Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ

Στην ελληνική πολιτική παράδοση η έννοια της ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ είναι άγνωστη. Ο Αριστοτέλης, που συνοψίζει στα «Πολιτικά» του την ελληνική πολιτική εμπειρία, προσδιορίζει τον πολίτη με όρους άμεσης συμμετοχής: «Πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής» (ΙΙΙ, 1275 a 22 ). Είναι αδιανόητο για τον Έλληνα να δεχθεί - κατά τρόπο εκούσιο και αυτονόητο - την πολιτική του αντιπροσώπευση. Πού οφείλεται, στα πλαίσια του Δυτικού Πολιτισμού, αυτή η τάση, αυτή η παράξενη βούληση, αυτή η ιδιάζουσα θέληση να διαμεσολαβείται η πρόσβαση στην εξουσία, ("αρχή", στην ελληνική ορολογία), αυτή η ‘’άσκηση’’ της εξουσίας διά αντιπροσώπου;;; Η συνήθης απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι τρομακτικά επιφανειακή. Δεν είναι η πολυπλοκότητα των πολιτικών πραγμάτων που παραλύει στις Μάζες την όποια θέληση για συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Στο ερώτημα αυτό εμείς οι ίδιοι δώσαμε μιαν πρώτη απάντηση στην ανάρτηση της 2ας Νοεμβρίου. Εισηγηθήκαμε, με αφορμή κάποιες χαρακτηριστικές παρατηρήσεις των SAINT-JUSTE και BENJAMIN CONSTANT, ότι το ηδονιστικό φαντασιακό της Μοντερνικότητας ακύρωσε το κρίσιμο πρόταγμα της ΑΜΕΣΗΣ πολιτικής συμμετοχής. Όμως και αυτή η απάντηση χρειάζεται να συμπληρωθεί με όρους γενεαλογικού συγκριτισμού.

Για να κατανοήσουμε λοιπόν πληρέστερα το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να αναχθούμε στην ταύτιση που κάνει ο ΞΕΝΟΦΩΝ, στον «Ιέρωνα», μεταξύ των πολιτικών τιμών και του θείου: «και γαρ ουδεμία ανθρωπίνη ηδονή του θείου εγγυτέρω δοκεί είναι ή η περί τας τιμάς ευφροσύνη». (VII.4). Μάλιστα λίγο πριν (VII.3) ο Ξενοφών θεωρεί ότι «το τιμής ορέγεσθαι» αποτελεί όχι μόνον μια ανθρωπολογική διάκριση μεταξύ ζώου και ανθρώπου αλλά και χαρακτηριστικό του αυθεντικού ανδρός, εκείνο δηλ. που τον διακρίνει από τον άνθρωπο γενικά και αφηρημένα. Ο Ξενοφών δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις αυθαίρετα και απροβλημάτιστα. Η ‘φιλοτιμία’ είναι στον ελληνικό κόσμο μια πολιτική έννοια, γι’ αυτό και το αντίθετο, η ‘ατιμία’, ήταν η ποινή και ο όρος στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων στην Αθήνα. (βλ. ενδεικτικά, CL. MOSSE, Politique et société en Grèce ancienne, εκδ. AUBIER, 1995, σελίς 23).

Η ανωτέρω σύνδεση της πολιτικής αμεσότητας με το θείο, μας παραπέμπει και στον τρόπο με τον οποίο ο Έλληνας έρχεται σε επαφή με το Θεό. Αυτή η επαφή είναι ΑΜΕΣΗ, δεν διαμεσολαβείται από κάποιο Δόγμα ή Γραφή ούτε από ένα Ιερατείο που επέχει θέση διαμεσολαβητή μεταξύ του «πιστού» και του «Θεού». Ιερείς βέβαια υπάρχουν αλλά δεν είναι αντιπρόσωποι του θεού στη γή, - είναι απλά υπηρέτες του εκάστοτε Ναού. Δεν αποτελούν ξεχωριστή τάξη ή κάστα, δεν τηρούν ηθικούς κώδικες, δεν εξομολογούν, δεν διδάσκουν, δεν ηθικολογούν. Επιπλέον, η ιδιότητα του ιερέως είναι, συχνά, εναλλασσόμενη μεταξύ των πολιτών. Έτσι ο «πιστός» κάθε φορά είναι σε αμεσότητα με το θείο. Αυτό φαίνεται παραδειγματικά στην λατρεία του θεού Διονύσου, λατρεία που συνιστά την σπονδυλική στήλη της ελληνικής θρησκευτικότητας. Εδώ ‘’διαμεσολαβεί’’ μόνον ο «ενθουσιασμός», η δηλ. άμεση διακατοχή από το θείο και τελικά η απόλυτη ατομική ταύτιση με τον ίδιο το θεό. Οι πλέον αμερόληπτοι μελετητές δεν παύουν να επισημαίνουν αυτό το χαρακτηριστικό του Διονυσιασμού , δηλ. « son ambition d’ établir un contact entre l’homme et la divinité.» (JEANNE CROISSANT, Aristote et les mystères, 1932, Librairie E. DROZ, page 6): «ο τω Διονύσω καθιερωθείς, άτε ομοιωθείς αυτώ, μετέχει του ονόματος». Ορισμένοι μάλιστα μελετητές προχωρούν ένα βήμα περισσότερο και υπαινίσσονται έναν βαθύτερο γενετικό δεσμό μεταξύ του αρχαίου διονυσιασμού και της αρχαίας άμεσης δημοκρατίας (L. GERNET & A. BOULANGER, Le genie grec dans la religion, éd : ALBIN MICHEL ,1970 , page 108 - 109 & 117). Μπορούμε έτσι να πούμε ότι το προϋπάρχον ΕΘΟΣ της θρησκευτικής αμεσότητας μεταγγίζεται, και υποτείνει την βούληση και την πράξη της πολιτικής αμεσότητας.

Όλη αυτή η παράδοση της άμεσης σύνδεση του πιστού με τον θεό χάνεται με τον Χριστιανισμό και την όλη «γραφειοκρατική» συγκρότησή του, συγκρότηση που την κληρονομεί από τη Ρωμαϊκή παράδοση. (Ας υπενθυμίσουμε ότι στη Ρώμη, όλες οι επαναστάσεις των Πληβείων έμειναν ημιτελείς, και κάθε πρόσβαση στην εξουσία παρέμεινε διαμεσολαβούμενη από την αριστοκρατική Ελίτ. Ακόμα και η μεγάλη διονυσιακή εξέγερση του 186 π.Χ., η τελευταία ίσως απόπειρα δημοκρατίας, πνίγεται στο αίμα). Με τον Χριστιανισμό εξορίζεται όχι μόνον η άμεση πρόσβαση στο Θεό αλλά και εν γένει όλη η αυθεντική εμπειρία του θείου. Δεν είναι τυχαίο που ένας σύγχρονος μελετητής, στη συνέχεια των αναλύσεων του M. WEBER, περιγράφει τον Χριστιανισμό ως την θρησκεία - εξόδου - από - το - ιερό, την θρησκεία που οδηγεί τελικά στην «Απομάγευση του Κόσμου» ( M. GAUCHET Le désenchantement du monde éd GALLIMARD 1985). Εδώ είναι ο Ιερέας που αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει μεταξύ του «πιστού» και του «Θεού». Ο χριστιανικός Θεός, παρά το χαρμόσυνο άγγελμα του Ιησού, (που επρόκειτο για ακριβώς για την άμεση εγγύτητα του πιστού με το θείο ), με τους Ιερείς απομακρύνεται από τον κόσμο. Γιατί οι Ιερείς, ακριβώς για να εγκαθιδρύσουν και να παγιώσουν την επίγεια εξουσία τους, εμφανίζονται ως ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ενός Θεού που τον ξαποστέλνουν, ακόμη μια φορά, στα απρόσιτα υπερκόσμια. Έτσι ο πιστός δεν έχει καμία δυνατότητα να έλθει σε άμεση επαφή μαζί του - και η όποια σχέση του με το θείο δεν είναι πλέον «ενθουσιαστική» αλλά ενοχική και απολογητική . Δεν έχει φυσικά γραφεί ακόμα ολόκληρη η ιστορία της «Ιερατικής Αντιπροσώπευσης », που συνιστά, στο επίπεδο του θείου, μιαν ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ. (Οι αναλύσεις του M. WEBER, Economy and Society, αν και εξαιρετικά προσανατολιστικές, παραμένουν ανεπαρκείς). Το βέβαιο είναι ότι αυτή η ανατροπή επειδή τελικά - και παρά τις προσπάθειες πολλών αιρέσεων, πχ. των Αναβαπτιστών - κατέστη μόνιμη, οδήγησε στη σημερινή «Απομάγευση του Κόσμου». Γιατί ένας θεός μακρινός, διαμεσολαβούμενος και αντιπροσωπευόμενος, ένας θεός που οι Ιερείς του στερούν την δυνατότητα να «ενθουσιάσει» τους πιστούς του, καταλήγει, σε έναν αδιάφορο αρχικά και τελικά ανύπαρκτο Θεό. Η λεγόμενη «Μεταφυσική Εξέγερση», η εξέγερση των διανοουμένων, θα προσδώσει σ’ αυτό το γεγονός, την αντίστοιχη ηθικοπνευματική του διάσταση.

Η Μεταφυσική Εξέγερση έχει περιγραφεί με συγκινητική ευγλωττία από τον Α. ΚΑΜΥ (Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, 1971 ) και δε χρειάζεται να την επαναλάβουμε εδώ. Η κατάληξή της βέβαια είναι, σύμφωνα με την τελεσίδικη απόφανση του ΝΙΤΣΕ, ότι «ο Θεός είναι νεκρός!». Όμως και η έτσι αρχόμενη ‘’βασιλεία του Ανθρώπου’’ θα είναι εσωτερικά διαβρωμένη, αφού η αρχή της (ιερατικής) Αντιπροσώπευσης παρέμεινε βαθειά ριζωμένη μέσα στο όλο ευρωπαϊκό έθος. Και ίσως παραμείνει για καιρό, αν ακολουθήσουμε το σχετικό νιτσεϊκό συλλογισμό. Κι’ αυτό γιατί τώρα ο δισχιλιόχρονος θρησκευτικός εθισμός στην αντιπροσώπευση, μεταγγίζεται στην Πολιτική - αυτήν την πολιτική της Μοντέρνας Εποχής που φιλοδόξησε, στις διάφορες εκδοχές της, να μετατρέψει την ουράνια ουτοπία σε εγκόσμια πραγματικότητα.

Ένα μεγάλο και αποφασιστικό στάδιο εθισμού στην αντιπροσώπευση συνιστά ο θεσμός της βασιλείας. Ο Βυζαντινός αλλά και (ιδιαίτερα) ο Ευρωπαίος βασιλεύς αποτελεί όχι μόνον τον εγκόσμιο αντιπρόσωπο του Θεού αλλά και - μέσω αυτού - την ανώτατη ενσάρκωση της σύνδεσης του πολιτικού με το ιερό. Παρά τις αποχρώσεις περιεχομένου που έλαβε μέσα στο χρόνο, η έκφραση rex imago dei παραμένει χαρακτηριστική. Γι’ αυτό και η εγκόσμια εξουσία αποκτά τα ίδια χαρακτηριστικά με το χριστιανικό θεό των ιερέων :απόμακρη, απρόσιτη και σκοτεινή με τα μυστικοσυμβούλια, τα arcana, να ταυτίζονται με τη σκοτεινότητα των βουλών του θεού. Η Γαλλική και οι μεταγενέστερες Επαναστάσεις τελικά θα θεσμοθετήσουν αυτό που ήταν ήδη εμπεδωμένο ευρωπαϊκό πολιτισμικό έθος. Γιατί ουσιαστικά οι Μάζες, μέσα από το Χριστιανισμό και την ιερατικά νομιμοποιούμενη Μοναρχία, ευνουχίστηκαν πολιτικά και «εκπαιδεύτηκαν» όχι κυρίως στο δέος απέναντι στην άμεση άσκηση της εξουσίας αλλά ιδίως στην αποδοχή του πολιτικού αποκλεισμού τους ως εντελώς ‘’φυσικού’’ φαινομένου. Έτσι τόσο η Αστική όσο και η Προλεταριακή Επανάσταση θα κινηθούν πάνω στο ίδιο αυτό έθος, το οποίο μάλιστα -παρά τα φαινόμενα - θα βαθύνουν και θα διευρύνουν. Ο M. GAUCHET, που θα αφιερώσει δυό φαινομενολογικές σελίδες στο θέμα αυτό, θα σημειώσει εύστοχα: «Από την (βασιλική) αντιπροσώπευση δια της ενσάρκωσης της εποχής των θεών στην αντιπροσώπευση μέσω πληρεξουσίων στον κόσμο των Ίσων, πρόκειται για τα ίδια στοιχεία που ευρίσκονται εν έργω κάτω από μια άλλη παράσταση και μια άλλη διανομή» (La religion dans la démocratie , éd GALLIMARD 1998 page 12 - 14).

Το έθος (habitus), αυτή η στάση που απορρέει από τον εθισμό τον οποίο δημιουργεί η επανάληψη, φαίνεται να αποτελεί τον μεγάλο παρανομαστή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γέρος πλέον ο ΠΛΑΤΩΝ των «Νόμων», θα εδράσει τελικά την αρετή του κοινού ανθρώπου (και κατ’ επέκταση, την ίδια την Πόλη) όχι στη γνώση ή έστω στην αληθή γνώμη, αλλά στη συνήθεια: «ορθώς ειθίσθαι υπό των προσηκόντων εθών» (653b). Ο Αριστοτέλης θα θεωρήσει επίσης το έθος ως τον κυρίαρχο στοιχείο στη διαμόρφωση της ατομικής ιδιοσυγκρασίας («μάλλον το πάν», Ηθικά Νικομάχ, 1103b. Πρβ 1179b. Δεν εξετάζουμε εδώ την σχετική αριστοτελική ασυνέπεια ως προς την ηθική του πρόταση). Τέλος ο P. BOURDIEU, ( Le sens pratique, ed. MINUIT, 1980, pages 87 -109) θα προσδώσει στο έθος (habitus) την πραγματική κοινωνιολογική του διάσταση : «προϊόν της ιστορίας, το έθος παράγει ατομικές και συλλογικές πρακτικές (συμπεριφοράς), συνεπώς ιστορία, σύμφωνα με τα σχήματα που γεννήθηκαν από την ιστορία», «παρελθόν που επιβιώνει μέσα στο παρόν και το οποίο τείνει να διαιωνισθεί μέσα στο μέλλον, επικαιροποιούμενου μέσα σε πρακτικές που δομήθηκαν σύμφωνα με τις αρχές του». Ως κοινωνιολόγος ο BOURDIEU στοχάζεται το έθος κυρίως στο επίπεδο της κοινωνίας. ΄Ομως οι όλες γενικεύσεις του θα μπορούσαν άριστα να προεκταθούν και στο επίπεδο του πολιτισμικού έθους για το οποίο κάνουμε λόγο εδώ. Ο εθισμός σε οιαδήποτε συμπεριφορά, στάση, ή σχήμα σκέψης, δημιουργεί το συναίσθημα του αυτονόητου, την πεποίθηση του φυσικού. Το έθος είναι η πηγή από την οποία απορρέει η σταθερότητα των ανθρώπινων πραγμάτων - αλλά ακριβώς γι’ αυτό θα μπορούσε να συνιστά και το σίγουρο μέσο της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Ευνουχίζει την κριτική σκέψη, εφησυχάζει, νοθροποεί, απονευρώνει. Δια του πηγνύεσθαι και σκληρύνεσθαι εντός του χρόνου, το έθος αποκρύβει τελικά από την σκέψη την καταγωγή του, τις μεταμορφώσεις του, την γενεαλογία του για να μιλήσουμε με όρους ΝΙΤΣΕ. Το παράδειγμα που δώσαμε εδώ, δηλ. της μεταβίβασης ενός θρησκευτικού έθους καλλιεργημένου επί αιώνες στην πολιτική συμπεριφορά και τον θεσμό της Αντιπροσώπευσης, δείχνει ποιες τερατώδεις αναλογίες μπορεί να λάβει τούτη η απόκρυψη και η λήθη.

Μπορούμε μάλιστα να προχωρήσουμε ένα ακόμα βήμα στην συνειδητοποίηση της τερατωδίας αυτής. Αρκεί να λάβουμε υπ’ όψη ότι το πλαίσιο της πολιτικής αντιπροσώπευσης στη Δύση συμπορεύθηκε με την ανάπτυξη - ή ακόμα και την παρόξυνση - του λεγόμενου «αυτεξούσιου» και της «ελεύθερης βούλησης». (Στον Καρτέσιο ήδη, η δύναμη της βούλησης είναι η ψυχολογική πλευρά του αυτεξουσίου). Καθώς αποσυντίθενται τόσο η παραδοσιακή θεολογική κοσμοεικόνα όσο και η societas civilis με την αριστοκρατική οργάνωσή της, το άτομο χάνει τον σκληρό μα ασφαλή περίγυρο του χωριού και ανοίγεται στην απεραντοσύνη των αναδυόμενων βιομηχανικών πόλεων. Εδώ, ξεκομμένος πλέον από μια αυτονόητη αλληλεγγύη, αναγκάζεται να στηριχθεί στο ατομικό Εγώ του. Αυτό το Εγώ (αυτο)ερμηνεύεται τόσο ως μια βούληση -για - δράση/απόφαση όσο και από μια νόηση (λογική) που μπορεί να υπηρετήσει την εκάστοτε δράση/απόφαση. Το πυκνό δίκτυο των νόμων, των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας και των συναφών θεσμών, θα σφυρηλατήσουν σταδιακά αυτό το Εγώ ως αυτοδύναμο και αυτάρκες κέντρο - κέντρο για το οποίο, ο εκάστοτε κοινωνικός χώρος & χρόνος, συνιστούν το πεδίο της ‘’ελεύθερης’’ πραξεολογικής του έκφρασης. Όμως ενώ αυτή η ατομική ελευθερία γίνεται δεκτή (και υποχρεωτική) τόσο απέναντι στον ποινικό νόμο όσο και απέναντι στην αγορά, εν τούτοις στομώνει απέναντι στην πολιτική. Εδώ, στην πολιτική, το «αυτεξούσιο», μέσω της αντιπροσώπευσης, γίνεται , ακόμα μια φορά, «υπεξούσιο». Κραυγαλέα αντίφαση που ουδέποτε συζητείται σοβαρά από τους εκάστοτε υπερασπιστές της Μοντερνικότητας : αν και το υποκείμενο της Μοντέρνας εποχής αναγνωρίζει την πληρότητά του στην πράξη, μένει αδιάφορο για την «κατ’ εξοχήν πράξη», την άμεση πολιτική συμμετοχή. Αυτή η άμβλυνση , αυτή η υπεξουσιότητα που αναπαράγει τον παλιό «υπήκοο», δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί , σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, παρά μόνο με τους όρους του ΈΘΟΥΣ που προαναφέραμε. Και ακριβώς στον ορίζοντα αυτό αποκτούν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια του ΝΙΤΣΕ: «Αν δεν κάνουμε το θάνατο του Θεού μια μεγάλη απάρνηση και μια συνεχή νίκη ενάντια σε εμάς τους ίδιους , θα πρέπει να πληρώσουμε γι’ αυτή την απώλεια».

Την πληρώνουμε ήδη σε πολλά επίπεδα και ασφαλώς στο επίπεδο της Πολιτικής. Γιατί η Αντιπροσώπευση θα επιβαρυνθεί στην Μοντέρνα ‘’δημοκρατική’’ εποχή και από τη διαμεσολάβηση μιας ογκούμενης και πολυδαίδαλης Γραφειοκρατίας που μεγαλώνει και εμβαθύνει την απόσταση μεταξύ «υπηκόου» και εξουσίας. Αυτό που αρχικά θεωρήθηκε ως «μέσο» της Πολιτικής έγινε τελικά αυτοσκοπός. Και η όποια δημοσιότητα υποσχέθηκε η πολιτική Μοντερνικότητα παίρνεται πίσω από τις αρκάνες της Γραφειοκρατίας, η οποία τελικά εναγκαλίζεται μέχρι ασφυξίας το Πολιτικό. Μετά την έκλειψη των χαρισματικών ηγετών, έκλειψη που οφείλεται και στις επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις των ελπίδων που εναπόθεταν σε αυτούς οι Μάζες, είναι αυτή που κυριαρχεί . Αυτό που σήμερα ονομάζεται πολιτική είναι στην ουσία η δημόσια επικύρωση των αποφάσεων που λαμβάνει μια απρόσωπη, σκοτεινή και απρόσιτη Γραφειοκρατία (ενδεικτικά, P. BIRNBAUM, La fin du politique, 1975, edit SEUIL). Αυτή συνιστά το νέο Ιερατείο που άλλωστε εξασφαλίζει στα μέλη της το καθεστώς μιας οιονεί ισοβιότητας. Το εκπληκτικό δεν είναι η κυριαρχία της αλλά ακριβώς η απουσία κάθε διαμαρτυρίας, κάθε εναντίωσης. Οι Μάζες, οι «υπήκοοι» διαμαρτύρονται μόνον για την αναποτελεσματικότητά της. Θέλουν τη Γραφειοκρατία πιο αποτελεσματική, ήγουν περισσότερο κυρίαρχη και φυσικά περισσότερο απρόσιτη. Νέα τερατώδη εγγραφή του αρχαίου Έθους της διαμεσολάβησης, αποτελεί το Ευρωπαϊκό Πείραμα, το οποίο διεκπεραιώνει - ερήμην 500 εκατομμυρίων «υπηκόων» - μια έξοχα οργανωμένη, πλουσιοπάροχα αμειβομένη αλλά ολίγον αποτελεσματική Γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η σύγχρονη οικονομική κρίση που - ως έναν κάποιο βαθμό - θα καταστεί σταδιακά και κοινωνική κρίση, θα εκβάλλει τελικά και σε μια πολιτική κρίση, με την ισχυρή έννοια του όρου. Θέλω να πώ ότι το εμπεδωμένο ΕΘΟΣ, το έθος της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι πολύ ισχυρό για να επιτρέψει μια ριζική ανατροπή του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Τουλάχιστον όχι στο ορατό μέλλον. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι οι συνθήκες θα επιτρέψουν τουλάχιστον μια μεγάλη ζύμωση. Σ’ αυτή τη ζύμωση είμαστε τώρα περισσότερο έτοιμοι να συμμετάσχουμε : γνωρίζουμε ότι ο βασικός μας εχθρός, ο πλέον ύπουλος και σχεδόν ακαταδάμαστος δεν είναι ούτε η οικονομική και πολιτική Ολιγαρχία, ούτε η συνεπίκουρός των Γραφειοκρατία - είναι το δισχιλιόχρονο Έθος μας, αυτό το Έθος που εμποδίζει ακόμα και την σκέψη μιας ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και, φυσικά, αναπαράγει την servitude volontaire.


POST SCRIPTUM

O N. MACHIAVELLI, που δεν είναι καμιά παρακατιανή αυθεντία πάνω στα ζητήματα που αναπτύξαμε εδώ, έρχεται να επιβεβαιώσει την θεώρησή μας για το θρησκευτικό ΕΘΟΣ που μεταγγίζεται στην Πολιτική. Στις "Διατριβές πάνω στην πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λιβίου" ( βλ. " Έργα Niccolo Machiavelli" , , εκδ. ΚΑΛΒΟΣ, 1ος Τόμος, Διατριβές..., βιβλίο 2, Ι Ι, ιδιαίτερα σελ. 397 &398 ) αφού αναπτύξει το ερώτημα γιατί στην εποχή του (δηλ. του συγγραφέα, 1469-1527) παρατηρείται τόση λίγη αγάπη για την Ελευθερία και - κατ' επεκταση - υπάρχουν μόνο λίγες Δημοκρατίες, θα διαπιστώσει οτι αυτό οφείλεται στην διαφορά των αντιλήψεων μεταξύ της αρχαίας και της χριστιανικής θρησκείας, και της αντίστοιχης αγωγής. Η πρώτη είναι μια θρησκεία που προτρέπει τον άνθρωπο προς την (πολιτική) πράξη ενώ η δεύτερη προς την αδράνεια και την αποχαύνωση. Έτσι ο Λαός "απόμεινε λεία έτοιμη για τους κακούργους , που μπορούνε να τον κουμαντάρουνε με την ησυχία τους, βλέποντας πώς οι άνθρωποι, για να πάνε στον Παράδεισο, πιό πολύ έχουνε το νού τους να αντέξουν τα χτυπήματα παρά να τα εκδικηθούνε'' . Και καταλήγει"Όμως, εξαιτίας της αγωγής μας και της λαθεμένης ερμηνείας της θρησκείας σήμερα δεν βλέπουμε στον κόσμο τόσες δημοκρατίες όσες στα παλιά χρόνια, και γι' αυτό ούτε και μέσα στους λαούς βλέπουμε τόση αγάπη της λευτεριάς όση τότε".