Και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενες κι είχες πια ξεχάσει πώς ήταν, μέσα στην ασφυκτική από τη ζέστη μιζέρια ενός άλλου Αυγούστου, ενός Αυγούστου δίχως σχέδια και προσδοκίες για έναν καλύτερο Σεπτέμβρη, από το κουτί της τηλεόρασης ξεπρόβαλε το λησμονημένο σου είδωλο και κάπως σαν να σου θύμισε πώς ήσουν και πώς μπορείς να είσαι. Ήταν αυτή η αναπάντεχη εικόνα των αθλητών που αγωνίστηκαν και κέρδισαν, που σου θύμισε έννοιες καταχωνιασμένες, αυτές της προσπάθειας, της επιτυχίας, της χαράς, της εθνικής υπερηφάνειας. Κι ίσως αυτό είναι που καθιστά τους ολυμπιακούς αγώνες του 2016 στο Ρίο τους πιο σημαντικούς αγώνες των τελευταίων ετών για τον τόπο μας. Λειτούργησαν σαν καθρέφτης αλλά και ως ξυπνητήρι.
Από τον Ιανουάριο του 2015 η ελληνική κοινωνία ζει τη σταδιακή αλλά και ταχύτατη μετάλλαξή της σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Η «ελπίδα» που αποκαλύφθηκε πως ήταν μια εν ψυχρώ «απάτη», τα αμέτρητα αδιανόητα που αποκαλύπτονται (όπως γύρω από την κυβερνητική προετοιμασία για πραξικόπημα), η απροθυμία της αντιπολίτευσης να πάρει σοβαρές πρωτοβουλίες γιατί «δεν την συμφέρει ακόμα πολιτικά», ο διεθνής εξευτελισμός και περιθωριοποίηση της χώρας μας, η υποχώρηση των εθνικών θεμάτων και τόσα όλα, σιγά σιγά μας έπεισαν πως αυτό είναι το πεπρωμένο μας και αυτή η «κανονικότητά» μας. Είμαστε πια καταδικασμένοι να αναζητάμε τρόπους τυπικής επιβίωσης δίχως προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή για εμάς και τα παιδιά μας. Θα έχουμε μια εχθρική κυβέρνηση που θα μας απειλεί λέγοντας ότι η θητεία της διαρκεί έως το 2019!
Θα περπατάμε, άραγε, με το κεφάλι σκυφτό κάνοντας ότι δεν βλέπουμε τα αδίστακτα παιχνίδια της κυβέρνηση με τους δημοκρατικούς θεσμούς και τη δικαιοσύνη, καμώμενοι τους αδιάφορους όταν ακούμε για σχέδια κατάλυσης του συντάγματος με χουντικές μεθοδεύσεις, παριστάνοντας τους ευχαριστημένους για τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος και τα λουκέτα στις επιχειρήσεις (αποδεχόμενοι το σχήμα «τώρα πληρώνουν οι πλούσιοι που σου ρούφαγαν το αίμα» κι ας είσαι εσύ ο ίδιος αυτός που καταστράφηκε και η επιχείρησή σου δεν ήταν παρά ένα μικρό ανθοπωλείο ή ένα κατάστημα ρούχων), αλλάζοντας κουβέντα όταν κάποιος αναρωτιέται με βροντερή φωνή αν είναι νόμιμος ο τρόπος που γίνεται η αδειοδότηση των καναλιών, διαβάζοντας αμίλητοι στις εφημερίδες για νέους τρόπους εντοπισμού του «πλούτου» μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γνωρίζοντας πως, αν πεις κάτι, η απάντηση θα είναι «γιατί, έχεις τίποτα να κρύψεις;» (μια φράση από τα πολύ παλιά), πληρώνοντας αγόγγυστα φόρους κι άλλους φόρους κι, αν κάπως δυσανασχετήσεις, θα σου θυμίζουν πως «εσύ μας ψήφισες, το ήξερες», επιπλήττοντας το παιδί σου που ζητάει να βρει μια καλύτερη δουλειά υπενθυμίζοντάς του πως άλλοι δεν έχουν να φάνε. Κι αν κάτι σου έχει μείνει, είναι να παρακολουθείς στα φιλοκυβερνητικά ρεπορτάζ το καγκελάρι («όχι οποιοδήποτε δημοτικό χορό» όπως σε ενημέρωσαν τα επίσημα ΜΜΕ) που χόρεψε ο πρωθυπουργός μας, αυτός ο πρωθυπουργός που είναι ένας από εμάς, το «το δικό μας παιδί» που έχει μαζί μας «γνήσια και άδολη σχέση» και χορεύει με τον παπά του χωριού, κι ας κάνεις τη σκέψη μέσα σου πως εσύ φέτος δεν χόρεψες σε κανένα πανηγύρι, δεν είχες διάθεση, οι έγνοιες σε βάραιναν αλλά δεν πειράζει, γιατί έχεις πρωθυπουργό που χορεύει αυτός για σένα, είναι αυτός που κάνει όσα εσύ δεν μπορείς, ο πατερούλης που θυσιάζεται γιατί νοιάζεται για σένα.
Και κάπως έτσι βυθισμένοι στην αποδοχή της σιωπής και στην καταστολή όποιας επιθυμίας, εμφανίστηκε στην τηλεόραση μια εικόνα που κάτι μας θύμισε, μια εικόνα που μας έκανε να νιώσουμε κεφάτοι για ζωή δίχως να ξέρουμε γιατί. Ήταν αυτή η γεμάτη αυτοπεποίθηση εικόνα της Άννας Κορακάκη. Στην αρχή δεν κατάλαβες. Θα ήταν η χαρά της αθλήτριας που σε συνεπήρε. Κι έπειτα ήρθε ο Λευτέρης Πετρούνιας και ο Σπύρος Γιαννιώτης και η Κατερίνα Στεφανίδη και οι Παναγιώτης Μάντης και Παύλος Καγιαλής και όλοι οι αθλητές που αγωνίστηκαν και πέτυχαν μικρές και μεγάλες νίκες. Και μαζί με τα μετάλλια ήρθαν και οι ιστορίες τους. Ιστορίες προσπάθειας, αγώνα, επιτυχίας. Και κάπως έτσι μέσα από τις δικές τους ζωές ξεπρόβαλε η δική σου θύμηση.
Όχι, δεν ήμασταν έτσι πριν ενάμισι χρόνο. Δεν ήμασταν σιωπηλοί, δεν ήμασταν παραδομένοι. Είχαμε όνειρα και διάθεση. Θέλαμε το καλύτερο και το παλεύαμε, με σωστό ή λάθος τρόπος δεν έχει καμία σημασία. Δεν είχαμε χαμηλές προσδοκίες.
Πώς γίναμε έτσι τώρα; Σκιές του εαυτού μας.
Και εκεί μπλεγμένοι ανάμεσα σε συναισθήματα, σκέψεις και ερωτήματα ήρθε η κυβερνητική επίθεση στον Πύρρο Δήμα, μια παράλογη επίθεση προς τον ολυμπιονίκη σύμβολο της Ελλάδας που κέρδιζε και ανέβαινε, του άλλου μας εαυτού, αυτού που κάποιοι θέλησαν να λησμονήσουμε, τη στιγμή μάλιστα που άλλοι ολυμπιονίκες σήκωναν περήφανα την ελληνική σημαία στο Ρίο. Κι ήταν μια φράση του Πύρρου από τα παλιά που βοήθησε να κατανοήσουμε το σήμερα: «Αρνούμαι την αλβανοποίηση στην οποία οδηγείται η ελληνική κοινωνία. Αρνούμαι τα παιδιά μας να στέκονται σε ουρές για 1 κιλό τυρί ή 10 αυγά ή 60 γραμμάρια κιμά (αμφιβόλου προελεύσεως) κάθε μήνα με ένα κουπόνι στο χέρι όπως στάθηκα εγώ. Αρνούμαι να μεγαλώσουν με έναν Χότζα πάνω απ' το κεφάλι τους και τον φόβο στην ψυχή τους» είχε πει μόλις πριν ένα χρόνο απαντώντας σε επιθέσεις. Τότε που κυβέρνηση οργάνωνε τον «πραξικόπημα».
Γι' αυτό κι έχουν ιδιαίτερη σημασία οι φετινοί ολυμπιακοί αγώνες. Οι εικόνα των αθλητών αυτών, η εικόνα της προσπάθειας, της χαράς, των προσδοκιών, η εικόνα της μη παραίτησης μάς θύμισε πως κάποτε ήμασταν κι εμείς έτσι. Και μπορούμε να ξαναγίνουμε.
* Αναρτήθηκε στην Athens Voice
* Αναρτήθηκε στην Athens Voice