Μια περιγραφή ονείρου εκ φίλου καλού κάποτε..... (Διορθωμένο από την ποιήτρια " Δήμητρα Κ" ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ)
Το ότι ο νέος και η νεαρά, είναι καργαρισμένα κορμιά από απίθανες ορμόνες και ψυχολογικά ζητούμενα είναι γνωστόν. Το γεγονός όμως είναι εν και απλούν. «Όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος ούλος».
Η Αθήνα ήτο έρημος και δροσερά εκείνο το άγιον Πάσχα. Ήμουν μόνος και κατέβηκα σε μια ..... συνοικία της Δυτικής Αττικής, εποχούμενος. Ήπιαμε τους κράσους με τρεις φίλους και συμφώνησα με τη φίλη μου την αυριανή ημέρα, να πάμε εκδρομή εις την Κούμην.
Συμφωνήσαμε επίσης να μην πάμε στο πατρώο οίκημα αλλά να μείνομεν εις κάποιον μοτέλ ή τες πάντων κάπου όπου δε θα κάναμε μια συνήθη Ελληνική εορτή Πασχαλινή.
Επιβιβασθήκαμε επί της ερυθράς βέσπας των τεσσαράκοντα εννέα κυβικών και προκάμαμε μόλις το τελευταίον πλοιάριον εκ του Ωρωπού και εφθάσαμε εις τα Νέα Ψαρά δηλαδή την γνωστήν εις άπαντες Ερέτρια. Ήτο μια κρύα νύχτα. Εις περιοχήν με χαμηλή βλάστηση και επίπεδον στήσαμε τη σκηνήν μας. Και ο Μορφεύς μας πήρε παγωμένους τάχιστα ωσάν δύο φίλους. Τονίζω ότι η νύχτα ήτο χωρίς επισκέψεις ερωτικάς. Δύο φίλοι υπό το φως του συννεφιασμένου ουράνιου φάσματος.
Πρωί, πρωί εκκινήσαμε προς την Κούμη. Ταξίδι κοπιώδες. Η ερυθρά βέσπα αγκομαχούσε. Άλλαξα ένα μπουζί, η εξάτμιση αποκολλήθηκε και αποκατεστάθη η βλάβη εις το Αλιβέριον. Με την υπερηχητική ταχύτητα των πεντήκοντα χιλιομέτρων εκαλπάζαμε προς την Κούμην χαρούμενοι. Αι συζητήσεις πολλαπλές. Συνδικαλιστικά ζητήματα εις την παράταξη των ...... πολιτικές αναζητήσεις ανάμεσα εις έναν ερυθρόν πιστεύω κύριο και μια κυρία μαυροκόκκινης αντιλήψεως. Νεύρα πολλά, διαφωνίες αλλά και ατελείωτα αστεία και γέλωτες.
Εφτάκαμε εις την Κούμην εισήλθαμε εις το μόνο λειτουργόν τότε μοτέλ και κάναμε τας τυπικάς επισκέψεις εις πατρώον οίκημα και ήπιαμε καφέδες εις την πλατείαν. Η τότε Πασχάλιος Κούμη ήτο εσκεπασμένη εκ σύννεφων και η ζωή ήταν η γνωστή ΠΑΛΑΙΑ Κύμη. Δηλαδή μια Κούμη με πάρα πολύ κόσμο να σουλατσάρει εις τα εμπορικά καταστήματα, να είναι εν μέσω Ιεράς κατανύξεως με τα Θεία Πάθη της Χριστιανοσύνης. Επισκέφθην ο ερυθρός άπασας τας εκκλησίας ως πάντα όφειλα.
Εφάγαμε εις το εστιατόριο και το βράδυ εφάγαμε επίσης εις τον Αρβανίτη, μια σπουδαία ταβέρνα δίπλα στο κατάστημα επισκευής σελών και εξαρτημάτων των αλόγων, μουλαριών και γαϊδάρων. Ενθυμούμαι την υπέροχην ομελέτα του, τα κρεατοσφαιρίδια (κεφτέδες) και το πρασινίζον κρασί του. Ήτο αλήθεια παγκόσμια πρωτοτυπία η πράσινη απόχρωσης του εν λόγω οίνου.
Σαν τέλεψε ο Άγιος Αθανάσιος, κινήσαμε προς τη μοναδικήν παμπ της τότε Κούμης. Μουσική φρικοδεστάτου ήχου. Ροκιές παλιομοδίτικες, όχι σαν τώρα που ο Ριρής ή το Ρόδο είναι παντελώς ενημερωμένοι. Αρχίσαμε να πίνομε. Να και στη μέση της παρέας φίλος ελεύθερος τότε επαγγελματίας. Σαν γνήσια επαρχιώτισσα η φίλη μου έπιασε αμέσως παρέα με το φίλο μου. Βλέπεις ήτο φοιτήτρια εκ Βορείου Ελλάδος καταγόμενη. Η πάρλα ανάμεσά τους άναψε και εγώ σκεπτόμουν τη συνδικαλιστική παράταξη, τα πολιτικά καθήκοντα της περιόδου και εβαριόμουν σφόδρα από τα τεκταινόμενα εις την παμπ. Αναπολούσα την Αθήνα μου. Η έξωθεν βροχή επέτεινε την οξεία βαρεμάρα μου. Δεν έβλεπα την ώρα να κοιμηθώ. Εκάπνιζα το τσιγάρο μου έξωθεν της παμπ απολαμβάνοντας την υγρασία και τα αυτιά μου καθάριζαν από τους doors, την ντίσκο και τα άλλα ΜΗ συμπαθή ακούσματα.
Θα φανεί αστείο. Μετά από τόσες δεκαετίες ενθυμούμαι ότι η σκέψη μου τη νύχτα εκείνη εις τη βροχή και τη βαρεμάρα ήταν για τη μάρκα τσιγάρο που θα αγόραζα την επαύριον. Δηλαδή θα συνέχιζα με τον ΚΕΡΑΝΗ μαλακό ή θα ελάμβανα εκ του περιπτέρου ASTOR... Και τότε θόρυβος εγένετο και η πόρτα άνοιξε ταχέως εξερχόμενων των δύο φίλων μου οίτινες χασκογελούσαν και εύθυμοι ήσαν. Ετοιμαζόμενος να αποχαιρετίσω το φίλον μου με έκπληξη τους βλέπω να κατευθύνονται προς την ανηφόρα αγκαλιασμένοι και γελώντες. Πρέπει να ήταν τα πλέον αμήχανα δευτερόλεπτα της ζωής μου. Κατάλαβα αμέσως ότι ο ερωτισμός ανάμεσά των ήτο διάχυτος. Η παμπ αυτομάτως εσταμάτησε την ηλιθίαν μουσικήν της, τα φώτα έκλεισαν και αυτοί επροχώρουν και εγώ ράθυμα ακολουθούσα μη γνωρίζοντας τι ακριβώς έπρεπε να πράξω. Η ερυθρά βέσπα ήτο έξωθεν του ευαγούς μοτέλ και τα κλειδιά του δωματίου ήσαν εντός του τζιν μου.
Με σχεδόν επικριτικό τρόπο η νεαρά φίλη μου γύρισε με κοίταξε και με τη χείρα της μου έκανε νόημα να ταχύνω το βήμα προς αυτούς. Υπάκουσα. Γελώντες αυτοί οι δύο, προφανώς ένκαυλοι, ανέβαιναν την κλίμακαν του μοτέλ. Έφτασαν έμπροσθεν του δωματίου, υπεχώρησαν και άνοιξα τη θύραν του θλιβερού τοιούτου μέρους. Εισήλθαμεν μέσα και προχώρησα προς το μπαλκόνι. Σκοπός μου να βγάλω μια καρέκλα να αράξω μέχρι να ολοκληρώσουν τα πρωτόγονα ένστικτά των. Θα ήτο μια νύχτα αφιερωμένη στον ΚΕΡΑΝΗ.... Φευ.... Και που να πήγαινα άραγε χωρίς κλειδιά του πατρώου οικήματος ; Που να κτυπήσω αξημέρωτα με τόσους φιλοξενουμένους οίκαδε ;
Ως ήτο λογικόν μάλλον αυτοί θα ήσαν εν αδαμιαία περιβολή εις το κρεβάτι. Δεν είχα καμία διάθεση να κοιτάξω. Η αδιαφορία μου ήτο απίστευτος. Μάλλον εσκεπτόμουν να τη σταματήσω από φίλη την Βορειοελλαδίτισσα την επαύριον που με έφερε σε τόσο δύσκολη θέση.
Εκ του εντός του διαμερίσματος ηκούγοντο ήδη φωνές όπου όλοι μεταχειριζόμεθα από την εποχή των σπηλαίων και των εν δέντρων ευρισκόμενων δίποδων. Μια φωνή με κάλεσε, ήτο η φίλη μου, «...... έλα να σου πω». Τα νεύρα μου τσατάλια. Τι να μου πει … για το συνδικαλιστικό μανιφέστο με ήθελε η βλαμμένη εσκέφθην. Εισέρχομαι εις το δωμάτιο το θλιβερόν, κομοδίνο, σουηδικό κρεβάτι, ντουλάπα άλλου στυλ και μου λέγει επιτακτικώς «έλα και εσύ στη χαρά μας» ή κάτι τέτοιο. Η ριμάδα η μνήμη μετά από τόσα έτη έσβησε τα ακριβή λεγόμενα. Και με τραβάει εις το κρεβάτι όπου ο φίλος είχε τη στάση του εισερχομένου εις τα καλά μέρη... Και εκουνήτο σφόδρα δια να επιτείνει με την τριβή την ολοκλήρωση της χαράς των.
Αυτομάτως και χωρίς σκέψη ο ανδρικός ανταγωνισμός ετέθη εις συναγερμόν. Εγώ θα υστερήσω; Θα μείνω χωρίς να αποδείξω τον ανδρικόν μου χαρακτήρα; Αισθανθείς ωσάν να ευρίσκομαι έξωθεν εις δασώδη περιοχή κυνηγών ελάφιον μετά πρωτογόνου δόρατος. Αισθάνθην τη φλόγα της διαπάλης μετά ετέρου δίποδου όστις επεθύμουν να υφαρπάξει τη λίαν μου. Μετά από δεκαετίες φυσικά μάλλον τα πράγματα θα ήτο τούμπαλιν. Ο φίλος θα ησθάνθην έτσι. Αλλά εγώ ήμουν μέσα εις τη φαντασίωση την ανεστραμμένη. Ένκαυλος το λοιπόν έλαβα μέρος εις ότι αρμόζει η περίστασις. Η ελαφίνα πρέπει να ευρίσκετο εις έκστασιν. Αδιάφορο.
Μετά τινά ώρα ο φίλος τελεύοντας τα καθήκοντά του απεχώρησε ενδυόμενος εις τη βροχερήν Κούμην με κατεύθυνση την οικίαν του. Εγώ όμως ήμουν νικητής εις το δάσος. Και η χαρά της νίκης έδωσε ένα κρεσέντο επινίκιων τελετουργιών ΕΙΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΕΛΕΣΩ. Αι τελεταί αύται εκράτησαν και μετά την ανατολή, τη θεσπέσια ανατολή της Κούμης. Εχόρευον πέριξ της ελαφίνος κραυγάζοντας, δαγκώνοντας, σπαράζων και η αλήθεια είναι ότι περνώντας δεκαετίες πολλές θα έλεγα προς τον εαυτόν μου. «ΕΥΓΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΚΟΛΥΜΒΗΣΕΣ»
Το ότι ο νέος και η νεαρά, είναι καργαρισμένα κορμιά από απίθανες ορμόνες και ψυχολογικά ζητούμενα είναι γνωστόν. Το γεγονός όμως είναι εν και απλούν. «Όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος ούλος».
Η Αθήνα ήτο έρημος και δροσερά εκείνο το άγιον Πάσχα. Ήμουν μόνος και κατέβηκα σε μια ..... συνοικία της Δυτικής Αττικής, εποχούμενος. Ήπιαμε τους κράσους με τρεις φίλους και συμφώνησα με τη φίλη μου την αυριανή ημέρα, να πάμε εκδρομή εις την Κούμην.
Συμφωνήσαμε επίσης να μην πάμε στο πατρώο οίκημα αλλά να μείνομεν εις κάποιον μοτέλ ή τες πάντων κάπου όπου δε θα κάναμε μια συνήθη Ελληνική εορτή Πασχαλινή.
Επιβιβασθήκαμε επί της ερυθράς βέσπας των τεσσαράκοντα εννέα κυβικών και προκάμαμε μόλις το τελευταίον πλοιάριον εκ του Ωρωπού και εφθάσαμε εις τα Νέα Ψαρά δηλαδή την γνωστήν εις άπαντες Ερέτρια. Ήτο μια κρύα νύχτα. Εις περιοχήν με χαμηλή βλάστηση και επίπεδον στήσαμε τη σκηνήν μας. Και ο Μορφεύς μας πήρε παγωμένους τάχιστα ωσάν δύο φίλους. Τονίζω ότι η νύχτα ήτο χωρίς επισκέψεις ερωτικάς. Δύο φίλοι υπό το φως του συννεφιασμένου ουράνιου φάσματος.
Πρωί, πρωί εκκινήσαμε προς την Κούμη. Ταξίδι κοπιώδες. Η ερυθρά βέσπα αγκομαχούσε. Άλλαξα ένα μπουζί, η εξάτμιση αποκολλήθηκε και αποκατεστάθη η βλάβη εις το Αλιβέριον. Με την υπερηχητική ταχύτητα των πεντήκοντα χιλιομέτρων εκαλπάζαμε προς την Κούμην χαρούμενοι. Αι συζητήσεις πολλαπλές. Συνδικαλιστικά ζητήματα εις την παράταξη των ...... πολιτικές αναζητήσεις ανάμεσα εις έναν ερυθρόν πιστεύω κύριο και μια κυρία μαυροκόκκινης αντιλήψεως. Νεύρα πολλά, διαφωνίες αλλά και ατελείωτα αστεία και γέλωτες.
Εφτάκαμε εις την Κούμην εισήλθαμε εις το μόνο λειτουργόν τότε μοτέλ και κάναμε τας τυπικάς επισκέψεις εις πατρώον οίκημα και ήπιαμε καφέδες εις την πλατείαν. Η τότε Πασχάλιος Κούμη ήτο εσκεπασμένη εκ σύννεφων και η ζωή ήταν η γνωστή ΠΑΛΑΙΑ Κύμη. Δηλαδή μια Κούμη με πάρα πολύ κόσμο να σουλατσάρει εις τα εμπορικά καταστήματα, να είναι εν μέσω Ιεράς κατανύξεως με τα Θεία Πάθη της Χριστιανοσύνης. Επισκέφθην ο ερυθρός άπασας τας εκκλησίας ως πάντα όφειλα.
Εφάγαμε εις το εστιατόριο και το βράδυ εφάγαμε επίσης εις τον Αρβανίτη, μια σπουδαία ταβέρνα δίπλα στο κατάστημα επισκευής σελών και εξαρτημάτων των αλόγων, μουλαριών και γαϊδάρων. Ενθυμούμαι την υπέροχην ομελέτα του, τα κρεατοσφαιρίδια (κεφτέδες) και το πρασινίζον κρασί του. Ήτο αλήθεια παγκόσμια πρωτοτυπία η πράσινη απόχρωσης του εν λόγω οίνου.
Σαν τέλεψε ο Άγιος Αθανάσιος, κινήσαμε προς τη μοναδικήν παμπ της τότε Κούμης. Μουσική φρικοδεστάτου ήχου. Ροκιές παλιομοδίτικες, όχι σαν τώρα που ο Ριρής ή το Ρόδο είναι παντελώς ενημερωμένοι. Αρχίσαμε να πίνομε. Να και στη μέση της παρέας φίλος ελεύθερος τότε επαγγελματίας. Σαν γνήσια επαρχιώτισσα η φίλη μου έπιασε αμέσως παρέα με το φίλο μου. Βλέπεις ήτο φοιτήτρια εκ Βορείου Ελλάδος καταγόμενη. Η πάρλα ανάμεσά τους άναψε και εγώ σκεπτόμουν τη συνδικαλιστική παράταξη, τα πολιτικά καθήκοντα της περιόδου και εβαριόμουν σφόδρα από τα τεκταινόμενα εις την παμπ. Αναπολούσα την Αθήνα μου. Η έξωθεν βροχή επέτεινε την οξεία βαρεμάρα μου. Δεν έβλεπα την ώρα να κοιμηθώ. Εκάπνιζα το τσιγάρο μου έξωθεν της παμπ απολαμβάνοντας την υγρασία και τα αυτιά μου καθάριζαν από τους doors, την ντίσκο και τα άλλα ΜΗ συμπαθή ακούσματα.
Θα φανεί αστείο. Μετά από τόσες δεκαετίες ενθυμούμαι ότι η σκέψη μου τη νύχτα εκείνη εις τη βροχή και τη βαρεμάρα ήταν για τη μάρκα τσιγάρο που θα αγόραζα την επαύριον. Δηλαδή θα συνέχιζα με τον ΚΕΡΑΝΗ μαλακό ή θα ελάμβανα εκ του περιπτέρου ASTOR... Και τότε θόρυβος εγένετο και η πόρτα άνοιξε ταχέως εξερχόμενων των δύο φίλων μου οίτινες χασκογελούσαν και εύθυμοι ήσαν. Ετοιμαζόμενος να αποχαιρετίσω το φίλον μου με έκπληξη τους βλέπω να κατευθύνονται προς την ανηφόρα αγκαλιασμένοι και γελώντες. Πρέπει να ήταν τα πλέον αμήχανα δευτερόλεπτα της ζωής μου. Κατάλαβα αμέσως ότι ο ερωτισμός ανάμεσά των ήτο διάχυτος. Η παμπ αυτομάτως εσταμάτησε την ηλιθίαν μουσικήν της, τα φώτα έκλεισαν και αυτοί επροχώρουν και εγώ ράθυμα ακολουθούσα μη γνωρίζοντας τι ακριβώς έπρεπε να πράξω. Η ερυθρά βέσπα ήτο έξωθεν του ευαγούς μοτέλ και τα κλειδιά του δωματίου ήσαν εντός του τζιν μου.
Με σχεδόν επικριτικό τρόπο η νεαρά φίλη μου γύρισε με κοίταξε και με τη χείρα της μου έκανε νόημα να ταχύνω το βήμα προς αυτούς. Υπάκουσα. Γελώντες αυτοί οι δύο, προφανώς ένκαυλοι, ανέβαιναν την κλίμακαν του μοτέλ. Έφτασαν έμπροσθεν του δωματίου, υπεχώρησαν και άνοιξα τη θύραν του θλιβερού τοιούτου μέρους. Εισήλθαμεν μέσα και προχώρησα προς το μπαλκόνι. Σκοπός μου να βγάλω μια καρέκλα να αράξω μέχρι να ολοκληρώσουν τα πρωτόγονα ένστικτά των. Θα ήτο μια νύχτα αφιερωμένη στον ΚΕΡΑΝΗ.... Φευ.... Και που να πήγαινα άραγε χωρίς κλειδιά του πατρώου οικήματος ; Που να κτυπήσω αξημέρωτα με τόσους φιλοξενουμένους οίκαδε ;
Ως ήτο λογικόν μάλλον αυτοί θα ήσαν εν αδαμιαία περιβολή εις το κρεβάτι. Δεν είχα καμία διάθεση να κοιτάξω. Η αδιαφορία μου ήτο απίστευτος. Μάλλον εσκεπτόμουν να τη σταματήσω από φίλη την Βορειοελλαδίτισσα την επαύριον που με έφερε σε τόσο δύσκολη θέση.
Εκ του εντός του διαμερίσματος ηκούγοντο ήδη φωνές όπου όλοι μεταχειριζόμεθα από την εποχή των σπηλαίων και των εν δέντρων ευρισκόμενων δίποδων. Μια φωνή με κάλεσε, ήτο η φίλη μου, «...... έλα να σου πω». Τα νεύρα μου τσατάλια. Τι να μου πει … για το συνδικαλιστικό μανιφέστο με ήθελε η βλαμμένη εσκέφθην. Εισέρχομαι εις το δωμάτιο το θλιβερόν, κομοδίνο, σουηδικό κρεβάτι, ντουλάπα άλλου στυλ και μου λέγει επιτακτικώς «έλα και εσύ στη χαρά μας» ή κάτι τέτοιο. Η ριμάδα η μνήμη μετά από τόσα έτη έσβησε τα ακριβή λεγόμενα. Και με τραβάει εις το κρεβάτι όπου ο φίλος είχε τη στάση του εισερχομένου εις τα καλά μέρη... Και εκουνήτο σφόδρα δια να επιτείνει με την τριβή την ολοκλήρωση της χαράς των.
Αυτομάτως και χωρίς σκέψη ο ανδρικός ανταγωνισμός ετέθη εις συναγερμόν. Εγώ θα υστερήσω; Θα μείνω χωρίς να αποδείξω τον ανδρικόν μου χαρακτήρα; Αισθανθείς ωσάν να ευρίσκομαι έξωθεν εις δασώδη περιοχή κυνηγών ελάφιον μετά πρωτογόνου δόρατος. Αισθάνθην τη φλόγα της διαπάλης μετά ετέρου δίποδου όστις επεθύμουν να υφαρπάξει τη λίαν μου. Μετά από δεκαετίες φυσικά μάλλον τα πράγματα θα ήτο τούμπαλιν. Ο φίλος θα ησθάνθην έτσι. Αλλά εγώ ήμουν μέσα εις τη φαντασίωση την ανεστραμμένη. Ένκαυλος το λοιπόν έλαβα μέρος εις ότι αρμόζει η περίστασις. Η ελαφίνα πρέπει να ευρίσκετο εις έκστασιν. Αδιάφορο.
Μετά τινά ώρα ο φίλος τελεύοντας τα καθήκοντά του απεχώρησε ενδυόμενος εις τη βροχερήν Κούμην με κατεύθυνση την οικίαν του. Εγώ όμως ήμουν νικητής εις το δάσος. Και η χαρά της νίκης έδωσε ένα κρεσέντο επινίκιων τελετουργιών ΕΙΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΕΛΕΣΩ. Αι τελεταί αύται εκράτησαν και μετά την ανατολή, τη θεσπέσια ανατολή της Κούμης. Εχόρευον πέριξ της ελαφίνος κραυγάζοντας, δαγκώνοντας, σπαράζων και η αλήθεια είναι ότι περνώντας δεκαετίες πολλές θα έλεγα προς τον εαυτόν μου. «ΕΥΓΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΚΟΛΥΜΒΗΣΕΣ»