{Μακρινάρι η σημερινή ανάρτηση. Όμως το αφιέρωμα αυτό αποτελεί ένα οφειλόμενο χρέος – κάτι σαν τάμα που πρέπει να εκπληρώσω – προς ΟΛΟΥΣ αυτούς που “κάηκαν” σαν τον Κερέμ “για να γενούν τα σκοτάδια φως” – για την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη!}
Εβδομάδα των Παθών αυτή που διάγουμε [σύμφωνα πάντοτε με τη ... “Χριστιανική Μυθολογία” ... Ελάτε μην εξάπτεστε! Αν διαφωνείτε για το «μυθολογία», πείτε ΜΑΣ ήρεμα και τεκμηριωμένα τες δικές ΣΑΣ απόψεις! Πως και γιατί διαφωνείτε ...].
Εγώ πάντως ΔΕΝ θα καταπιαστώ με τα “Πάθη” του Χριστού αλλά με τα Πάθη των Ελλήνων Κομμουνιστών και Αριστερών και δη με αυτά κάποιων συγκεκριμένων! Και τι δεν υπέστησαν οι Αριστεροί στην Ελλάδα [κι όχι μόνο]! Διώξεις, κατατρεγμούς, προπηλακισμούς, συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτοπισμούς, εξορίες τραυματισμούς, δολοφονίες, εκτελέσεις!!!
Σήμερα, 30 του Μάρτη συμπληρώνονται 58 χρόνια από εκείνη την θλιβερή κυριακάτικη αυγή του 1952, όταν το φασιστικό και ελεγχόμενο από τους αμερικανούς βαθύ [δεξιό] ελληνικό κράτος [και παρακράτος] δολοφόνησε δια της εκτελέσεως με τουφεκισμό τον εκ των ηγετών της Αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκο Μπελογιάννη και τους τρεις συντρόφους του, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νίκο Καλούμενου. Είχαν καταδικαστεί σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπίας.
Τόσο η δίκη όσο και η εκτέλεση του Μπελογιάννη [και των συντρόφων του] έλαβαν παγκόσμια δημοσιότητα και προκάλεσαν την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας.
Στο άκουσμα του θανάτου του ο εξόριστος στον Άη Στράτη Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα “Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο”.
(με το κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι)
σκιτσαρισμένο από τον Πάμπλο Πικάσο.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα στα τέλη του 1915. Μαθητής ακόμα εντάσσεται στο ΚΚΕ και λαμβάνει ενεργά μέρος σε κινητοποιήσεις και απεργίες. Το Μάρτη του 1936 ο Μπελογιάννης συλλαμβάνεται για πρώτη φορά ως υπαίτιος για την απεργία στην Αμαλιάδα και, χωρίς δίκη, εξορίζεται για ένα χρόνο. Τον Μάιο του ίδιου έτους καταδικάζεται ερήμην του σε διετή φυλάκιση και αποβάλλεται δια παντός από το Πανεπιστήμιο, όπου σπούδαζε Νομική.
Με το πραξικόπημα του Μεταξά, στις 4 Αυγούστου 1936, ξεκινάει κύμα συλλήψεων μελών και πολιτών προσκείμενων στο Κομουνιστικό Κόμμα. Νησιά του Αιγαίου μετατρέπονται σε χώρους εξορίας και ψηφίζεται ο Αναγκαστικός Νόμος 375 του 1936 περί κατασκοπείας, σύμφωνα με τον οποίο, ακόμα και σε ειρηνική περίοδο, μπορεί κανείς να καταδικαστεί από στρατοδικείο ακόμα και σε θάνατο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, με το πρόσχημα της κατασκοπείας.
Το Δεκέμβρη του 1936 κι ενώ υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, ο Μπελογιάννης συλλαμβάνεται και πάλι για την πολιτική του δράση στο στρατό. Καταδικάζεται σε τρεις μήνες φυλάκισης και έξι μήνες εξορίας, ενώ υπόκειται σε βασανιστήρια κατά την κράτησή του.
Δυο χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1938, καταδικάζεται και πάλι σε 5ετή φυλάκιση και 2ετή εξορία. Μεταφέρεται στις φυλακές της Αίγινας όπου υπέστη ξανά βασανισμούς. Όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει στην Ελλάδα, ο Μπελογιάννης βρίσκεται στη φυλακή της Ακροναυπλίας. Μαζί με συγκρατούμενούς του ζητάει να αποσταλεί στο μέτωπο, αλλά η κυβέρνηση απορρίπτει το αίτημά τους. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, οι 2.000 κομουνιστές κρατούμενοι μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αιτωλοακαρνανία, υπό την επιτήρηση των Ιταλών. Την άνοιξη του 1943 αρρωσταίνει, μεταφέρεται στην Αθήνα για νοσηλεία και αρχίζει να οργανώνει την απόδρασή του, την οποία πραγματοποιεί λίγους μήνες αργότερα.
Ελεύθερος πλέον εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ως καπετάνιος όπου επιτελεί σημαντικό έργο. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από το γερμανικό ζυγό γίνεται υπεύθυνος του τμήματος διαφώτισης του ΚΚΕ στην Πελοπόννησο και με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου γίνεται πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Με την διευθέτηση μεταξύ Αγγλίας και ΗΠΑ για το θέμα της Ελλάδας ο ΔΣΕ αναγκάζεται να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα. Μετά τη λήξη του αντάρτικου ο Νίκος Μπελογιάννης, από το εξωτερικό, γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Στο ταραγμένο εσωτερικό της Ελλάδας λαμβάνουν χώρα κύμα δίωξης κατά κομουνιστών που φυλακίζονται ή εξορίζονται αλλά, παρόλα αυτά, η Αριστερά καταφέρνει να μπει στο Κοινοβούλιο με 22 βουλευτές.
Τον Ιούνιο του 1950 ο Μπελογιάννης επιστρέφει στην Ελλάδα και έξι μήνες αργότερα συλλαμβάνεται μαζί με άλλα μέλη του ΚΚΕ. Η δίκη ξεκινάει στις 19 Οκτώβρη του 1951 στο Στρατοδικείο της Αθήνας. Συνολικά υπάρχουν 93 κατηγορούμενοι και η διεθνής προσοχή έχει στραφεί στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Πρόεδρος των στρατοδικών είναι ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ενώ μεταξύ των λοιπών στρατοδικών ήταν και ο μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Σε μια προσπάθεια του νέου υπουργού δικαιοσύνης Δημ. Παπασπύρου να διακοπεί η δίκη και να παραπεμφθεί σε πενταμελές εφετείο, κυρίως λόγω των πιέσεων από το εξωτερικό, ο πρόεδρος του στρατοδικείου Σταυρόπουλος διαφωνεί δηλώνοντας τα εξής: «Εφόσον είμαι πρόεδρος του στρατοδικείου δεν πρόκειται να διακόψω τη δίκη. Έχω μίαν παράδοσιν οικογενειακήν και προσωπικήν εις τον στρατόν. Αλλά, αν εσείς, κύριε υπουργέ, με βεβαιώνετε ότι δια της διακοπής της δίκης θα προκύψη εθνική ωφελιμότης, είμαι πρόθυμος να αυτοκτονήσω δια να σας δώσω την λύσιν που θέλετε».
Δίπλα του, η σύντροφος της ζωής του
Έλλη (Ιωαννίδου) Παππά, συγκατηγορούμενη,
η οποία λόγω της τότε πρόσφατης μητρότητας
δεν είχε την τύχη του Μπελογιάννη.
Η απολογία του Μπελογιάννη συγκλονίζει την κατάμεστη αίθουσα του δικαστηρίου και καταλήγει ως εξής:
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας έχει στο λαό βαθιές ρίζες. Συνδέεται μαζί του με ακατάλυτους δεσμούς αίματος και δεν μπορεί κανείς να το εξοντώσει ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο στόχος μας ήταν και είναι να προστατέψουμε τα συμφέροντα του λαού και της χώρας μας….»
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω.»
υπερασπιζόμενος το Κόμμα του, τους Συντρόφους του και τον Εαυτό του.
Η εικόνα του Νίκου Μπελογιάννη με το κόκκινο γαρίφαλο κατά τη διάρκεια της δίκης ταξίδεψε στον κόσμο και ενέπνευσε τον Πάμπλο Πικάσο ο οποίος έκανε ένα σκίτσο του. Ωστόσο παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το στρατοδικείο καταδικάζει τον Νίκο Μπελογιάννη και ακόμα έντεκα συντρόφους του σε θάνατο το πρωί της 16ης Νοεμβρίου 1951. Άλλοι 15 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν από ισόβια μέχρι τριετή φυλάκιση με αναστολή. Ο Μπελογιάννης μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Η απόφαση του δικαστηρίου προκαλεί θύελλα αντιδράσεων σ’ όλο τον κόσμο. Με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ένωσης το ζήτημα τίθεται στην 6η Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αλλά των αμερικανικών πιέσεων, δεν λαμβάνεται καμία πρωτοβουλία από τον Οργανισμό.
Οι διεθνείς αντιδράσεις κάνουν τον Πλαστήρα να δηλώσει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί. Σύντομα όμως συνυφαίνεται νέο βαρύτερο κατηγορητήριο κατά του Μπελογιάννη, με σκοπό την αναίρεση της αμνηστίας που του δόθηκε. Έτσι βρίσκεται κατηγορούμενος για κατασκοπεία με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο Μεταξά 375/1936.
Ο Μπελογιάννης στη νέα του απολογία αρνείται όλες τις κατηγορίες.
Στις 29 Φεβρουαρίου καταφέρνει να δώσει σε ένα δημοσιογράφο ένα σημείωμα προς δημοσίευση, το οποίο παραθέτουμε πλήρες:
«Οι οργανωτές αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων.
Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της ασφάλειας δε μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία. Έτσι υποχρεωθήκαμε να παλέψομε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό, με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει να παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες. Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνο από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας.
Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος.
Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της ασφάλειας δε μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία. Έτσι υποχρεωθήκαμε να παλέψομε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό, με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει να παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες. Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνο από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας.
Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος.
29/2/52 Νίκος Μπελογιάννης»
Την 1η Μαρτίου 1952 το δικαστήριο καταδικάζει σε θάνατο το Νίκο Μπελογιάννη μαζί με τους 7 συγκατηγορούμενους του.
Ξεσηκώνεται νέο κύμα διαμαρτυρίας εντός και εκτός της χώρας που απαιτεί την μη εκτέλεση της απόφασης, ενώ φθάνουν χιλιάδες τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο. Την απαλλαγή του Μπελογιάννη ζητάνε διάσημοι καλλιτέχνες όπως οι Τσάρλι Τσάπλιν, Ζαν Πωλ Σαρτρ, Ζακ Κοκτώ, ο πολιτικός Σαρλ Ντε Γκωλ και πολλοί άλλοι. Την ακύρωση της απόφασης ζητά από το βασιλιά και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Σπυρίδων Βλάχος, δηλώνοντας: «Έχω συγκλονιστεί απ’ το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο κι από των πρώτων Χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Στις 28 Μάρτη το Συμβούλιο Χαρίτων εκδίδει την απόφασή του. Γίνονται δεκτές μόνο οι αιτήσεις χάριτος του Λαζαρίδη, του Μπισμπιάνου, του Τουλιάτου και της συντρόφου του Μπελογιάννη Έλλης Ιωαννίδου [μετέπειτα Έλλη Παππά. Κάποια στιγμή θα κάνω κι ένα αφιέρωμα σ’ αυτήν - ιδιαίτερα στο συγγραφικό της έργο].
Στις 28 Μάρτη το Συμβούλιο Χαρίτων εκδίδει την απόφασή του. Γίνονται δεκτές μόνο οι αιτήσεις χάριτος του Λαζαρίδη, του Μπισμπιάνου, του Τουλιάτου και της συντρόφου του Μπελογιάννη Έλλης Ιωαννίδου [μετέπειτα Έλλη Παππά. Κάποια στιγμή θα κάνω κι ένα αφιέρωμα σ’ αυτήν - ιδιαίτερα στο συγγραφικό της έργο].
Στις 03.00 τα ξημερώματα της 30 Μαρτίου [μέρα Κυριακή] ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στον Μπελογιάννη, τον Καλούμενο, τον Αργυριάδη και το Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε και μεταφέρονται στο Γουδί. Στις 04.12’ πέφτουν όλοι νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή, ακόμα και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής) προκειμένου να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.
Μετά το θάνατό του ο Νίκος Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Αριστεράς. Προς τιμή του, λίγες μέρες μετά το θάνατό του, ονομάστηκε ένα χωριό στην Ουγγαρία «Μπελογιάννης», όνομα το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα.
Στο άκουσμα της εκτέλεσης του Μπελογιάννη, ο εξόριστος κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», από το οποίο παραθέτουμε εκτεταμένα αποσπάσματα:
[Οι επιχρωματώσεις είναι δικές ΜΟΥ]
Μετά το θάνατό του ο Νίκος Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Αριστεράς. Προς τιμή του, λίγες μέρες μετά το θάνατό του, ονομάστηκε ένα χωριό στην Ουγγαρία «Μπελογιάννης», όνομα το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα.
Στο άκουσμα της εκτέλεσης του Μπελογιάννη, ο εξόριστος κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», από το οποίο παραθέτουμε εκτεταμένα αποσπάσματα:
[Οι επιχρωματώσεις είναι δικές ΜΟΥ]
Ο πρώτος από τ’ αριστερά είναι ο Μάνος Κατράκης
«Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο»
[του Γιάννη Ρίτσου]
[του Γιάννη Ρίτσου]
«Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ’ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
[...]
Ήταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο -
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ‘ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που ‘ναι το μαύρο χρώμα
σα να ‘δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο - λέγαμε.
Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ’ τη μια το ψωμί και το φιλί
απ’ την άλλη το χρέος - θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ’ τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ’ τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές - γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.
Τούτα τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να ‘ναι; Τι ώρα να ‘ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να ‘ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να ‘ναι; Πέστε μου λοιπόν.
Η κυρα-Λένη γύρισε απ’ την αγορά μ’ άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
[...]
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Όχι δε σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.
Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.
[...]
Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ' τα μάτια μας.
Να φύγει τ' άδικο απ' τον κόσμο.
[...]
Νίκο, είχες μια καρδιά γεμάτη απ' το αίμα του ήλιου.
Όταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι' αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
[...]
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Όχι δε σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.
Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.
[...]
Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ' τα μάτια μας.
Να φύγει τ' άδικο απ' τον κόσμο.
[...]
Νίκο, είχες μια καρδιά γεμάτη απ' το αίμα του ήλιου.
Όταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι' αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.
Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ' ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ' τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.
Έπεσες, Νίκο, με τ’ αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου,
ν’ ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,
ν’ ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ’ το γέλιο των παιδιών και των κήπων.
[...]
Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ’ όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτερά. Ένα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να ‘χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ’ αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ’ ένα ανθισμένο περιβόλι.
Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου,
η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου. Ορκιστείτε.
[...]
Αύριο μεθαύριο θα επιστρέψουμε απ’ το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα ‘μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη -
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.
Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο -
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.
Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.
Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.
Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Τώρα, ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Ακόμη μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
[...]
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.
[...]
Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ’ τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.
[...]
Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη».
Aϊ Στράτης 31/3/1952
Υστερόγραφον:
1. Πολύ χαρακτηριστικές και ζωντανές οι ποιητικές αναφορές του Ρίτσου στην Άνοιξη και το Πάσχα! Κοιτάξτε τη ολοζώντανη Φύση γύρω ΜΑΣ/ΣΑΣ αλλά και την αναμονή για τες γιορτάρες μέρες [του Πάσχα].
2. Θεωρώ ότι ο Νίκος Μπελογιάννης, μαζί με τους Νίκο Πλουμπίδη και Άρη Βελουχιώτη ήταν και παραμένουν οι πιο ηρωικές και εμβληματικές μορφές της Ελληνικής Αριστεράς!
Ελαφρύ να ‘ναι το χώμα που τους σκεπάζει!!!
Anef_Oriwn
Παρασκευή 26/3/2010
Anef_Oriwn
Παρασκευή 26/3/2010