Με αφορμή ένα post του Περαστικού (10/04/2006), θυμήθηκα την ιστορία μιας φίλης. Ένα περιστατικό που οδήγησε, πιθανότατα, στην τρέλα έναν ταξιτζή.
Σημείωση: Η ηρωίδα της ιστορίας υποφέρει από τις επιθέσεις των αιμοβόρων, ψυχοφθόρων και ανίκητων ημικρανιών.
Επίσης, η σχέση της με τις δημόσιες υπηρεσίες είναι χειρότερη απ’ αυτή με τις ημικρανίες. Κοινό τους σημείο: Υποφέρει κι από τα δύο, αλλά δυστυχώς, δεν υπάρχουν χάπια για τις πρώτες.
Όταν πληρώνει ένα λογαριασμό, π.χ. της Δ.Ε.Η., επιστρέφει περιμένοντας να της αποδοθεί παράσημο, την ανακήρυξη της σε Ήρωα του Έθνους και θεωρεί ότι κέρδισε μια μάχη, άρα μπορεί να κερδίσει και τον πόλεμο.
Ας φανταστούμε, λοιπόν, τη σχέση της με την εφορία: Αβυσσαλέα και χαώδης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ημικρανία, αϋπνία λόγω πόνου και αναγκαστική επίσκεψη στην εφορία, ντύνεται, βάζει το μαύρο γυαλί και κατεβαίνει να πάρει το άρμα της για να ξεκινήσει για τη μάχη. Επειδή όμως είναι νοήμων και έντιμη πολίτης αυτής της πόλης,
δεν παίρνει το δικό της άρμα, αλλά το μισθωμένο: το κίτρινο. Ευγενέστατα, ζητάει από τον οδηγό να την μεταφέρει στο πεδίο της μάχης.
Ταξιτζής: «Μάλιστα, κυρία μου.»
Τρία λεπτά αργότερα, σ’ ένα κόκκινο φανάρι, εκτυλίσσεται η εξής σκηνή: Στον κάθετο δρόμο δύο άντρες σπρώχνουν το δικό τους άρμα από τον πισινό του, διότι τ’ άλογα την κάνανε και τους άφησαν στα κρύα του λουτρού. Εν ολίγοις, τ’ αυτοκίνητό τους «έμεινε» και το ζμπρόχναν οι άνθρωποι στη άκρη του δρόμου. Κατά διαβολική σύμπτωση και οι δύο ήταν χρώματος σοκολατί, άρα εκπρόσωποι της Αφρικάνικης φυλής.
Δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβαν το κόκκινο φανάρι και τ’ αυτοκίνητα στον κεντρικό δρόμο περίμεναν, υπομονετικά και χωρίς κορναρίσματα, να τσουλήσει το ξεψυχισμένο άρμα. Μάλιστα κάποιοι περαστικοί έτρεξαν προς βοήθεια των παιδιών και όόόόπαλα το φέρανε στην άκρη.
Ο κύριος ταξιτζής, όμως, επαναστάτησε και δηλώνοντας την αντίρρησή του ζούληξε την κόρνα του και έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο, βρίζοντας.
Αποτέλεσμα:
Η υποβόσκουσα ημικρανία της φίλης μου να μετατραπεί σε «βόσκουσα» και όλα τα συστήματα να τεθούν υπό συναγερμό:
Φίλη μου: «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
Τ. : «Βέβαια, υπάρχει, κυρία μου. Δε βλέπετε ότι τα γαϊδούρια κλείνουν το δρόμο;»
Φ. : «Ε, δε νομίζω να το έκαναν κι επίτηδες. Το αμάξι τους έμεινε.
Να, ορίστε. Φύγαμε κιόλας.»
Τ. : «Και τι με νοιάζει εμένα, επίτηδες ή ξεπίτηδες. Δεν φτάνει που μας τρώνε τις δουλειές, μου θέλουν κι αυτοκίνητα! Και μη νομίζετε ότι είμαι ρατσιστής, κυρία μου, αλλά να, δεν γίνεται έτσι δουλειά.
Να πάνε από κει πού ‘ρθανε τα ζώα. Να πάνε να δουλέψουνε αλλού, να κλέψουν άλλους, τι περιμένουν δηλαδή από μας.
Να τους ταΐσουμε κιόλας; Να τους πούμε, ναι μπράβο, καλά κάνετε και μας τρώτε το ψωμί μας; Να πάνε από ‘κει πού ‘ρθανε, οι σκυλοαράπηδες.
Και μη νομίζετε, κυρία μου, εγώ ρατσιστής δεν είμαι .» (!)
Και φθάνει, λοιπόν, η κρίσιμη στιγμή για την έκβαση της ιστορίας:
Η ηρωίδα της ιστορίας, ή του Έθνους, αποφασίζει να μη μιλήσει.
Ε, τώρα, να έχεις τραβήξει των παθών σου το τάραχο όλο το βράδυ,
ε, ν’ ασχολείσαι με τον τύπο που δεν ξέρει τι είναι;
Ναι, αλλά, αλλά ,αλλά, αλλά....Δεν γίνεται να κατεβάσει το πόδι στο πεζοδρόμιο και μην του έχει κάνει τα μούτρα κιμά.
Ο χρόνος διαστέλλεται....το φως δεν είναι τόσο ενοχλητικό πια....τα ντεσιμπέλ της πόλης πέφτουν....ο πόνος εξαφανίζεται....η νηνεμία πριν την καταιγίδα....πώς όμως;....ανάβει το λαμπάκι της έμπνευσης:
Η προγιαγιά της, η προγιαγιά της η αρβανίτισσα, ο θρύλος της κατάρας της, ότι την έριχνε κι έπιανε, μόνο και μόνο επειδή ο ανιψιός της δεν κράταγε καντήλι βραδιάτικα, και πήγε και πάτησε σκατά, όπως του 'πε. Την άλλη μέρα, είπε σ’ όλο το χωριό ότι η Δέσπω είναι μάγισσα και το χωριό γέλαγε.
Ναι, μπράβο, το συζητούσε προχτές με τη μάνα της!
Φ.: «Θα μου επιτρέψετε να σας επισημάνω, ότι είστε ρατσιστής»
Τ.: «Γιατί, κυρά μου, το λες αυτό; Σου είπα ότι δεν είμαι»
Φ.: «Γιατί, ρατσιστής δεν είναι αυτός που το λέει, αλλά αυτός που σκέφτεται σαν ένας»
(Πολύ καλή η σύνταξη, φιλενάδα, δεν θα το πιάσει το υπονοούμενο)
Τ.: «Ε, εγώ φταίω; Αυτοί φταίνε. (Όπα, το πιάσε!)
Κι αν είμαι ρατσιστής καλά να πάθουν» (όπως, το ανέκδοτο, ένα πράγμα)
Φ.: «Κι εγώ είμαι Αρβανίτισσα!»
Τ.: «Παρακαλώ; Αλήθεια; Κι εγώ από την Πελοπόννησο είμαι!»
Φ.: «...και η κατάρα μου πιάνει...»
Τ.: « Ποιος; Ποια κατάρα; Κοπελιά, γυαλίζει το μάτι σου!»
Φ.: «...γι αυτό, σου τη δίνω τώρα:
Τη κατάρα μου να’ χεις:
«ό,τι κακό σκεφτείς για όποιο ζωντανό, να το πάθεις εσύ και τη δένω στο τιμόνι που κρατείς.» Φτου!» Και φτύνει το χειρόφρενο.
(Κομμένη η τηλεόραση, φιλενάδα! Τεσσεράμισι με πεντέμισι τις Κυριακές, αντί για Star, χαλάουα.)
«Α, φτάσαμε. Τι σας χρωστάω;»
Τ.: «ΤΊΠΟΤΑ, ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ. ΠΑΡΕ ΤΗ ΚΑΤΑΡΑ ΠΙΣΩ.
Σ’ ΕΚΛΙΠΑΡΩ…»
Φ.: «3 ευρώ; Ορίστε, τα έχω ακριβώς»
Τ.: «Κυρία μου, σας παρακαλώ, στο τιμόνι μου, πάρε τη κατάρα πίσω. Μην κατεβαίνετε, μη. Σας υπόσχομαι δεν θα ξαναβρίσω μαύρους,
τ’ ορκίζομαι! Μη με βρει κανα κακό. Κυρίίία…..»
Φ.: «Αν δεν θες να σε βρει κανα κακό, τότε να μην ξανασκεφτείς τίποτε κακό. Συνεννοημένοι;
(και ενθυμούμενη το πάθημα της αυθυποβολής του ανιψιού της Δέσπως)
Και την κατάρα μου δεν την παίρνω. Την αλλάζω: Θα ισχύσει μόνο αν δεν ζητήσεις συγγνώμη σε ότι κακό κάνεις και σκεφτείς. Κανόνισε, λοιπόν.»
Τ.: «Εντάξει, κυρία, στ' ορκίζομαι, το υπόσχομαι,
τίποτε κακό και αν εάν, μετά συγγνώμη.
Ντάξει, ντάξει.»
Η μάχη με την εφορία έληξε σε μία απλή έκδοση φορολογικής ενημερώτητας.
Τίποτα το φοβερό, αλλά το παράσημο το ζήτησε.....