Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα...
Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη χώρα...
Υπάρχουν πολλές όμορφες χώρες παντού στον κόσμο και το παραμύθι αυτής της χώρας δεν διέφερε πολύ από τo παραμύθι κάθε άλλης χώρας...
Η Μητέρα Φύση την είχε προικίσει με όλα τα καλά του κόσμου.Δαντελωτές ακτές που βρέχονται από τη Μεσόγειο ,βουνά ψηλά που έκρυβαν θησαυρούς μικρούς και μοσχομυριστούς κι ανάμεσά τους μια εύφορη πεδιάδα δίπλα από το ποτάμι με τους εκατοντάδες νερόμυλους ,που άξια χέρια όταν τη δούλευαν έδινε δώρο καρπούς γλυκούς.
Ακόμα και η Μεγάλη της Έρημος όταν την άνοιξη έβρεχε στολιζόταν από πολύχρωμη βλάστηση για να την υποδεχτεί.
Και οι άνθρωποι που την κατοικούσαν ήταν χαμογελαστοί και φιλόξενοι και ευγενικοί και ζούσαν μαζί ανεξάρτητα από το Θεό που πίστευαν,απολαμβάνοντας την εύθραυστη ειρήνη της Μέσης Ανατολής.
Ήταν όλα ρόδινα σ'εκείνη τη χώρα;;;
Ήταν, ώσπου κάποιοι άνθρωποι επέτρεψαν να καταληφθούν από μια δύναμη που δεν μπορούν να ορίσουν.
Τη δίψα για εξουσία και επιβολή και το πάθος της απληστίας που έσπερναν τον πόνο ,τη θλίψη ,την καταστροφή και έπαιρναν για λάφυρο ζωές ανθρώπων που ονειρεύονταν τα απλά κάτω απ'τ'αστέρια εξακολουθώντας να μεταδίδουν το τραγούδι της ζωής από στόμα σε στόμα.
Ήταν ρόδινα, ώσπου ήρθε η "Αραβική Άνοιξη" και η σφοδρότητά της πλήγωσε την ομόνοια κι έκανε αυτούς που απέμειναν ανάμεσα στα συντρίμμια να πρέπει να ξαναρχίσουν καινούρια ζωή.
Γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου να πέφτει και να ξανασηκώνεται.
Κι έβαλαν στις άδειες τσέπες τους τα όνειρά τους και πήραν ότι απέμεινε απ'την Πατρίδα τους στις σόλες των παπουτσιών τους και τοποθέτησαν το μέλλον τους μαζί με την ιστορία τους σε τρύπιες βάρκες κι άνοιξαν πανιά με την ψυχή τους και την ελπίδα για κουπί κι ανοίχτηκαν σε πελάγη άγνωστα και φουρτουνιασμένα που ζητούσαν θυσία παιδικά κορμάκια για να χαράξουν τη ρότα για τη στεριά .
Την αφιλόξενη στεριά της κρατικής πολιτικής,του ρατσισμού και της εκμετάλλευσης που αδυνατεί να δεχτεί "τουρίστες" φοβούμενη την προσπάθεια διάβρωσης της "Ευρωπαϊκής Συνοχής" από το Ισλάμ.
Τη στεριά των ορίων και των συνόρων που υψώνει τείχη και καταργεί την έννοια της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς .
Που αγνοεί επιδεικτικά τα κομμάτια του παζλ αυτής της γενιάς που διασκορπίζονται και χάνονται και της επόμενης που θα αναγκαστεί να αναπτυχθεί μέσα στη βία και τις εντάσεις αφού θα έχουν διαγραφεί οριστικά από την μνήμη της η ιστορία και η κουλτούρα της .
Αντίθετα με τα περισσότερα παραμύθια, το παραμύθι αυτής της χώρας δεν έχει αίσιο τέλος.
Δεν έχει καν τέλος ,παρά μια συνέχεια μακάβρια και μια ατέρμονη θλίψη για τις πολλαπλές δοκιμασίες που θα συνεχίσουν να υφίστανται οι ήρωές του μέχρι το όραμά τους να γίνει πραγματικότητα.
Μέχρι να καταφέρουν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να επιστρέψουν ξανά στις ρίζες τους.
Πίσω στην ...
Πατρίδα - Ουαρσάν Σάιρ
ΑΙΧΜΗ
No one leaves home
unless home is the mouth of a shark
you only run for the border
when you see the whole city running as well
your neighbors running faster than you
breath bloody in their throats
the boy you went to school with
who kissed you dizzy behind the old tin factory
is holding a gun bigger than his body
you only leave home
when home won’t let you stay.
No one leaves home unless home chases you
fire under feet
hot blood in your belly
it’s not something you ever thought of doing
until the blade burnt threats into
your neck
and even then you carried the anthem under
your breath
only tearing up your passport in an airport toilets
sobbing as each mouthful of paper
made it clear that you wouldn’t be going back.
you have to understand,
that no one puts their children in a boat
unless the water is safer than the land
no one burns their palms
under trains
beneath carriages
No one spends days and nights in the stomach of a truck
feeding on newspaper unless the miles travelled
means something more than journey.
no one crawls under fences
no one wants to be beaten
pitied
No one chooses refugee camps
or strip searches where your
body is left aching
or prison,
because prison is safer
than a city of fire
and one prison guard
in the night
is better than a truckload
of men who look like your father
no one could take it
no one could stomach it
no one skin would be tough enough
the :
"go home blacks
refugees
dirty immigrants
asylum seekers
sucking our country dry
niggers with their hands out
they smell strange
savage
messed up their country and now they want
to mess ours up"
how do the words
the dirty looks
roll off your backs
maybe because the blow is softer
than a limb torn off
or the words are more tender
than fourteen men between
your legs
or the insults are easier
to swallow
than rubble
than bone
than your child body
in pieces.
I want to go home,
but home is the mouth of a shark
home is the barrel of the gun
and no one would leave home
unless home chased you to the shore
unless home told you
to quicken your legs
leave your clothes behind
crawl through the desert
wade through the oceans
drown
save
be hunger
beg
forget pride
your survival is more important
Νo one leaves home until home is a sweaty voice in your ear saying -
leave,
run away from me now
Ι dont know what Ι’ve become
but Ι know that anywhere
is safer than here...