Αν οι πόλεις είναι για να τις περπατάς, υπάρχουν ωστόσο τμήματα πόλεων που περπατούν σαν να αποτελούν τα πόδια που κουβαλούν, στηρίζουν και οδηγούν τον κορμό κάθε ακίνητης πόλης. Περνούν από μπροστά σου χιλιόμετρα ταινίας ευφάνταστου σκηνοθέτη.
Τότε, εσύ ο πλανήτης και πλάνητας ταξιδευτής
υποχρεούσαι να σταθμεύσεις ώστε να δεις την πλανόδια πόλη να διαβαίνει. Οι αιώνες της προηγούνται της χάρης σου.
Θα μείνω εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό το σκοτεινό, βρώμικο στενοσόκακο να δω τις αναρίθμητες παραλλαγές του φευγαλέου προσώπου της πλανόδιας Πόλης. Το σώμα της να περιδιαβαίνει
ντυμένο τα κουρέλια της αυταρχικής ανέχειας.
Εικοσιπέντε χρόνια τώρα, γεύομαι με όλες τις αχόρταγες αισθήσεις μου την Κωνσταντινούπολη. Ψηλαφώ τα κάλλη της με τον διακαή πόθο του ερωτοχτυπημένου που του άρπαξαν την ερωμένη προτού τη χαρεί στη νυφική παστάδα. Ήρθε η ώρα να σηκώσω τα ακριβά φουστάνια της. Να γνωρίσω τα σκέλια της, και να εκπλαγώ από το πόσο αλλιώτικα είναι από το υπόλοιπο θαλερό της σώμα που χαιρόμουν τόσα χρονιά ωσάν να επρόκειτο για σώμα ενός ουρί του παραδείσου.
Χαρτογραφώ τη Βυζαντινή Πόλη: Eminönü, Gülhane, Sultanahmet, Kapalı Çarşı, Aksaray.
Καμιά αστραφτερή οδός σαν την οδό του Πέραν,
την Istiklal Caddesi με τα φωταγωγημένα διεθνή εμπορικά και τις λαχταριστές τουρκάλες με τα πορτοφόλια ασφυκτικά γεμάτα πιστωτικές του πλούτου και της απληστίας του. Το μάτι δε φτάνει το Βόσπορο να λησμονήσει τις βιοτικές του μέριμνες σεργιανόντας βαρκούλα στα ταξιδιάρικα νερά του. Το στομάχι δε χαίρεται γαστρονομικές γεύσεις, το κορμί χλιδάτα ξενοδοχεία. Ασκεπείς γυναίκες και επώνυμα ρούχα δύσκολα θα απαντήσεις μέσα σ’ αυτά τα στενά που σηκώνουν άχρι θανάτου αγόγγυστα τον καλπασμό των αιώνων.
Η πλανόδια Πόλη περνά και ξαναπερνά μπροστά από τα μάτια μου διασχίζοντας αθέλητα το τούνελ της ψυχής μου. Μετακινείται ακατάπαυστα φορτωμένη στις πλάτες το φτηνό της εμπόρευμα, τον μεγάλο αγώνα της για το ελάχιστο: ενοίκιο, γκάζι, νερό και ψωμί.
Απ’ τα λιπόσαρκα χέρια της περνούν αστραπιαία δέματα βαριά, τάβλες φορτωμένες μέχρι εκεί απάνω μικροπράγματα, δίτροχα, τρίτροχα καρότσια με στοιβαγμένα τόπια κουρτίνες, κουβάδες και σκούπες, ρόδες αυτοκινήτων, κάρβουνα, ξηρούς καρπούς, μύδια αχνιστά, πορτοκάλια και μήλα, κάστανα…
Η πλανόδια Πόλη διανύει πολλά χιλιόμετρα για να πουλήσει ένα μπουφάν, ένα κομπολόι, δυο κυκλάμινα, ένα ζευγάρι κάλτσες. Σε κοιτά ίσια στα μάτια, σου κάνει παζάρια ανελέητα, ακάθεκτη συνεχίζει το δρόμο της. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της την απογοήτευση, την παραίτηση, τη μελαγχολία, αισθήματα αβάσταχτα αμαρτωλά για την αγνή καρδιά της, ανεπίτρεπτα πολυτελή μετάξια για το κακοφτιαγμένο σαρκίο της. Διακατέχεται από πείσμα, θάρρος, μια γενναιότητα που αγγίζει τον ηρωισμό.
Δεν χαριεντίζεται στο δρόμο, δεν φλερτάρει στα φιλήδονα βλέμματα, δε φλυαρεί στα συναπαντήματα, δε σπαταλά τον χρόνο της σε αδιέξοδες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί το αδιέξοδο. Το γνωρίζει, το βιώνει, το παλεύει. Συχνά το νικά.
Αν κουραστεί, στρώνει κατάχαμα την πραμάτεια της στο τρύπιο υφαντό του χρόνου. Τη διαλαλεί με φωνή που αναβλύζει κρυστάλλινο αγίασμα απ’ τα σπλάχνα της ανάγκης.
Ολιγοπίστησα σε Θεό και άνθρωπο.
Περηφανεύθηκα και κατακρημνίστηκα.
«Εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα».
Καταιγίδα άγρια ξεσπά. Μέσα απ’ τα τρύπια παπούτσια γλιστρά ύπουλα σαν αμφιβολία το νερό στα ξυλιασμένα πόδια της πλανόδιας Πόλης. Η πραμάτεια της βρέχεται. Μούσκεψε του χρόνου το υφαντό. Η πενιχρή περιουσία της απειλείται να καταστραφεί.
Η Βυζαντινή κόρη πετάγεται μ’ ένα πήδο ορθή. Με κινήσεις επιδέξιες, από αιώνες τώρα αθλοφόρος σαλτιμπάγκος της ζωής και κλόουν του θανάτου, φορτώνεται ακόμα μια φορά στην καμπούρα της του καιρού τα γυρίσματα, της μοίρας τα γραμμένα. Προχωρά με βήμα ταχύ. Αγκαλιασμένη τη νύχτα μπαίνει στο εφήμερο σπίτι της. Απλώνει το εμπόρευμα στο πάτωμα να στεγνώσει, τα παπούτσια στη σκάλα, τα ρούχα στην καρέκλα, τη λογική στο συρματόσχοινο της μπουγάδας. Γλυκαίνει τη λύπη μ’ ένα κύβο ζάχαρη στο τσάι,
δόξα τω Θεώ, τον Αλλάχ… κι αύριο μέρα είναι…
Δε θα ονειρευτεί παλάτια στον ύπνο της η πλανόδια Πόλη, μήτε Ευρώπες και Αμερικές. Θα ονειρευτεί πως αύριο όλα θα είναι πάλι στεγνά. Πως θα μπορέσει να αγοράσει το γάλα, το φάρμακο, το τσιγάρο. Κι αυτά τα τόσο ταπεινά όνειρα δεν είναι διόλου καμωμένα από ευτελή υλικά. Τουναντίον. Είναι από φωτιά που καίει τα σπλάχνα της. Αυτή είναι που φωτίζει τη νύχτα.
Στα μυωπικά μου μάτια η φωτιά της μοιάζει μικρή φλόγα στο καντήλι της καρδιάς μου που απανθρακώνει εξολοκλήρου την ολιγοπιστία μου,
την υπερηφάνεια μου και την αχαριστία μου όλη.
Πάλι με σπλαχνίστηκε ο Μεγαλοδύναμος.
Με δέχτηκε στην αγκαλιά Του παιδί άσωτο,
παιδί αδύναμο, άμυαλο παιδί…
Μόνον ευχές επιτρέπει η φλόγα ετούτη γύρω της.
Οι ευχές προς τα εικονίσματα των αγίων χαμάληδων, των αγίων αχθοφόρων, των αγίων μικροπωλητών… όπως υπέρ πενθούντων, ασθενούντων, αιχμαλώτων, καμνόντων, οδοιπορούντων…
Αίφνης φωτίζεται ο θολωμένος νους μου… οδοιπορούντων…
Μα εκτός από τους ταξιδιώτες σαν κι εμένα, είναι δυνατόν η ευχή αυτή να μην υπαινίσσεται την πλανόδια Πόλη με όλους τους φτωχούς εργάτες της που αγόγγυστα προχωρούν ταξιδεύοντας το σώμα της όλο στο διηνεκές του φωτός;