Στο κέντρο της γιορτής
των Χριστουγέννων η ευαγγελική περικοπή
του εσπερινού, δίνει ένα χαροποιό μήνυμα της μεγάλης γιορτής. Η ενσάρκωση του
Λόγου και η γέννησή Του στο σπήλαιο της Βηθλεέμ είναι η απαρχή της καινούργιας
εποχής για την ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μια νέα δημιουργία, ανακαίνιση και
ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους.
Σ’ αυτές τις αλήθειες συγκεντρώνεται όλο το χριστιανικό
μήνυμα και φυσικά το περιεχόμενο και της χριστουγεννιάτικης περικοπής του ευαγγελιστή
Λουκά (Λκ. 2, 1-20). Αυτό είναι το χριστιανικό Ευαγγέλιο. Και όλο αυτό το
μήνυμα βρίσκει μια θαυμάσια περιεκτική διατύπωση στα λόγια του αγγέλου προς
τους ποιμένες της Βηθλεέμ, « Ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλη, ήτις έσται
παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ,
ός έστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ».
Οι λόγοι του αγγέλου είναι ευαγγελισμός, χαρμόσυνο και
χαροποιό μήνυμα, που απευθύνεται όχι μόνο στους ποιμένες , αλλά και σε ολόκληρη
την ανθρωπότητα.
Το διαχρονικό στοιχείο όμως κατανοείται σωστά αν και αφού
κατανοηθεί πιο πριν το ιστορικό πλαίσιο
του.
Δεν πρόκειται βέβαια για μια σχολαστική αναδρομή στην
ιστορία μια λέξεως ή για λογικό καθορισμό μιας έννοιας, αλλά για θεολογικά
επιβεβλημένη από το θεανδρικό χαρακτήρα της Αγίας Γραφής: εμβάθυνση στο θείο
λόγο, όπως καταγράφεται στα Ευαγγέλια.
Η εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός γνώρισε διάφορα
«ευαγγέλια». Το πιο γνωστό ήταν το αυτοκρατορικό, δηλαδή η μεταφυσική προβολή
του ρωμαϊκού κράτους, την οποία ενσάρκωνε εκείνη την εποχή ο Οκταβιανός
Αύγουστος.
Πολλά ευαγγέλια έφερε για τον κόσμο ο ρωμαίος αυτοκράτορας
και οι υπήκοοί του έσπευσαν να τον ευχαριστήσουν με βωμούς, επιγραφές και θεϊκές τιμές.
Είχε όμως και «σωτήρες» η εποχή του Χριστού. Πρώτος και ο
πιο γνωστός ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Και κοντά του ένα σωρό από μικρούς και
μεγάλους τοπικούς τυραννίσκους, οι φρόντιζαν με κάθε τρόπο να προβληθούν, ως
«ευεργέτες» και «σωτήρες» των δυστυχών υπηκόων τους.
Το ίδιο πολλοί ήταν και οι «κύριοι» της εποχής. Χωρίς
αμφιβολία «Κύριος» για ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν και πάλι ο αυτοκράτορας.
Και «Κύριος» σημαίνει θεός, απόλυτος κυρίαρχος σε ζωή και σε θάνατο.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός και
κηρύχθηκε η διδασκαλία Του. Με αυτές τις προϋποθέσεις άκουσε ο κόσμος το μήνυμα
των αγγέλων προς τους ποιμένες της Βηθλεέμ, το Ευαγγέλιο για την γέννηση του
Σωτήρος και Κυρίου Χριστού. Και η σύνδεση αυτή μας βοηθάει να καταλάβουμε σωστά
και να εμβαθύνουμε ορισμένα σημεία, που οι μέριμνες του βίου, η απάτη του κόσμου
και η αποφυγή κινδύνων μας κάνουν να λησμονούμε.
Η σύνδεση του Ευαγγελίου με τη γέννηση του Χριστού δεν
είναι μια ουδέτερη πολιτική πράξη. Αντίθετα είχε για πολλού χρόνους και πολιτικό νόημα, έστω και αρνητικά. Γιατί
αντιπαρέθετε στο ψευτοευαγγέλιο του ρωμαίου αυτοκράτορα το Ευαγγέλιο του
Χριστού. Έτσι το κατάλαβαν οι κρατικές αρχές και αυτό ήταν η αιτία των διωγμών
των χριστιανών. Για το κράτος το δίλημμα ήταν απλό: ή αναγνώριση του ευαγγελίου
του αυτοκράτορα η τιμωρία για εσχάτη προδοσία, προσβολή της θείας
μεγαλειότητας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο χριστιανισμός ήταν πολιτικό
κίνημα ή επανάσταση, έστω και για θρησκευτικούς λόγους. Κάτι τέτοιο θα ήταν
αντίθετο με τη βαθειά πίστη της Εκκλησίας, ότι μόνον ο Θεός μπορεί ν΄ αλλάξει
τον κόσμο και τον άνθρωπο, γι΄ αυτό ο Λόγος έγινε σάρκα.
Η ίδια αυτή πίστη δεν επιτρέπει στον χριστιανισμό να
κλείσει τα μάτια στην ειδωλολατρία σ’ οποιαδήποτε μορφή. Η θεοποίηση του
κράτους σε επίγειο θεό, η αναγόρευση της βίας ωε υπέρτατου ηθικού κανόνα, όλα
αυτά δε μπορούν να βρουν ευήκοα ώτα ή
αδιάφορο τον χριστιανισμό.
Γι’ αυτό και ο ερχομός του Χριστού σήμανε κρίση του κόσμου.
Το Ευαγγέλιο αποκάλυψε την ενσάρκωση του Λόγου, αλλά συγχρόνως ξεσκέπασε και
την ειδωλολατρική ουσία της απολυτοποιήσεως των εγκοσμίων αρχών. Έτσι άρχισε
μια πορεία διαμαρτυρίας, που οδήγησε στην οριστική απομήθευση όλων των ατομικών ή συλλογικών «σωτήρων» στις μέρες
μας. Αυτή η κρίση που έφερε το Ευαγγέλιο είναι η αρχή του δρόμου για την
μετάνοια, για την επιστροφή στον μόνο Κύριο και Σωτήρα.
Γιατί μονάχα σαν δει την αλήθεια, σαν αντιληφθεί την απάτη
της καθημερινής ειδωλολατρείας ο άνθρωπος, μπορεί μετά, λυτρωμένος από είδωλα
και ψευτοθεούς, να πάρει τον δρόμο του λυτρωμού.
Πρέπει όμως πιο πριν να μην έχει καμιά ψευδαίσθηση για την
απάτη που ζει, να απομυθεύσει χωρίς έλεος- όσο
δύσκολο κι αν είναι- τα είδωλά του, γιατί δεν χωρούν κοντά στον Θεό κανενός είδους είδωλα.
Κι’ εδώ το Ευαγγέλιο επιτελεί-μόνο αυτό- σωστά, βαθειά και οριστικά την
κάθαρση.
Ο σχολιασμός αυτός του ευαγγελικού αυτού κειμένου που
περιέχουν το Ευαγγέλιο συνοπτικά δεν σταματά εδώ. ‘Όχι. Απλώς έγινε μια
προσπάθεια να ενταχθεί το μήνυμα των Χριστουγέννων μέσα στο ιστορικό του
πλαίσιο, σύμφωνα με τους βιβλικούς θεολόγους, για να φανεί η σάρκα που
περιέβαλε «εν ταις ημέρες εκείνες» τον λόγο του Θεού.
Ο λόγος του Θεού μένει ο ίδιος και σήμερα – μ’ άλλο σάρκινο
περίβλημα φυσικά. Για να είναι
λυτρωτικός, για να μας αναγεννήσει, δεν πρέπει να συγχέωμε το περίβλημα με το
περιεχόμενο. Και σ’ αυτό το σημείο η μελέτη της κρίσεως που σήμανε η γέννηση
του Χριστού και η κήρυξη του Ευαγγελίου για τον αρχαίο αποτελεί ευεργετική
υπόμνηση για μας, υπόμνηση καθήκοντος και συγχρόνως αναπτέρωση της ελπίδας.
Καλά
Χριστούγεννα
π. γ. στ.