Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 1994

60 Η Θεία Λειτουργία. Η Αγία Αναφορα. Μέρος.1ον. Ο Επινίκιος ύμνος καί τό προοίμιον Τού Μυστικού Δείπνου

*************************

60Α Η λειτουργική ζωή του πατρός Ιλαρίωνος

Ο πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσέρης διασώζει πολλά για τους μεγάλους
γεροντάδες του Αγίου Ορους. Μεταξύ αυτών αναφέρει και τον
παπα-Ιλαρίωνα, τον οποίο πολλές φορές είδε να τελεί το Μυστήριο
της Αγίας Λειτουργίας. Δεν ήξερε πώς να περιγράψει τις ουράνιες
και ανεκλάλητες καταστάσεις του μέσα στη Θεία Λατρεία. Και πώς
να μην είχε αγγελικές επισκέψεις αφού ήτο υποτακτικός του
περίφημου γέροντος του παπα-Σάββα του Πνευματικού. Ο παπα-Σάββας
ήταν γίγαντας στο πνευματικό του ανάστημα και ουρανοβάμων στη
Θεία Λειτουργία. Υπάρχει μία σειρά γύρω από τις αγιορείτικες
μορφές του πατρός Χερουβείμ, όποιος θέλει μπορεί να τις πάρει να
τις διαβάσει. Και γράφει λοιπόν ο πατήρ Ιωακείμ: Οταν
λειτουργούσε ο παπα-Ιλαρίων είτε μόνος του είτε μετά του
γέροντός του, του πατρός Σάββα, μετά την εκφώνηση "Τον επινίκιον
ύμνο άδοντα βοόντα και κραγότα και λέγοντα", καθόν χρόνον οι
ψάλτες μοναχοί έψελναν το "Αγιος Αγιος Αγιος Κύριος Σαβαώθ",
χτυπούσε το στήθος του και έκλαιγε με λυγμούς. Ποιος ξέρει τι να
έβλεπαν εκείνη τη στιγμή τα μάτια της ψυχής του! Οι Αγιορείτες
Πατέρες μας λένε ότι θα έπρεπε να βλέπει τις ουράνιες
Αρχαγγελικές δυνάμεις να λειτουργούν με δέος μπροστά στο
αιμόφυρτο και εσφαγμένο Αρνίον. Φαίνεται πως οι ουράνιες σκηνές
της άνωθεν Λατρείας και δόξης του Εσφαγμένου Αρνίου θα ήσαν τόσο
δυσπερίγραπτες ώστε μπροστά στην ιερή φρίκη που ζούσε δεν του
απέμενε τίποτε άλλο παρά να χτυπά το στήθος του και να
πλημμυρίζει από δάκρυα και κλαυθμούς. Μαζί με τις Αγγελικές
δυνάμεις εδονείτο ο παπα-Ιλαρίων από παραδεισένια λειτουργικά
ζωή και μεταμόρφωση. Απιαστα όλα αυτά για τα δικά μας φτωχά και
κοσμικά μυαλά που τα πάντα τα μετράμε με τη λογική μας. Σε αυτά
τα πλαίσια, γράφει ο πατήρ Χερουβείμ στις Αγιορείτικες μορφές,
εκινείτο η λειτουργική ζωή όχι μόνον του παπα-Σάββα του
Πνευματικού αλλά και του υποτακτικού του πατρός Ιλαρίωνος αλλά
και πολλών άλλων αγιορειτών Ιερέων, ζωή γεμάτη δάκρυα,
συγκλονισμούς, αγγελικά σκιρτήματα, εκστάσεις και θείες αρπαγές.
"Αξιον εστί" έψαλλε μαζί με τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ και τα
πολυόμματα Χερουβείμ "το Αρνίον το Εσφαγμένον, λαβείν την
δύναμιν και πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και
ευλογίαν", από το 5ο κεφ. της Αποκαλύψεως. Ο Εσταυρωμένος
Κύριος έτρεφε και τρέφει καθημερινά τους αξίους Λειτουργούς Του
με το Πανάγιον Σώμα Του και το Τίμιον Αίμα Του καθιστώντας τον
καθένα από αυτούς, όπως τονίζει ο Αγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος,
στους περίφημους Λόγους του, τον καθένα από αυτούς και ημάς όταν
κοινωνούμε οικοδόμον και γεωργόν, παράδεισον και ξύλον ζωής,
μαργαρίτην και στέφανον, παθητόν και απαθή, άνθρωπο και θεοειδή,
οίνον και ύδωρ ζον, πρόβατον και νυμφίον, πολεμιστήν και όπλον.
Αυτώ η δόξα και το κράτος και η τιμή εις τους αιώνας των αιώνων.

************************************************

60Α Ο παπα-Ιγνάτιος ο Πνευματικός

Πριν 80 περίπου χρόνια στη Σκήτη της μικράς Αγίας Αννης
λειτουργούσε ο παπα-Ιγνάτιος ο Πνευματικός ως προεξάρχων ανάμεσα
σε πολλούς συλλειτουργούντας Ιερείς μιας κάποιας πανηγυρικής
Θείας Λειτουργίας. Τι να έβλεπαν άραγε οι συλλειτουργοί του
Ιερείς; Τι να έβλεπαν; Ποιο φοβερό θέαμα αντίκρυζαν τα μάτια
τους και είχαν γουρλώσει; Ποιος φωτεινός Αγγελος πρόβαλε μπροστά
τους; Το πρόσωπο του παπα-Ιγνατίου ήταν αλλοιωμένο, ολοφώτεινο,
λαμπερό, δοξασμένο από θεϊκή χάρη και αστραφτερό σαν το πρόσωπο
Αρχαγγέλου. Πλησίαζε η φρικτή στιγμή της Αγίας Αναφοράς. Ολοι οι
Ιερείς και οι μοναχοί σε εκείνο το εκκλησάκι της ερήμου βίωσαν
κοντά στον λειτουργούντα και εξαστράπτοντα παπα-Ιγνάτιο τη δική
τους λειτουργική μεταμόρφωση με μπροστά τους είχαν έναν έμψυχο
ναό του αγίου Τριαδικού φωτός. Κάποτε άλλοτε ιδού τι συνέβη.
Κάποιος δόκιμος μοναχός τελειώνοντας τους Χαιρετισμούς μετά το
Απόδειπνο στράφηκε να πάρει την ευχή του Πατρός Ιγνατίου. Αλλά
τι ήταν αυτό που αντίκρυσε; Συγκλονίστηκε και άρχισε να τρέμει
μπροστά στην παράξενη λάμψη. Δονίστηκε από το ρίγος της
μεταμορφώσεως. Το πρόσωπο του Πατρός Ιγνατίου είχε καταυγαστεί
από Θαβώρειο δόξα στο Απόδειπνο. Αστραφτε και ελαμπροφορείτο σαν
πρόσωπο ουρανίου Αγγέλου. Τόσο πολύ ήταν το φως. Ποιος ξέρει
όμως πόσες και πόσες φορές ακόμη θα είχε αστράψει από υπερκόσμια
δόξα το πρόσωπο του αγίου Πνευματικού όταν τελούσε τη Θεία
Ευχαριστία! Τα δύο αυτά περιστατικά είναι παρμένα από τις
"Αγιορείτικες μορφές".

******************************************

60B Μωρό πάνω στην Αγία Τράπεζα

Το 1960 έκανε φοβερό κρύο. Τόσο φοβερό κρύο, όπως μου έλεγε ένας
Ιερεύς, που λειτούργησε με το παλτό του. Ηταν Σάββατο. Επρόκειτο
να γίνει κάποιο Μνημόσυνο αλλά λόγω της φοβερής παγωνιάς δεν
ήρθαν. Ο Ιερεύς ήταν μόνος του μαζί με τον καντηλανάφτη που
έκανε τον ψάλτη. Σε αυτές τις φοβερές στιγμές που αναλύουμε και
όταν θέλησε να πει "Τα σα εκ των σων", πριν από αυτό και με την
εκφώνηση "Πίετε εξ αυτού πάντες" έπρεπε ο ψάλτης να πει "Αμήν".
Δεν το είπε το "Αμήν". Είπε την ευχή που θα αναλύσουμε κατόπιν
και γύρισε να του πει να πει "Αμήν". Τον είδε που είχε έτσι
γύρει και το είπε εκείνος "Αμήν" και γύρισε προς το μέρος της
Αγίας Τραπέζης. Και τι βλέπει επάνω στην Αγία Τράπεζα; Ενα μωρό,
ένα βρέφος από την πλευρά του οποίου έτρεχε αίμα, αίμα, αίμα...
Μες στην παγωνιά ο παππούλης έγινε φούρνος από το δέος, από το
πυρ που ανέβλυζε μέσα του, από τη φωτιά που όλα γύρω του είχαν
πάρει. Και γονάτισε και δεν μπορούσε να ξαναατενίσει μέχρι που
να ξαναγίνουν τα Τίμια Δώρα σε αυτό που έχουν την εμφάνισή τους.
Είναι ο Χριστός, είναι ο Δεσπότης Κύριος, είναι ο Δεσπότης
Κύριος. Τον συνάντησα αυτόν τον παππούλη φέτος στο Αγιον Ορος.
Δεν μπορεί να ξεχάσει το γεγονός. Πέρασαν 30 τόσα χρόνια. Δεν
μπορεί να το ξεχάσει. Ζει και τρέμει και φοβάται και ξέρει ότι
μπροστά, αυτό που βλέπει, δεν είναι ψωμί, δεν είναι ψωμί. Μακάρι
να μπορούσαμε να το καταλάβουμε όλοι μας.

**********************

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 1994

59 Η Θεία Λειτουργία. Η Αγία Αναφορα. Μέρος.1ον. Η ευχαριστήριος ευχή καί ο επινίκιος ύμνος

*******************************

59Α Ο πατέρας Προκόπιος που ήθελε να μάθει να ψάλλει

Το 1960 είχα επισκεφθεί το Αγιον Ορος για δεύτερη φορά σε ένα
κελλί στην Αγία Αννα στον παπα-Σεραφείμ, δεν ζει τώρα. Μου έλεγε
για κάποιον χαρισματούχο γέροντα, εργάτη της νοεράς προσευχής,
τον οποίο έλεγαν Προκόπιο. Ο γέροντας αυτός είχε έναν πόθο πολύ
μεγάλο. Ηθελε να υμνεί και να δοξάζει τον Χριστό, την Υπεραγία
Θεοτόκο, τους Αγίους, τους Αγγέλους αλλά δεν μπορούσε. Εστερείτο
παντελώς μουσικών γνώσεων. Ηθελε να ψάλλει αλλά δεν τα
κατάφερνε. Ηταν τελείως φάλτσος. Από μουσικό αυτί μηδέν. Σαν το
δικό μου. Αντί για πρώτο ήχο, αυτοί που ξέρουν να ψάλλουν
ξέρουν, έψελνε πλάγιο του ογδόου. Κάποια μεγάλη γιορτή λοιπόν
επέστρεψε ολόλαμπρος και μακάριος στο κελλάκι του. Η Θεία
Μετάληψις και Κοινωνία τον έκανε να ακτινοβολεί από ευφροσύνη.
Ευχαριστούσε τον Κύριό του συνεχώς αλλά του έκανε πάλι ένα απλό
γλυκό παράπονο που δεν μπόρεσε πάλι να τον δοξολογήσει ψαλτικά.
Ο διάβολος εκμεταλλευόμενος ακόμη και αυτό το αθώο παραπονάκι
παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά του με παράξενη φορεσιά σαν
άριστος διδάσκαλος της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. -
Εγώ, του λέει, είμαι δάσκαλος του Ουρανού και ήρθα να σε διδάξω
ουράνια μαθήματα εκκλησιαστικής μουσικής και μουσικής των
Αγγέλων. Μόνο που θέλω αμοιβή. - Τι αμοιβή; ρωτάει ο πατήρ
Προκόπιος. - Να, να πετάξεις αυτό που κρατάς στο χέρι σου. Και
του έδειξε το κομποσχοίνι με το οποίο επικαλούνταν αδιαλείπτως
το φοβερόν όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. - Α, του λέει ο
Προκόπιος, εσύ δεν είσαι καλός δάσκαλος, δαίμονας είσαι. Και
αμέσως τον σταυρώνει και με το κομποσχοίνι του. Οπότε σκάει ο
διάβολος αφήνοντας πίσω του δυσοσμία και καπνιά. Βλέποντας ο
γέροντας μοναχός το φοβερό αυτό φαινόμενο φεύγει από το κελλάκι
του και τρέχει αμέσως στο εκκλησάκι του και πέφτει στα γόνατα
δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Θεό που τον έσωσε από τη
φονική μανία και την πλάνη των δαιμόνων. Και τότε μυριάδες φωνές
Αγγέλων και Αρχαγγέλων άρχισαν να ψάλλουν μελίρρυτα και
γλυκόφθογγα. Ηταν τόση η ωραιότης των ψαλμών, τόση η ευφροσύνη
και η μακαριότης που τον πλημμύρισε που δεν άντεξε και
λιποθύμησε.

*************************************

59Α Μεταφορά από τη Δάφνη με βάρκα

Από τον Πατέρα Σεραφείμ τον Κάρσονα είχα ακούσει δυο διηγήσεις
την πρώτη με τον Πατέρα Προκόπιο και τη δεύτερη που θα σας πω
τώρα. Πρόκειται για έναν γέροντα μοναχό του οποίου το όνομα δεν
θυμάμαι. Σε πολύ γεροντική ηλικία πήρε τα εργόχειρά του και πήγε
στις Καρυές. Τα διέθεσε και με τα λεφτά που πήρε αγόρασε τα
απαραίτητα γι' αυτόν τρόφιμα ή άλλα είδη για τις ανάγκες του. Το
πρωί εκκλησιάστηκε στο Ναό του Πρωτάτου, κοινώνησε των Αχράντων
Μυστηρίων και ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής. Στο δρόμο
ήταν όλος χαρά. Η ψυχή του από την πολλή προσευχή και από την
πρωινή Θεία Κοινωνία πετούσε στα ουράνια. Αλλά ήταν όμως πολύ
πολύ γεροντάκι και σήκωνε και ένα φορτίο σαράντα οκάδες. Και
έτσι πάρα πολύ σιγά όπως περπατούσε άργησε να φτάσει έγκαιρα στη
Δάφνη και έχασε τη βάρκα που έκανε δρομολόγιο μια φορά το μήνα.
Μια φορά το μήνα πήγαινε και ερχότανε. Στενοχωρέθηκε πάρα πολύ
και κάθησε σε μια ακρούλα στον ταρσανά κλαίγοντας. Πότε έκλαιγε
και πότε έκανε προσευχή. - Και τώρα, Παναγία μου, Πανάχραντος
Μητέρα, τι θα γίνει; Μόνος κατάμονος. Πρώτα πρώτα ήταν
γεροντάκι. Δεύτερον είχε μεγάλο φορτίο. Οι αποστάσεις μεγάλες.
Ερημιά γύρω. Υπήρχε όμως και ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος ο
οποίος προήρχετο από τους φανατικούς Τούρκους χωρωφύλακες που
εκείνη την εποχή σκότωναν τους μοναχούς όταν τους έβρισκαν
μόνους. Και είχαν μάλιστα σκοτώσει αρκετούς. Ετσι λοιπόν στην
κατάσταση αυτή που ευρίσκετο περίμενε ποιος ξέρει δυο τρεις
πέντε ώρες. Ενώ βρισκόταν λοιπόν έτσι βλέπει ξαφνικά να
πλησιάζει μια βάρκα με δυο νέους. Βγήκαν από τη βάρκα, πήγαν
κοντά του και τον ρώτησαν γιατί ήταν πολύ στενοχωρημένος και
γιατί σχεδόν έκλαιγε. Αυτός τους είπε τι συνέβη. Αμέσως οι δυο
νέοι του λένε: - Ελα να σε πάμε εμείς στη σκήτη της Αγίας Αννης.
Τον βάλαν στη βαρκούλα, φόρτωσαν και τα πράγματα και ξεκίνησαν.
Η βαρκούλα όμως έφευγε πολύ γρήγορα παρά τα φαινομενικά κουπιά
όπως πηγαίναν. Ο παππούλης αυτός παραδόθηκε στην προσευχή και
έχασε κάθε αίσθηση και του χρόνου και του χώρου. Συνέβη κάτι που
συνήθως μας λένε οι νηπτικοί Πατέρες : "Οστις σάρκα ενίκησε την
φύσιν ενίκησε. Οστις την φύσιν ενίκησε υπέρ φύσιν γέγονεν. Οστις
υπέρ φύσιν γέγονεν όμοιος τω υπέρ φύσιν Δημιουργώ εγένετο.
Γίνεται όμοιος με τον Θεό, τον Δημιουργό του και Πλάστη του.
Αυτός πελάγη πορευτά. Δηλαδή αυτός σχίζει με μεγάλη ευκολία τα
πελάγη. Και αποστάσεις ευπέραστοι. Και αποστάσεις
εκμηδενίζονται". Ενωμένος λοιπόν με τον Κύριον του δεν κατάλαβε
απολύτως τίποτα. Οταν έφτασαν στην παραλία τον βοήθησαν να
αποβιβαστεί, του έδωσαν και το σάκκο του που ήταν όπως είπαμε
πάρα πολύ βαρύς. Τους ευχαρίστησε θερμά και άρχισε ο καημένος να
ψάχνεται για να τους πληρώσει ή να τους δώσει καμμιά ευλογία,
κανένα κομποσχοινάκι, κάτι να τους δώσει αφού τον έφεραν από
τόσο δρόμο. Αλλά εξαφανίστηκαν! Και η βάρκα μαζί και όλα
αφήνοντας πίσω τους μια άρρητη ευωδία και γεμίζοντας το γέροντα
εκείνο μοναχό, τον υπέργηρο, με δέος και έκσταση. Και ξαφνικά
βλέπει από μακριά να έρχεται το καϊκάκι της συγκοινωνίας με
ανοιχτά τα πανάκια από μακριά μακριά. Ποιοι ήσαν οι δύο νέοι;
Το ρώτησα κι εγώ. - Ποιοι ήσαν , Πάτερ μου; Ο Αγγελος φύλακας
και ο Αγγελος του Σχήματος. Δόξασε τον Θεό αλλά είχε να κάνει
και έναν ανήφορο πεντακόσια μέτρα, εφτακόσια. - Τώρα, λέει, με
φέρατε μέχρι εδώ άντε βοηθήστε με. Και ξαφνικά μαζί με το βάρος
των σαράντα οκάδων βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κελλιού του.
Ο γέροντας αυτός έζησε οσιακή ζωή μέχρι που πέθανε σε βαθιά
γεράματα πάνω από εκατό χρονών στο 1850 στο καλυβάκι του.
Χαρακτηριστικό του ήταν να ζει τη Θεία Λατρεία σε έκσταση χωρίς
αίσθηση του χρόνου, του χώρου, των αποστάσεων.

******************************************

59B Θαύμα στην κορυφή του όρους Σινά

Σε ένα αρχαίο Γεροντικό αναφέρεται το εξής περιστατικό: Στην
αγία κορυφή του όρους Σινά υπήρχε συνήθεια στα πολύ παλιά χρόνια
να τελείται Θεία Λειτουργία την ημέρα της Πεντηκοστής. Εμαζεύετο
πλήθος μοναχών από τις γύρω Σκήτες και τα ερημητήρια. Ενα
φοβερό γεγονός έγινε κάποια φορά μια χρονιά κατά τη διάρκεια της
Θείας Λειτουργίας. Αλλά αυτό βέβαια πριν μιανθεί η αγία κορυφή
και ο τόπος από τις ορδές των απίστων και των βαρβάρων. Τι έγινε
λοιπόν; Οταν ο Ιερεύς έκανε την πρώτη εκφώνηση της αγίας
Αναφοράς και είπε: "Τον Επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα και
κραγότα και λέγοντα" - εκείνα τα χρόνια βέβαια η εκφώνηση
ελέγετο ως εξής: "Τον Επινίκιον ύμνον της μεγαλοπρεπής Σου δόξης
λαμπρά τη φωνή άδοντα, βοώντα, δοξολογούντα και κραγότα και
λέγοντα" - ακούστηκε ένα φοβερό βουητό από όλα τα γύρω βουνά
μαζί που έμοιαζε με αντίλαλο και είχε ήχο φωνής. Και γεμάτη φόβο
και δέος μαζί αυτή η βοή απάντησε στην εκφώνηση του Λειτουργού
Ιερέως: "Αγιος, Αγιος, Αγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και
η γη της δόξης Σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις ευλογημένος ο
ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου". Αυτή η ακατάληπτη ομιλούσα βοή
επαναλάμβανε συνεχώς τον ύμνο μέχρι που τελείωσε η Θεία
Λειτουργία. Είναι αυτό που έλεγε ο Πατήρ Ιάκωβος. Μόλις πούμε το
Δι'ευχών τα πάντα ησυχάζουν από τις φωνές και τους ύμνους των
Αγγέλων. Από τους παρευρισκομένους μοναχούς και ασκητάς άκουσαν
αρκετοί αυτό το παράξενο και υπερκόσμιο βοητό αλλά όχι όλοι,
μόνον εκείνοι που είχαν κατάλληλα αυτιά για να ακούνε τους
ουράνιους ύμνους των Αγγέλων. Αυτό μας το λέει και μας το
διασώζει το Λειμωνάριον. Το γεγονός όμως αυτό επαναλαμβάνεται σε
άπειρες παραλλαγές κάθε φορά που τελείται το φρικτόν Μυστήριον
της Θείας Λειτουργίας.

********************

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 1994

58 Η Θεία Λειτουργία. Προοίμιον τής αγίας αναφοράς. Μερος 3ον. Άνω σχώμεν τάς καρδίας

*******************************

58Α Ελεημοσύνη εν σχέσει με τη Θεία Κοινωνία

Διηγείται ο πατήρ Παϊσιος, ο γνωστός μοναχός, στο τρίτο του
βιβλίο που έχει εκδώσει, ότι στη μεγάλη πείνα του 1917 οι
μοναχοί της μονής Ιβήρων στο Αγιον Ορος βλέποντας τις αποθήκες
της μονής να αδειάζουν είχαν ελαττώσει κατά πολύ την φιλοξενία.
Μάλιστα ένας προϊστάμενος ήταν τόσο τσιγκούνης που επέμενε πάρα
πολύ και την έκοψαν τελείως την φιλοξενία. Επόμενο ήταν και ο
Χριστός να σταματήσει τις ευλογίες του στο μοναστήρι. Αρχισαν να
πεινάνε οι Πατέρες και να παραπονούνται στον Κύριο, στην
Υπεραγία Θεοτόκο πως δεν φρόντιζε πλέον για το μοναστήρι τους.
Δυστυχώς δεν είχαν καταλάβει το μεγάλο λάθος που είχαν κάνει.
Μια μέρα λοιπόν παρουσιάζεται στην πόρτα της μονής ένας φτωχός,
ρακένδυτος άνθρωπος και ζητάει από τον πορτάρι λίγο ψωμί.
Εκείνος λυπημένος του λέει: - Δεν έχουμε, αδελφέ μου, δεν
έχουμε. Τίποτα δεν έχουμε. Γι' αυτό κόψαμε και την φιλοξενία.
Αλλά περίμενε, όμως, σε λυπάμαι, να σου φέρω λίγο από το
κομματάκι, το ψωμάκι που έχω στο κελλί μου για τον εαυτό μου να
στο φέρω. Πήγε λοιπόν στο κελλάκι του γρήγορα γρήγορα και έφερε
το ψωμί που είχε για τον εαυτό του και του το έδωσε. Εβλεπε όμως
ότι το πρόσωπο του φτωχού, του ρακένδυτου εκείνου ανθρώπου
άρχισε σιγά σιγά να λάμπει. Οταν πήρε λοιπόν ο φτωχός το ψωμί
λέει στον πορτάρη: - Ξέρεις γιατί ήρθε αυτή η δυστυχία στο
μοναστήρι; Επειδή διώξατε από το μοναστήρι δυο. - Ποιους
διώξαμε; ρωτάει ο πορτάρης. Και απαντάει ο φτωχός: - Τον δότε
και τον δοθήσεται. Μετά από αυτά τα λόγια έγινε άφαντος,
σκορπίζοντας μια θεϊκή λάμψη που θάμπωσε τον πορτάρη. Τα 'χασε
αυτός ο καημένος και φοβισμένος όπως ήταν τρέχει στους
προϊσταμένους της μονής, γιατί ήταν ιδιόρρυθμο, και διηγήθηκε το
γεγονός. Οι Πατέρες άρχισαν να βασανίζουν το μυαλό τους για να
θυμηθούν ποιοι ήταν αυτοί που έδιωξαν. - Δότε και Δοθήσεται; Τι
ονόματα πάλι είναι αυτά; Επειτα όμως κατάλαβαν ότι αυτά τα λόγια
είναι ευαγγελικά. Αρα λοιπόν αυτός που ήρθε και εξαφανίστηκε
πρέπει να ήταν ο Κύριος. Πρέπει να ήταν ο Χριστός. Κάποια
συμπληρωματικά πράγματα για αυτό το ίδιο γεγονός είχα ακούσει κι
εγώ το 1959 όταν για πρώτη φορά είχα επισκεφτεί το Αγιο Ορος,
από έναν μοναχό εκεί, νομίζω ερημίτης ήταν στις Καρυές του Αγίου
Ορους. Μου μιλούσε τότε για την αξία της ελεημοσύνης, της
πρακτικής ελεημοσύνης, της πνευματικής ελεημοσύνης εν σχέσει με
την Θεία Κοινωνία. - Οσο περισσότερο θα ελεείς από το υστέρημά
σου, μου έλεγε αυτός ο ανώνυμος - δεν θυμάμαι και το όνομά του -
τόσο και περισσότερο θα λαμβάνεις υλικά χαρίσματα. Θα λαμβάνεις
χαρίσματα και υλικά και πνευματικά. Ειδικά μάλιστα όταν θα
λειτουργείς και θα κοινωνείς αξίως των Αχράντων Μυστηρίων. Αυτό
συνέβη και με τον πορτάρη της μονής Ιβήρων το 1917. Οταν
κοινώνησε την άλλη μέρα έγινε όλο φως, ολόλαμπρος και
ολοφώτεινος. Ενιωσε μέσα του και το αισθάνθηκε αυτό η Θεία
Κοινωνία να σκορπάει, να απλώνεται τρόπον τινά σε ολόκληρο το
είναι του μια ευφροσύνη πολύ μεγάλη, λάμψις θείας μακαριότητος.
Τον κατέλαβε συγχρόνως και πολύ ταπείνωσις, συντριβή, δάκρυα.
Εκλαιγε και δεν ήξερε γιατί έκλαιγε. Και ύστερα άρχισε να
ντρέπεται. Εντρέπετο τον Σωτήρα του Χριστό και Κύριον του που
καταδέχτηκε να τον γεμίσει με τόσες ακατάληπτες δωρεές. Και
τελείωσε ο ερημίτης. Αυτά είναι που μου είπε εμένα. - Δοκίμασε
το, Διάκο - Διάκος ήμουν τότε - και θα το δεις και στην πράξη.
Η συνέχεια μετά από αυτό το γεγονός είναι γνωστή. Το γράφει και
ο πατήρ Παϊσιος. Οι Πατέρες μετανόησαν για το σφάλμα τους και
μόλις άρχισαν να δίνουν από το υστέρημά τους στους φτωχούς
μοναχούς και στους κοσμικούς κατέφθασαν και οι πλούσιες δωρεές
του Αγίου Θεού. Αυτό το γεγονός το ανέφερα όχι μόνον για το ότι
δεν πρέπει να είμεθα αφιλόξενοι αλλά ελεούντες τους πάντες και
τα πάντα έστω και για λίγο, αλλά επειδή εκείνος ο ερημίτης το
είχε συνδυάσει την ελεημοσύνη, την προσφορά προς τον πλησίον με
την πνευματική ελεημοσύνη εν σχέσει με την Θεία Κοινωνία και
εμείς βέβαια εδώ αναλύουμε την Θεία Λειτουργία.

*****************************************************

58Β Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης

Κάποτε σε μια μου επίσκεψη στο μοναστήρι του Αγίου Δαυίδ μου
εδιηγείτο ιδιαιτέρως ο Πατήρ Ιάκωβος ο μακαριστός, Ηγούμενος της
μονής του Αγίου Δαυίδ στην Εύβοια - την ευχή του να έχουμε. Ο
Αγιος αυτός Ιερεύς και Λειτουργός του Υψίστου μου είπε τα εξής:
- Οι χριστιανοί μας, Πάτερ μου, είναι δυστυχώς τυφλοί πνευματικά
και δεν βλέπουν τα πόσα γίνονται μέσα στη Θεία Λειτουργία. Μια
φορά λοιπόν που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω τη Μεγάλη
Είσοδο. Στο Χερουβεικό καθηλώθηκα έτσι ακίνητος μπροστά στην
Αγία Τράπεζα από αυτά που έβλεπα. Τα μάτια τα δικά μου όπως
καταλαβαίνετε άνοιξαν τόσα. - Τι έβλεπες, Πατέρα μου; τον
ρώτησα εκστατικός. Εκείνος δεν μου απάντησε και συνέχισε. - Ο
ψάλτης συνεχώς επαναλάμβανε : "Ως τον Βασιλέα των όλων
υποδεξάμενος, Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξάμενοι". Οπότε
ξαφνικά νιώθω ότι κάποιος με σπρώχνει από τον ώμο και με οδηγεί
στην Αγία Πρόθεση. Σαν να μου έλεγε : "Αντε, πήγαινε να κάνεις
την Αγία Πρόθεση. Τι περιμένεις;". Νόμισα λοιπόν πως ήταν ο
ψάλτης και είπα μέσα μου : "Ο ευλογημένος τόση ασέβεια έχει;
Μπήκε από την Ωραία Πύλη και με σπρώχνει;". Οπότε και γυρίζω και
βλέπω μια τεράστια φτερούγα που μου την είχε περάσει ο
Αρχάγγελος από τον ώμο μου και με οδηγούσε να κάνω τη Μεγάλη
Είσοδο. Το τι γίνεται εδώ μέσα, Πάτερ μου, στο Ιερό κατά τη
διάρκεια της Θείας Λειτουργίας δε λέγεται. Αυτά περίπου μου
είπε. Στο καινούριο βιβλίο όμως που εξεδόθη από τους Πατέρες
της μονής του Αγίου Δαυίδ και στη σελίδα 81 περιγράφει όπως και
άλλα πολλά που είχαμε ακούσει εμείς την ίδια λειτουργική θεωρία
και προσθέτει μερικά άλλα τα οποία σε εμένα δεν τα έχει πει. -
Πολλές φορές δεν μπορώ να αντέξω από αυτά που βλέπω και κάθομαι
στην καρέκλα. Οπότε όταν λειτουργώ με άλλους ορισμένοι
συλλειτουργοί μου νομίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία
μου και ανησυχούν. Αλλά δεν ξέρουν τι βλέπω και τι ακούω. Τι
φτερούγισμα, παιδί μου, οι Αγγελοι, τι φτερούγισμα. Μόλις ο
Ιερέας πει το "Δι' ευχών" στο τέλος φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις
και μέσα στο Ιερό πλέον έχουμε απόλυτη ησυχία. Αυτά από τον
Πατέρα Ιάκωβο.

***************************

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 1994

57 Η Θεία Λειτουργία. Προοίμιον τής αγίας αναφοράς. Μερος 2ον. Η Τριαδική αποστολική ευλογία

**************************


57Α Σκούπισμα του ναού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας

Κάποτε, αδελφοί μου, σε κάποιο ανδρικό ρωσικό μοναστήρι, όπως
μας διηγείται ο στάρετς Σαμψών, κατά τη διάρκεια της Θείας
Λειτουργίας κάποιος μοναχός θυμήθηκε ότι του είχαν δώσει εντολή
να σκουπίσει καλά την πόρτα του Καθολικού, του κυρίου δηλαδή
Ναού, και αυτός το είχε λησμονήσει. - Ας το κάμω τώρα, είπε με
το λογισμό του, αφού αυτή τη στιγμή δεν είναι σπουδαίο το μέρος
αυτό της Θείας Λειτουργίας. Ησαν τα Πληρωτικά μετά την Μεγάλη
Είσοδο. Στη Θεία Λειτουργία όμως, έχουμε τονίσει αυτό
επανειλλημένες φορές, δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές στιγμές.
Ολες οι στιγμές είναι σπουδαίες. Και αυτό φαίνεται από την
ανάλυση που κάνουμε. Κάθε λόγος και ευλογία και κάθε κίνησις και
θέσις του Λειτουργού Ιερέως μέσα στη Θεία Λατρεία έχει την
ανυπέρβλητη σπουδαιότητά της. Η αξία της κάθε στιγμής της Θείας
Λειτουργίας είναι ειδική και ουράνια. Πήγε λοιπόν ο μοναχός,
πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει εκείνη την ώρα. Από μέσα
του νοερά έλεγε την ευχούλα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με",
και με τα μάτια του παρακολουθούσε πότε πότε τις εκφωνήσεις των
ειρηνικών. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και όπως έστρεψε το βλέμμα
του ψηλά βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν οι τρούλοι της Εκκλησίας
όπως είναι οι ρωσικοί Ναοί και να παρουσιάζεται μπροστά του η
θριαμβεύουσα Εκκλησία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Φοβερή ήταν
όντως η εικόνα. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη τράπεζα όσο και ο
ουρανός και μπροστά από αυτήν τρεις Αρχιερείς ήσαν γονατιστοί.
Αυτούς τους τρεις Αρχιερείς τους περιέβαλλαν και άλλοι και άλλοι
και άλλοι και αυτούς πλήθος Ιερέων και Διακόνων. Δεξιά και
αριστερά ίσταντο αγγελικές χωρωδίες με απερίγραπτη απαστράπτουσα
ομορφιά. Η δόξα και το φως ανέκφραστα. Οι μελίρρυτες και
ακατάληπτες μελωδίες των παρισταμένων Ταξιαρχιών τον γέμισαν από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη. Ετελείτο τροπον τινά η ουράνιος
Θεία Λατρεία σε μια όμως παράξενη μορφή που έμοιαζε με την
επίγεια Θεία Λειτουργία και ετελείτο ολόκληρη. Την τελούσαν
άγιοι Ιεράρχες, Ιεράρχες σαν τον Μέγα Βασίλειο, τον Αγιο
Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, - τρεις -
σαν τον Μέγα Αθανάσιο, τον Μέγα Φώτιο και τον Αγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, - τρεις - σαν τον Αγιο Νικόλαο, τον Αγιο Σπυρίδωνα, τον
Αγιο Νεκτάριο, - τρεις -. Εστάθη ο μοναχός ακίνητος,
μαρμαρωμένος σαν κολώνα μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Αλλά και εκεί στον ουράνιο Ναό της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας, της
Ανω Ιερουσαλήμ, και εκεί κοινώνησαν και κοινωνούν. Κοινωνούν
αδιαλείπτως από τη δόξα και το άκτιστον τριαδικό φως, από την
αμβροσία της θείας μακαριότητος, από το ποτήριον των απορρήτων
Μυστηρίων. Φεύγοντας οι μοναχοί από την Εκκλησία τον είδαν
ακίνητο και μαρμαρωμένο το μοναχό. Ηταν σα στήλη άλατος,
μουσκεμένος από τα δάκρυα, κυριολεκτικά μουσκεμένος. Ολα τα ράσα
του, τα πάντα ήταν μούσκεμα σαν να είχε βγει από βροχή.
Στράγγιζαν τα ράσα του λέει από τους ποταμούς των δακρύων. Τον
πήραν λοιπόν με πολλή προσοχή και τον μετέφεραν απαλά απαλά στο
κελλάκι του. Και εκεί μέσα έμεινε ώρες πολλές σα χαμένος,
τελείως εκστατικός, θαμπωμένος από τη θεία αποκάλυψη. Οταν
συνήλθε ήρθε και ο Πνευματικός του. Τον συνέφερε από τα δάκρυα
και κατόπιν πήγαν μαζί στον Ηγούμενο της μονής, όπου και
διηγήθηκε με δέος και ταπείνωση πολλή το εξαίσιον και θείον
όραμά του. Ισως να ήταν ο Αγιος Σαμψών ο στάρετς όταν πρωτομπήκε
φαίνεται νεαρός δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι. Πιθανόν, δεν το
λέει αλλά τέτοια υποψία υπάρχει.

****************************************

57A Περιστέρι πάνω από τα Τίμια Δώρα

Από τις σημειώσεις που βρήκα τώρα τελευταία μου διηγείτο ο
παπα-Κυριάκος από το Τσατσιφλίκ της Δράμας ότι προ του 1920 είχε
γνωρίσει ένα Ιερέα ο οποίος δεν έκαμε τον καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων εάν προηγουμένως δεν ήρχετο ένα λευκότατο αστραφτερό
περιστέρι λουσμένο μέσα σε άπλετο λευκό φως να στέκεται ακίνητο
πάνω σε αυτά, τα Τίμια Δώρα. Και μετά τον καθαγιασμό για λίγες
στιγμές να αστράφτει ολόκληρο το Αγιον Βήμα και το περιστέρι να
εξαφανίζεται. Κάποτε δεν ήλθε το περιστέρι. Και εκείνος
περίμενε. Και μαζί του περίμενε όλο το χωριό, 1920 μιλάμε, γιατί
ήταν Χριστούγεννα. Η ώρα περνούσε και ο ευλαβής εκείνος Ιερεύς
δεν έλεγε να κάμει τη μεταβολή, διότι δεν ήξερε άλλον τρόπο.
Αυτό γνώριζε, αυτό ζούσε. Κάθε φορά που ήταν να γίνει η μεταβολή
και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων ήρχετο το πανάλευκο αυτό
περιστέρι. Και άρχισε να κλαίει. Την ευχή του να έχουμε από τους
Ουρανούς και τις πρεσβείες του. Τότε βγαίνει λοιπόν στο
εκκλησίασμα και τους λέει: - Το Αγιον Πνεύμα δεν κατεβαίνει. Το
περιστέρι δεν ήρθε. Συγχωρέστε με, συγχωριανοί μου, είμαι
αμαρτωλός. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με. Εγώ θα καθήσω εδώ να
περιμένω μέχρι που να έρθει. Εσείς τι θα κάνετε; Τι θα κάνει το
χωριό, θα 'φευγε; Εκατσε και εκείνο και περίμενε. Αλλά μόλις
τελείωσε βλέπει ξαφνικά το περιστέρι να κατεβαίνει σαν αστραπή
από τον τρούλο της Εκκλησίας και να στέκεται όπως πάντα πάνω από
τα Τίμια Δώρα, όλο φως και όλο δόξα. Και εκείνος ο παππούλης
είπε: - Ηρθε. Και γύρισε απλά και έκαμε τον καθαγιασμό και
συνέχισε τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία.

*******************************************

57Β Ο παπα-Δανιήλ

Χριστιανοί μου, πολλές δωρεές, πολλές ευλογίες και πλούσια
Τριαδικά χαρίσματα ελάμβανε κάθε μέρα, στην καθημερινή του Θεία
Λειτουργία, ο παπα-Δανιήλ ο ησυχαστής στο Αγιον Ορος. Αυτός
λειτουργούσε κάθε μέρα ακόμα και τη Μεγάλη Σαρακοστή επί 60
ολόκληρα χρόνια. Πολλά είχα ακούσει για αυτόν τον ασκητή
Λειτουργόν του Υψίστου. Ητο επίγειος Αγγελος και αγγελικά μαζί
με τους Αγγέλους λειτουργούσε. Ο Πνευματικός μου παππούς, γέρων
Ιωσήφ ο Σπηλιώτης και ησυχαστής, μαζί με τον παραδελφό του,
Γέροντα Αρσένιο, οδοιπορούσαν επί ώρες για να τον βλέπουν και να
τον απολαμβάνουν λειτουργούντα. Τίποτα άλλο δεν ήθελαν, μόνον να
τον βλέπουν λειτουργούντα. Ησύχαζε και λειτουργούσε στη σπηλιά
του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου. Για αυτόν γράφουν και λένε οι
Πνευματικοί Πατέρες οι Αγιορείτες ότι ήτο λειτουργικόν πνεύμα
και μια πυρός φλοξ, σύμφωνα με το ψαλμικόν: "Ο ποιών τους
Αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα",
από τον 103 Ψαλμό. Οσοι είχαν παρακολουθήσει έστω και μία Θεία
Λειτουργία του παπα-Δανιήλ ομολογούσαν ότι ήταν πραγματική
μυσταγωγία, μια κατάβασις της ουράνιας λατρείας κάτω στη γη εκεί
στη σπηλιά όπου λειτουργούσε ο παπα-Δανιήλ αλλά συγχρόνως και
μια πραγματική ανάβασις του επι γης θυσιαστηρίου στην ουράνια
λατρεία, στο ουράνιον θυσιαστήριον της Ανω Ιερουσαλήμ. Και για
να έχει η Λειτουργία του μεγαλύτερο μάκρος τελούσε κάθε μέρα τη
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που ως γνωστόν την τελούμε
μόνον 10 φορές το χρόνο. Εδιάβαζε τις Ευχές αργά αργά και με
νόημα, με πολλή κατάνυξη. Δεν εβιάζετο καθόλου. Από ποιον να
βιαστεί και γιατί; Ολη νύχτα και κάθε νύχτα ήταν δική του.
Ησυχαστής ήταν. Ποιες θα ήταν οι εργασίες του τη μέρα; Μόνον
προσευχή και Λειτουργία. Με την κατάνυξη ήρχοντο άφθονα, ήρεμα
και γλυκύτατα δάκρυα, τα γλυκύρροα όπως τα λένε οι νηπτικοί
Πατέρες. Από την ευφροσύνη της κατανύξεως και των πολλών δακρύων
σταματούσε τις εκφωνήσεις και το διάβασμα των Ευχών. Τόση δε
ήταν η κατάνυξίς του ώστε δεν έλεγε "Δι' ευχών" εάν δεν εγίνετο
το χωματένιο δάπεδο της θεόκτιστης σπηλιάς λάσπη από τα δάκρυα.
Για 60 ολόκληρα χρόνια λειτουργούσε κάθε μέρα αδιαλείπτως χωρίς
κανένα κενό, ούτε ένα. Μετά το πέρας της τελευταίας Θείας
Λειτουργίας, όταν απεσύρθη για να ησυχάσει - είχε αυτή την αγία
συνήθεια να αποσύρεται για μια-δυο ώρες και να απολαμβάνει το
μεγαλείο των θείων δωρεών που ελάμβανε στη Θεία Λειτουργία -
εκοιμήθη. Κάθε του Θεία Λειτουργία διαρκούσε ώρες πολλές.
Μακάριες οι στιγμές και οι ώρες που ηρπάζετο ο νους του
παπα-Δανιήλ στην ουράνια λατρεία και εκεί με τις δεήσεις του και
με τις παρακλήσεις του τις γεμάτες κλαυθμούς και δάκρυα γέμιζε
την κτίσιν του Θεού - τι λένε οι Πατέρες για αυτόν - με
παραδεισένια ομορφιά αλλά και τους κλονισμένους χριστιανούς στον
κόσμο στερέωνε, τους αδυνάτους δυνάμωνε, τους εσκοτισμένους
φώτιζε, τους θλιμμένους και πονεμένους παρηγορούσε, τους
μοναχούς προστάτευε, τους αγωνιζομένους πιστούς θωράκιζε. Και
με το πλήθος αυτό των καθημερινών του δακρύων και κλαυθμών
άνοιγε δρόμους σωτηρίας για μας τους αμαρτωλούς. Ηταν ένας από
εκείνους τους λίγους της κάθε γενιάς που αγγελομόρφωνε τον
κόσμο. Είναι φράσεις των Πατέρων για τον παπα-Δανιήλ. Η χάρις
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός
και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είοι με τα πάντων ημών.
Πιστεύω όταν θα το 'λεγε αυτό όλη η ευλογία η τριαδική αυτή του
Θεού θα περνούσε από τα χέρια του σε όλον τον κόσμο.

***************************

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 1994

56 Η Θεία Λειτουργία. Προοίμιον τής αγίας αναφοράς. Μερος 1ον. Στώμεν καλώς

****************************

56Α Φωτιές από το Αγιο Ποτήριο

Το 1950 ή 51 δεν θυμάμαι ακριβώς, πήγαμε με τα κατηχητικά
σχολεία της Δράμας στο Μπράβι Καβάλας, τη σημερινή
Ελευθερούπολη, επί τη λήξη των κατηχητικών σχολείων. Το
απογευματάκι κάναμε μια εκδήλωση εκεί με τραγούδια, τοπικούς
χορούς, με χριστιανικά σκετς και άλλα πολλά. Εγώ δεν ελάμβανα
μέρος και κάθισα εκεί κάπου κοντά μαζί με κάτι παππούληδες. Με
τραβούσε το ράσο λιγάκι και κάθισα κοντά τους. Παρακολουθούσαν
εκεί όλο το χωριό τις εκδηλώσεις. Και σε μια στιγμή λέει ο
Ιερεύς γυρίζοντας σε μένα: - Δεν θα ήταν πιο καλύτερα να
μαζεύαμε όλους αυτούς τους νέους και είστε τόσοι πολλοί - και
πράγματι ήμασταν πολλοί, μπορεί να ήμασταν και 500, όλα νέα
παιδιά - και να λέγαμε κάτι από τη Θεία Λειτουργία; Γιατί
συμβαίνουν τόσα φοβερά εκεί μέσα και οι χριστιανοί μας και οι
πιστοί μας δεν τα γνωρίζουν. - Εχεις δίκιο, λέω, παππούλη,
γιατί τέτοια πράγματα λέει και ο γέροντας από τη Σίψα. - Α, μου
λέει, τον ξέρεις; - Τον ξέρω. Για πες μου τίποτα από αυτά και
άστους αυτούς να τραγουδούν. Πού είσαι εδώ στο Μπράβι; - Οχι,
είμαι στη Νικίσιανη. Το βρήκα γραμμένο πριν από τις γιορτές και
είπα να σας το πω σήμερα αυτό. Κάποτε, λέει, έβλεπα μέσα σε
όλες τις Ακολουθίες και ειδικότερα στη Θεία Μετάληψη και στη
Θεία Λειτουργία, στις ευχές ότι ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον
και αλοίμονο σε αυτούς που κοινωνούν αναξίως. Καταφλέγει τους
πάντας. Ενώ στον άξιο καίει την αμαρτία και καταφλέγει το
διάβολο. Και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ο Θεός
να είναι φωτιά και τον μεν άξιο να φωτίζει, να χαϊδεύει, τον δε
ανάξιο να κατακαίει. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό και το
είχα για πολύν καιρό απορία. Σε μια Λειτουργία, μετά τον
καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων - τώρα πέρασαν και χρόνια δεν
θυμάμαι πώς ακριβώς μου τα έλεγε και με τον δικό του τρόπο τον
απλό, πατήρ Ιωάννης, έτσι λεγόταν, έχει κοιμηθεί τώρα - βλέπω,
λέει, ξαφνικά, όταν σηκώθηκα γιατί ήταν καθημερινή από το Αγιο
Ποτήριον να βγαίνουν φωτιές, μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων. Τρόμαξα, λέει και εγώ, γούρλωσα τα μάτια μου, και έλεγα:
"Θεέ μου, πάρτο τώρα αυτό από εδώ γιατί πώς θα κοινωνήσω
ύστερα;". Και σταμάτησα τη Θεία Λειτουργία και δεν είπα τίποτε
άλλο παρακάτω μέχρι που να φύγει αυτό. Και τελικά εδέησε ο καλός
Θεός να το πάρει. Από τότε λέει τι να πω; Δεν θα ήταν πιο
ωφέλιμη αυτή η ιστορία από όλα όσα γίνονται εδώ; Εσείς τι λέτε
δεν θα ήταν πιο ωφέλιμα από τα τραγουδάκια και τα σκετσάκια;

**********************************************

56A Φλόγα μέσα από το Αγιον Ποτήριο

Ενα παρόμοιο γεγονός το διηγείται ο στάρετς Σαμψών της Ρωσίας,
που εκοιμήθη μάλιστα οσιακώς πρόσφατα το 1979. Κάποτε κάποιος
απλός Ιερομόναχος λειτουργούσε, γράφει. Και στο "Πρόσχωμεν τα
Αγια τοις Αγίοις", καθ' ω χρόνο σήκωσε τον Αμνό, το Σώμα του
Κυρίου ψηλά και σταυροειδώς πάνω από το Αγιον Δισκάριο, βλέπει
ξαφνικά να αναπηδά από το Αγιον Ποτήριο μια φλόγα, φλόγα λευκής
φωτιάς. Δεν κατέβηκε η φλόγα από πάνω προς τα κάτω αλλά
αναπήδησε μέσα από το Αγιον Ποτήριο. Ηταν τόση η έκπληξη, ο
θαυμασμός και το δέος που τον κατέλαβε ώστε δεν μπορούσε να
κάνει την ένωση, δηλαδή να βάλει το Σώμα μέσα στο Αγιον Ποτήριο.
Το παρακολουθούσε βουβός από το δέος με αίσθημα πλήρους
ταπεινώσεως και συντριβής μέχρι που αυτό εξαλείφθηκε. Μάλιστα,
λέει, ο στάρετς Σαμψών, αυτό συνέβη στις πονηρές ημέρες μας,
στην εποχή της αποστασίας, σε έναν απλό και τυχαίο Λειτουργό της
Ορθοδόξου Εκκλησίας.

**********************************************

56A Φλόγα όταν η Θεία Κοινωνία έπεσε κάτω

Εγώ όμως έχω να προσθέσω και ένα τρίτο γεγονός, σχεδόν παρόμοιο,
που συνέβη το Δεκέμβριο που μας πέρασε. Σε ένα Ναό του Αγίου
Νικολάου που πανηγύριζε σε μια γειτονική μας Μητρόπολη, στις
6-12-1993, εκκλησιάστηκε κάποιος χριστιανός. Πολύς ο κόσμος, οι
άγιοι επίτροποι : "Περάστε μπροστά, περάστε μπροστά", βρέθηκε
λοιπόν εδώ μπροστά, στο σολέα. Μετά το κήρυγμα βγήκε ο
Αρχιερεύς, είπε "Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε"
και ένας Ιερεύς μαζί με έναν Διάκονο άρχισαν να κοινωνούν τους
πιστούς. Αλλά ο συνωστισμός πολύς, αταξία μεγάλη και μέσα στα
σπρωξίματα φαίνεται κάποιος χτύπησε το χέρι του Ιερέως και έπεσε
η Θεία Μετάληψις κάτω. Απομάκρυναν λοιπόν αμέσως τον κόσμο και ο
χριστιανός είδε. Τι είδε ο χριστιανός αυτός; Είδε ακριβώς εδώ
στο σολέα, όπου έπεσε η Θεία Κοινωνία να αναπηδά μια λευκή
φλόγα, όχι λέει σαν τις φλόγες που ξέρουμε. Αυτή ήταν άσπρη και
κυματιστή. Ετσι κινείται και η φλόγα. Ηθελα να του πω μήπως
έριξαν οινόπνευμα. Μου λέει "Στάσου, μη βιάζεσαι, άσε με να
τελειώσω". Και μπαίνει μέσα ο Ιερεύς και ο Διάκονος, αφήνουν το
Αγιο Ποτήριο πάνω στην Αγία Τράπεζα, έρχεται ο Ιερεύς έξω και
γονατίζει και σκύβει και άρχισε λέει να ρουφά - αυτό έβλεπε - τη
φλόγα. Αφού την κατάπιε ολόκληρη εξαφανίστηκε. Υστερα έρχεται
λέει ο Διάκος και ρίχνει με ένα μπουκαλάκι οινόπνευμα και με
σπίρτα, ρίχνει επάνω στο τσιμέντο, στο πλακάκι, τι ήταν εκεί,
οινόπνευμα, άναψε και ένα σπίρτο και άρχισε να καίγεται. Αυτή η
φλόγα όμως ήταν διαφορετική από την άλλη. Συγκλονίστηκε από αυτό
το γεγονός που είδε, από το πρώτο, όχι το δεύτερο, το δεύτερο
ήταν κάτι υλικό και πραγματικό. Μέρα νύχτα εβασανίζετο από αυτό
που αντίκρυσαν τα μάτια του, μέρα νύχτα. Μέσα του έγινε ένας
πραγματικός σεισμός. Και από εκείνη τη στιγμή και ύστερα είπε
πρέπει να πάω να εξομολογηθώ. Ουδέποτε είχε πάει σε Πνευματικό
και σε εξομολόγηση. Και είχε 40 χρόνια να κοινωνήσει. Ετσι μια
εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα βρέθηκε μπροστά στο Πετραχείλι και
όπως μου το διηγήθηκε σας το ανέφερα, βέβαια με την άδειά του
και ανώνυμα.

*******************************************

56Β Ο Αγιος Ιάκωβος ο Νεομάρτυς

Γύρω στο 1520, χριστιανοί μου, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας
έμπορος ονόματι Ιάκωβος. Ηταν χριστιανός αλλά η πόρτα της
Εκκλησίας δεν τον ήξερε. Την περνούσε μόνο δυο τρεις φορές το
χρόνο και πώς να θυμόταν η πόρτα της Εκκλησίας ποιος ήταν ο
Ιάκωβος. Οσο δε για την πόρτα του Πνευματικού αυτή δεν την είχε
δει ποτέ. Σήμερα θα λέγαμε χριστιανός της ταυτότητας ΧΟ. Κάποια
μέρα λοιπόν ξαφνιάστηκε όταν άκουσε έναν φίλο του Τούρκο να
θαυμάζει την πίστη των χριστιανών. Τι του είπε; - Είχα τη
γυναίκα μου άρρωστη. Και αφού δεν είδα κανένα καλό από όλους
τους δικούς μας γιατρούς πήγα να τη διαβάσει ο δικός σας ο
Πατριάρχης ο Νήφων. Τελείωνε εκείνο το πρωινό η Εκκλησία σας
και φώναξα εκεί στην πόρτα και λίγο πιο μέσα τον Πατριάρχη. Ηρθε
ντυμένος όπως ήταν, με τα παράξενα εκείνα ρούχα που φορούσε,
εννοούσε βέβαια τα άμφια, και άρχισε να διαβάζει την άρρωστη
γυναίκα μου. Μόλις άρχισε το διάβασμα ο Πατριάρχης ξαφνικά
άνοιξε ο τρούλος της Εκκλησιάς σας και ξεχύθηκε ένα φως πολύ
δυνατό από τον ουρανό προς τα κάτω. Και δεν το είδα μόνον εγώ
αλλά το είδαν και οι σκλάβοι μου, οι υπηρέτες μου και τρόμαξαν.
Αυτό το ουράνιο φως σκέπασε τον Πατριάρχη και τη γυναίκα μου τη
Φατμέ, φωτίζοντας συγχρόνως πολύ παράξενα και όλη την Εκκλησία.
Και η γυναίκα μου η Φατμέ σηκώθηκε, έγινε καλά. Γι' αυτό σου λέω
ότι έχετε σπουδαία πίστη σεις οι Ρωμιοί, οι χριστιανοί. Τα
λόγια αυτά συγκλόνισαν τον Ιάκωβο, ένιωσε σαν να ξυπνάει από
όνειρο. Μαχαίρια του τρύπησαν την καρδιά. Ανοιξε ο νους του,
φωτίστηκε. Κατάλαβε πολύ καλά τι πολύτιμος θησαυρός ήτο η
ορθόδοξος πίστις του. Κατενύχθη, δάκρυσε, ντράπηκε. Και ντράπηκε
που ένας Τούρκος είχε εκτιμήσει πολύ περισσότερο από αυτόν τη
χριστιανική του πίστη. Ντράπηκε πάρα πολύ. Οι πολλές δουλειές
και η πλεονεξία του τον κοίμιζαν ή μάλλον τον τύφλωναν και δεν
τον άφηναν να δει την ομορφιά, την αλήθεια και τη δύναμη της
χριστιανικής πίστεως. Η επομένη μέρα ήτο Κυριακή. Πηγαίνει
λοιπόν από τα χαράματα στην Εκκλησία, παρακολουθεί κλαίγοντας
τον Πατριάρχη Νήφωνα, τον μετέπειτα Αγιο της Εκκλησίας μας, τον
Αγιο Νήφωνα, να τελεί την αναίμακτη θυσία της Θείας Λειτουργίας.
Κι έφτασε η στιγμή της Αγίας Αναφοράς. Μετά το "Στώμεν καλώς"
του Διακόνου ακολουθεί η τριαδική ευλογία υπό του Πατριάρχου.
Και από τα χέρια του Αγίου Νήφωνος, όπως ευλογούσε τον λαό,
βλέπει να ξεπετάγονται ακτίνες και αστραπές θείου φωτός που
χτυπάνε τα στήθη των εκκλησιαζομένων χριστιανών. Μια ακτίνα
αυτού του ακαταλήπτου, φαντάζομαι ακτίστου, φωτός χτύπησε και τα
στήθη του Ιακώβου. Και τότε πλημμύρισε από ευτυχία, από
μακαριότητα, από θεία ευφροσύνη, από ανέκφραστη μέσα του γαλήνη.
Ούτε κατάλαβε πότε τελείωσε η Θεία Λειτουργία. Ηταν μόνος του
εκεί, είχαν φύγει όλοι και αυτός είχε μείνει μόνος του. Το ίδιο
απόγεμα ζήτησε τον Πατριάρχη και εξομολογήθηκε με πολλή συντριβή
και ειλικρίνεια. Τόσα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και δεν είχε
πάρει είδηση ότι είχε δίπλα του έναν άγιο κληρικό, έναν έμπιστο
και σοφό θησαυροφύλακα του πλούτου της αγάπης του Θεού, έναν
πιστό αληθινό οικονόμο της θείας χάριτος. Μέχρι τώρα
εμπιστευόταν μονάχα τα λεφτά του. Μέσα σε μια μέρα όμως άλλαξε ο
Ιάκωβος. Μοίρασε ολόκληρη την περιουσία του στους φτωχούς,
300.000 χρυσά νομίσματα. Για την εποχή μας ξέρετε τι θα λέγαμε;
2 δισεκατομμύρια. Και έγινε μοναχός, καλόγηρος. Η δράσις του
κατόπιν, τα κηρύγματά του ήσαν φλογερά σαλπίσματα για να
ξυπνήσει το σκλαβωμένο γένος των Ορθοδόξων Ελλήνων. Αυτό δεν
άρεσε βέβαια στους κατακτητές, στους Τούρκους, τον συνέλαβαν και
ύστερα από μαρτύρια φρικτά τον απεκεφάλισαν. Ετσι ο Αγιος
Ιάκωβος ο Νεομάρτυς μαρτύρησε για τη δόξα του Χριστού από ένα
γεγονός που συνέβη σε έναν αλλόθρησκο, σε έναν αλλόπιστο, σε
έναν Τούρκο, το Νοέμβριο του 1520.

********************