το χαρείς. Ψηλάφησε το ωραίο σου σώμα. Τόσο ωραίο μόνο και μόνο γιατί  είναι δικό σου. Μοναδικό κι ανεπαναληπτο σε όλο το σύμπαν που σε περιζώνει με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια από τα τείχη που έχτισες. Όσο σκληρή κι αν είναι τούτη η ώρα στάσου για λίγο άοπλος στα χέρια της. Πάψε το χτίσιμο πριν αποκλείσεις την τελευταία σχισμάδα ουτανού γιατί αν ύστερα το μετανιώσεις θα ’ναι αργά. Μα γιατί χτίζεις; Δεν ήσουν εσύ  πλασμένος γι’ αυτό. Σου το θυμίζω τώρα που ο φόβος διαστρέφει ακόμα και τη φύση σου.

Τώρα που όλα τα πέπλα απομακρύνιθηκαν  είναι η σειρά σου να καθίσεις στον αργαλειό. Υφαντουργός ήσουν, θυμάσαι, τόσο που τα μετάξια λάτρεψες. Κι άλλο τόσο που σου ταίριαζαν. Ονειρέψου καινούρια σχέδια, γύρνα τον κόσμο να βρεις κλωστές, καινούρια χρώματα, συνδίασε ό,τι γνώρισες, ό,τι πίστεψες, ό,τι υπήρξες βυζαίνοντας το γάλα της ζωής  μέχρι χθες, με ό,τι άγνωστο ακόμη παραμονεύει στο στημόνι σου, στο σκαμνί που θα κάτσεις, στην εποχή που περνά. Δε χρειάζεσαι σκαρπέλο να γκρεμίσεις τα τείχη σου. Ξεκίνα να υφαίνεις τα όνειρά σου και θα δεις τις πέτρες να κατρακυλούν αποδιωγμένες από την μεγάλη τέχνη της τρυφερότητάς σου.

Τώρα είναι η δική σου σειρά. Με τα δικά σου μεταξωτά θα ντυθούν γυμνά παιδιά ντύνοντας κι εσένα. Με τα δικά σου πέπλα θα μαλακώσει ο καιρός κι ο χειμώνας ήπιος θα περάσει απ’ όσους φτωχοί πορεύονται μέσα στον άσπλαχνο κόσμο. Αφού σ’ όλη τη νιότη σου δέχθηκες τόση γενναιόδωρη ομορφιά θα ’ρχόταν κι ο καιρός για να την επιστρέψεις πολλαπλασιασμένη και ωραιότερη πίσω. Θα ’σουν αχάριστος αλλιώς. Θα ’σουν μισός. Στ’ αλήθεια μόνος. Και δεν το θέλεις. 

Κι έτσι δουλεύοντας με υπομονή τα μερόνυχτα της ζωής που σου απομένει  στον αργαλειό λίγο λίγο θα γίνεσαι κι ο ίδιος  μεταξωτός σαν πρώτα. Αλλιώτικα νέος. Ίσως νεότερος από ποτέ. Μέχρι να γίνεις όπως γεννήθηκες και βρέφος αέρινο, ελαφρύ και μεταξένιο ν’ αναχωρήσεις αφημένος στα χέρια μιας Αύρας λεπτής για τη χώρα της Μεταξωτής Ευτυχίας στης  οποίας την ύφανση την εξαίσια κι εσύ συντέλεσες μια στάλα…

Η αρχή της ζωής, η μυστική της πορεία και το φινάλε της